Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Σου έλεγα πως δεν έχω δει ποτέ την ανατολή, γι αυτό κι η πρώτη ανατολή που είδα νομίζω ήταν μαζί σου.

Ήταν μόνη ένα ακόμα βράδυ στο γνωστό μισοσκότεινο γωνιακό μπαρ. Είχε γυρίσει σπίτι μετά τη δουλειά, άφησε τα εργαλία του σχεδίου και έκανε ένα βιαστικό ντουζ. Έφτιαξε μια σαλάτα αλλά τελικά την άφησε στο ψυγείο. Πνιγόταν στο ίδιο της το σπίτι. Πνιγόταν στο σπίτι που έχει διαμορφώσει όπως εκείνη ήθελε, όπως πνιγόμαστε όταν αλλάζουμε τόσο πολύ τους ανθρώπους έτσι ώστε κάποιες φορές να χάνουν αυτή την ιδιαίτερη δική τους γοητεία. Ετοιμάστηκε επιμελώς και κατευθύνθηκε προς το γωνιακό μπαρ στο επόμενο στενό. Σύχναζε εκεί τις μέρες που την έπιαναν τα υπαρξιακά της. Μπήκε μέσα κι ήταν σίγουρη πως ήθελε να μεθύσει, να φτάσει στην κατάσταση που δε θα νιώθει τίποτα, δε θα επικοινωνεί με το περιβάλλον της. Εξάλλου, Σάββατο βράδυ ήταν, δε δούλευε την επόμενη μέρα, υποχρεώσεις δεν είχε εκτός από τη δουλειά της, νέα ήταν ακόμα, μπορούσε να κάνει ότι την ευχαριστούσε. Όχι με την πραγματική έννοια της ευχαρίστησης. Με την έννοια του "βγαίνω από τη μονότονη καθημερινότητα και πίνω μέρι να σταματήσω να σκέφτομαι πόσο φοβάμαι το χρόνο, τη μοναξιά και τις αναμνήσεις, μιας και φέρνουν το ένα το άλλο".
 Ξαφνικά ένιωσε ένα χέρι γύρω από τη μέση της και γύρισε απότομα. Είχε πιει τρεις βότκες και δύο σφηνάκια που την κέρασε ένας άγνωστος. Ένας αόρατος άγνωστος, σύμφωνα με το μπάρμαν. Εκείνη δεν μπήκε στον κόπο να προβληματιστεί ποιος ήταν ο αόρατος μυστήριος άγνωστος. Ένιωθε μια ζάλη, αλλά δεν ήταν αρκετή ώστε να μη διακρίνει τα φωτεινά γαλάζια μάτια εκείνου που την άγγιξε.
"Γνωριζόμαστε;" του είπε νευρικά. Είχε καιρό να επικοινωνήσει με κάποιον άγνωστο και δεν το επιδίωκε γενικώς. Προτιμούσε την ησυχία της εδώ και καιρό. 
"Ίσως ναι, ίσως και όχι".
"Δεν έχω όρεξη για παιχνίδια" είπε εκείνη ενώ ζήτησε άλλη μια βότκα πορτοκάλι. 
"Κερνάω εγώ" είπε εκείνος. Άρα πράγματι έψαχνε συντροφιά για ένα βράδυ, όπως ήταν σχεδόν σίγουρη. Δεν τον ευχαρίστησε για τη βότκα, απλά την κατέβασε με τη μια. Ένιωθε να ζαλίζεται λίγο πιο έντονα. 
Είχε πάει μιάμισι, η μουσική δυνάμωσε -μπλουζ και ροκ εντ ρολλ- και πολλοί θαμώνες ξεκίνησαν να χορεύουν. Εκείνος την κοιτούσε επί μισή ώρα, όσο βρισκόταν δίπλα της χωρίς να μιλάει. Της άπλωσε το χέρι του για να χορέψουν όμως εκείνη ένιωθε ότι θα κατέρρεε. Τελικά έπρεπε να έχει φάει αυτή τη σαλάτα. Πλήρωσε εκείνος ό,τι είχαν πιει και την τράβηξε έξω από το μπαρ. Την τράβηξε με ένα περίεργο στοργικό τρόπο, σαν να νοιάζεται για μια άγνωστη που θέλει μόνο να πηδήξει, προσπαθώντας προφανώς να ξεχάσει κάποια γνωστή.
Λίγη ώρα μετά περπατούσαν στην παραλιακή. "Περπατούσαν", διότι εκείνος την έσερνε σχεδόν με τον προαναφερθέν στοργικό του τρόπο. Εκείνη σταμάτησε απότομα. "Τι θέλεις από εμένα; Δε γνωριζόμαστε καν και κάνεις λες και νοιάζεσαι." 
"Πώς κάνω ότι νοιάζομαι, αφού δε σε ρωτάω κάτι, δεν προσπαθώ να σου μιλήσω βλέπεις" απάντησε εκείνος.
"Κάποιες φορές η σιωπή μας δηλώνει πολλά για εμάς" του απάντησε.
"Όπως;" 
"Όπως ότι ίσως τελικά να μην ψάχνεσαι όπως περίμενα. Ή τουλάχιστον να έχει κορεστεί η όρεξη για ό,τι πίστευα ότι ήθελες από μένα. Είσαι μόνος σου. Σου τη δίνει αυτό. Σκέφτεσαι ότι θα σε ωφελήσει το να περπατήσεις μαζί με κάποιον. Να μιλήσεις μαζί του, να τον γνωρίσεις. Μισείς τη σιωπή. Όμως. Η δική μου σιωπή σου αρέσει. Σκέφτεσαι εκατομμύρια πράγματα να μου πεις αλλά το μετανιώνεις γιατί προτιμάς να φαντάζεσαι ότι κρατάς το χέρι κάποιας άλλης. Με αγγίζεις και χάνεσαι στις αναμνήσεις σου επειδή δε με ξέρεις και μπορείς να προσποιηθείς ότι είμαι οποιαδήποτε με θέλεις, οποιαδήποτε χρειάζεσαι τώρα δίπλα σου. Ακούς τη φωνή μου και νευριάζεις για τη δεν ακούς τη φωνή που θα ήθελες να σου λέει πόσο σε λατρεύει αλλά μια άγνωστη που έχει κουραστεί να γνωρίζει τόσο προβλέψιμους ