Ήταν μόνη ένα ακόμα βράδυ στο γνωστό μισοσκότεινο γωνιακό μπαρ. Είχε γυρίσει σπίτι μετά τη δουλειά, άφησε τα εργαλία του σχεδίου και έκανε ένα βιαστικό ντουζ. Έφτιαξε μια σαλάτα αλλά τελικά την άφησε στο ψυγείο. Πνιγόταν στο ίδιο της το σπίτι. Πνιγόταν στο σπίτι που έχει διαμορφώσει όπως εκείνη ήθελε, όπως πνιγόμαστε όταν αλλάζουμε τόσο πολύ τους ανθρώπους έτσι ώστε κάποιες φορές να χάνουν αυτή την ιδιαίτερη δική τους γοητεία. Ετοιμάστηκε επιμελώς και κατευθύνθηκε προς το γωνιακό μπαρ στο επόμενο στενό. Σύχναζε εκεί τις μέρες που την έπιαναν τα υπαρξιακά της. Μπήκε μέσα κι ήταν σίγουρη πως ήθελε να μεθύσει, να φτάσει στην κατάσταση που δε θα νιώθει τίποτα, δε θα επικοινωνεί με το περιβάλλον της. Εξάλλου, Σάββατο βράδυ ήταν, δε δούλευε την επόμενη μέρα, υποχρεώσεις δεν είχε εκτός από τη δουλειά της, νέα ήταν ακόμα, μπορούσε να κάνει ότι την ευχαριστούσε. Όχι με την πραγματική έννοια της ευχαρίστησης. Με την έννοια του "βγαίνω από τη μονότονη καθημερινότητα και πίνω μέρι να σταματήσω να σκέφτομαι πόσο φοβάμαι το χρόνο, τη μοναξιά και τις αναμνήσεις, μιας και φέρνουν το ένα το άλλο".
Ξαφνικά ένιωσε ένα χέρι γύρω από τη μέση της και γύρισε απότομα. Είχε πιει τρεις βότκες και δύο σφηνάκια που την κέρασε ένας άγνωστος. Ένας αόρατος άγνωστος, σύμφωνα με το μπάρμαν. Εκείνη δεν μπήκε στον κόπο να προβληματιστεί ποιος ήταν ο αόρατος μυστήριος άγνωστος. Ένιωθε μια ζάλη, αλλά δεν ήταν αρκετή ώστε να μη διακρίνει τα φωτεινά γαλάζια μάτια εκείνου που την άγγιξε.
"Γνωριζόμαστε;" του είπε νευρικά. Είχε καιρό να επικοινωνήσει με κάποιον άγνωστο και δεν το επιδίωκε γενικώς. Προτιμούσε την ησυχία της εδώ και καιρό.
"Ίσως ναι, ίσως και όχι".
"Δεν έχω όρεξη για παιχνίδια" είπε εκείνη ενώ ζήτησε άλλη μια βότκα πορτοκάλι.
"Κερνάω εγώ" είπε εκείνος. Άρα πράγματι έψαχνε συντροφιά για ένα βράδυ, όπως ήταν σχεδόν σίγουρη. Δεν τον ευχαρίστησε για τη βότκα, απλά την κατέβασε με τη μια. Ένιωθε να ζαλίζεται λίγο πιο έντονα.
Είχε πάει μιάμισι, η μουσική δυνάμωσε -μπλουζ και ροκ εντ ρολλ- και πολλοί θαμώνες ξεκίνησαν να χορεύουν. Εκείνος την κοιτούσε επί μισή ώρα, όσο βρισκόταν δίπλα της χωρίς να μιλάει. Της άπλωσε το χέρι του για να χορέψουν όμως εκείνη ένιωθε ότι θα κατέρρεε. Τελικά έπρεπε να έχει φάει αυτή τη σαλάτα. Πλήρωσε εκείνος ό,τι είχαν πιει και την τράβηξε έξω από το μπαρ. Την τράβηξε με ένα περίεργο στοργικό τρόπο, σαν να νοιάζεται για μια άγνωστη που θέλει μόνο να πηδήξει, προσπαθώντας προφανώς να ξεχάσει κάποια γνωστή.
Λίγη ώρα μετά περπατούσαν στην παραλιακή. "Περπατούσαν", διότι εκείνος την έσερνε σχεδόν με τον προαναφερθέν στοργικό του τρόπο. Εκείνη σταμάτησε απότομα. "Τι θέλεις από εμένα; Δε γνωριζόμαστε καν και κάνεις λες και νοιάζεσαι."
"Πώς κάνω ότι νοιάζομαι, αφού δε σε ρωτάω κάτι, δεν προσπαθώ να σου μιλήσω βλέπεις" απάντησε εκείνος.
"Κάποιες φορές η σιωπή μας δηλώνει πολλά για εμάς" του απάντησε.
"Όπως;"
"Όπως ότι ίσως τελικά να μην ψάχνεσαι όπως περίμενα. Ή τουλάχιστον να έχει κορεστεί η όρεξη για ό,τι πίστευα ότι ήθελες από μένα. Είσαι μόνος σου. Σου τη δίνει αυτό. Σκέφτεσαι ότι θα σε ωφελήσει το να περπατήσεις μαζί με κάποιον. Να μιλήσεις μαζί του, να τον γνωρίσεις. Μισείς τη σιωπή. Όμως. Η δική μου σιωπή σου αρέσει. Σκέφτεσαι εκατομμύρια πράγματα να μου πεις αλλά το μετανιώνεις γιατί προτιμάς να φαντάζεσαι ότι κρατάς το χέρι κάποιας άλλης. Με αγγίζεις και χάνεσαι στις αναμνήσεις σου επειδή δε με ξέρεις και μπορείς να προσποιηθείς ότι είμαι οποιαδήποτε με θέλεις, οποιαδήποτε χρειάζεσαι τώρα δίπλα σου. Ακούς τη φωνή μου και νευριάζεις για τη δεν ακούς τη φωνή που θα ήθελες να σου λέει πόσο σε λατρεύει αλλά μια άγνωστη που έχει κουραστεί να γνωρίζει τόσο προβλέψιμους ανθρώπους...Έχω δίκιο;" Τώρα ήταν σαν να είχε σταματήσει η επίδραση του αλκόλ πάνω της, είχε ξαναβρεί τη λογική της σε ένα βαθμό κι ένιωθε ικανοποιημένη που κατάφερε να αποδείξει σε κάποιον άγνωστο πόσο ικανή είναι να εκμηδενίσει την αξία του, να ξεγυμνώσει τις σκέψεις του. Έβγαλε τα τσιγάρα της και του πρόσφερε ένα.
'Εκείνος γέλασε και της είπε ότι δεν καπνίζει. "Αν εγώ είμαι τόσο μόνος όσο πιστεύεις εσύ γιατί έπινες εκεί σήμερα;" Δεν περίμενε την απάντησή της. Ανέβηκε σε μια μεγάλη μαύρη μηχανή και εκείνη κάθισε πίσω του. Είχε πολύ καιρό να ανέβει σε μηχανή. Είχε καιρό να νιώσει ελεύθερη γενικότερα. Ένιωθε τον άνεμο στα μαλλιά της και χαμογέλασε.
Λίγο αργότερα εκείνος την άφηνε κάτω από το σπίτι της. Εκείνη περίμενε ότι θα ζούσε ακριβώς κάποια σκηνή από ταινία, που δε θα προλάβαινε να γυρίσει να τον κοιτάξει κι εκείνος θα είχε γίνει καπνός.
Ομως έκανε λάθος. Κατέβηκε από τη μηχανή του κι ακούμπησε το χέρι του στο μάγουλό της. Κοίταζε τα σκούρα μεγάλα μάτια της με τα δικά του φωτεινά και της μετέδιδε μια ζεστασιά ευχάριστη.
"Θα μου απαντήσεις σε μια ερώτηση;" τον ρώτησε εκείνη.
"Μόλις σου απάντησα σε μια" της είπε αλλά μόλις είδε την έκφρασή της έσπευσε να συμπληρώσει "Τι θα κερδίσω αν το κάνω;"
"Θα σου απαντήσω κι εγώ σε όποια θέλεις μετά." είπε εκείνη.
"Μου άφησες να καταλάβω ότι γνωριζόμαστε...κι εξάλλου ήξερες που μένω. Θέλεις να μου δώσεις κάποια παραπάνω πληροφορία;"
"Ό,τι αγαπάς δεν τελειώνει. Να το θυμάσαι" είπε.
Έπειτα τη φίλησε, στην αρχή απαλά, μα ύστερα πιο έντονα. Ήταν λες κι εναπέθετε στα χείλη της το φυλακισμένο εαυτό του.
Λίγο μετά έγινε ένα με τη νύχτα.
Το επόμενο πρωί εκείνη ξύπνησε, χαμογέλασε, κι άνοιξε το ραδιόφωνο.
Ξαφνικά ένιωσε ένα χέρι γύρω από τη μέση της και γύρισε απότομα. Είχε πιει τρεις βότκες και δύο σφηνάκια που την κέρασε ένας άγνωστος. Ένας αόρατος άγνωστος, σύμφωνα με το μπάρμαν. Εκείνη δεν μπήκε στον κόπο να προβληματιστεί ποιος ήταν ο αόρατος μυστήριος άγνωστος. Ένιωθε μια ζάλη, αλλά δεν ήταν αρκετή ώστε να μη διακρίνει τα φωτεινά γαλάζια μάτια εκείνου που την άγγιξε.
"Γνωριζόμαστε;" του είπε νευρικά. Είχε καιρό να επικοινωνήσει με κάποιον άγνωστο και δεν το επιδίωκε γενικώς. Προτιμούσε την ησυχία της εδώ και καιρό.
"Ίσως ναι, ίσως και όχι".
"Δεν έχω όρεξη για παιχνίδια" είπε εκείνη ενώ ζήτησε άλλη μια βότκα πορτοκάλι.
"Κερνάω εγώ" είπε εκείνος. Άρα πράγματι έψαχνε συντροφιά για ένα βράδυ, όπως ήταν σχεδόν σίγουρη. Δεν τον ευχαρίστησε για τη βότκα, απλά την κατέβασε με τη μια. Ένιωθε να ζαλίζεται λίγο πιο έντονα.
Είχε πάει μιάμισι, η μουσική δυνάμωσε -μπλουζ και ροκ εντ ρολλ- και πολλοί θαμώνες ξεκίνησαν να χορεύουν. Εκείνος την κοιτούσε επί μισή ώρα, όσο βρισκόταν δίπλα της χωρίς να μιλάει. Της άπλωσε το χέρι του για να χορέψουν όμως εκείνη ένιωθε ότι θα κατέρρεε. Τελικά έπρεπε να έχει φάει αυτή τη σαλάτα. Πλήρωσε εκείνος ό,τι είχαν πιει και την τράβηξε έξω από το μπαρ. Την τράβηξε με ένα περίεργο στοργικό τρόπο, σαν να νοιάζεται για μια άγνωστη που θέλει μόνο να πηδήξει, προσπαθώντας προφανώς να ξεχάσει κάποια γνωστή.
Λίγη ώρα μετά περπατούσαν στην παραλιακή. "Περπατούσαν", διότι εκείνος την έσερνε σχεδόν με τον προαναφερθέν στοργικό του τρόπο. Εκείνη σταμάτησε απότομα. "Τι θέλεις από εμένα; Δε γνωριζόμαστε καν και κάνεις λες και νοιάζεσαι."
"Πώς κάνω ότι νοιάζομαι, αφού δε σε ρωτάω κάτι, δεν προσπαθώ να σου μιλήσω βλέπεις" απάντησε εκείνος.
"Κάποιες φορές η σιωπή μας δηλώνει πολλά για εμάς" του απάντησε.
"Όπως;"
"Όπως ότι ίσως τελικά να μην ψάχνεσαι όπως περίμενα. Ή τουλάχιστον να έχει κορεστεί η όρεξη για ό,τι πίστευα ότι ήθελες από μένα. Είσαι μόνος σου. Σου τη δίνει αυτό. Σκέφτεσαι ότι θα σε ωφελήσει το να περπατήσεις μαζί με κάποιον. Να μιλήσεις μαζί του, να τον γνωρίσεις. Μισείς τη σιωπή. Όμως. Η δική μου σιωπή σου αρέσει. Σκέφτεσαι εκατομμύρια πράγματα να μου πεις αλλά το μετανιώνεις γιατί προτιμάς να φαντάζεσαι ότι κρατάς το χέρι κάποιας άλλης. Με αγγίζεις και χάνεσαι στις αναμνήσεις σου επειδή δε με ξέρεις και μπορείς να προσποιηθείς ότι είμαι οποιαδήποτε με θέλεις, οποιαδήποτε χρειάζεσαι τώρα δίπλα σου. Ακούς τη φωνή μου και νευριάζεις για τη δεν ακούς τη φωνή που θα ήθελες να σου λέει πόσο σε λατρεύει αλλά μια άγνωστη που έχει κουραστεί να γνωρίζει τόσο προβλέψιμους ανθρώπους...Έχω δίκιο;" Τώρα ήταν σαν να είχε σταματήσει η επίδραση του αλκόλ πάνω της, είχε ξαναβρεί τη λογική της σε ένα βαθμό κι ένιωθε ικανοποιημένη που κατάφερε να αποδείξει σε κάποιον άγνωστο πόσο ικανή είναι να εκμηδενίσει την αξία του, να ξεγυμνώσει τις σκέψεις του. Έβγαλε τα τσιγάρα της και του πρόσφερε ένα.
'Εκείνος γέλασε και της είπε ότι δεν καπνίζει. "Αν εγώ είμαι τόσο μόνος όσο πιστεύεις εσύ γιατί έπινες εκεί σήμερα;" Δεν περίμενε την απάντησή της. Ανέβηκε σε μια μεγάλη μαύρη μηχανή και εκείνη κάθισε πίσω του. Είχε πολύ καιρό να ανέβει σε μηχανή. Είχε καιρό να νιώσει ελεύθερη γενικότερα. Ένιωθε τον άνεμο στα μαλλιά της και χαμογέλασε.
Λίγο αργότερα εκείνος την άφηνε κάτω από το σπίτι της. Εκείνη περίμενε ότι θα ζούσε ακριβώς κάποια σκηνή από ταινία, που δε θα προλάβαινε να γυρίσει να τον κοιτάξει κι εκείνος θα είχε γίνει καπνός.
Ομως έκανε λάθος. Κατέβηκε από τη μηχανή του κι ακούμπησε το χέρι του στο μάγουλό της. Κοίταζε τα σκούρα μεγάλα μάτια της με τα δικά του φωτεινά και της μετέδιδε μια ζεστασιά ευχάριστη.
"Θα μου απαντήσεις σε μια ερώτηση;" τον ρώτησε εκείνη.
"Μόλις σου απάντησα σε μια" της είπε αλλά μόλις είδε την έκφρασή της έσπευσε να συμπληρώσει "Τι θα κερδίσω αν το κάνω;"
"Θα σου απαντήσω κι εγώ σε όποια θέλεις μετά." είπε εκείνη.
"Μου άφησες να καταλάβω ότι γνωριζόμαστε...κι εξάλλου ήξερες που μένω. Θέλεις να μου δώσεις κάποια παραπάνω πληροφορία;"
"Ό,τι αγαπάς δεν τελειώνει. Να το θυμάσαι" είπε.
Έπειτα τη φίλησε, στην αρχή απαλά, μα ύστερα πιο έντονα. Ήταν λες κι εναπέθετε στα χείλη της το φυλακισμένο εαυτό του.
Λίγο μετά έγινε ένα με τη νύχτα.
Το επόμενο πρωί εκείνη ξύπνησε, χαμογέλασε, κι άνοιξε το ραδιόφωνο.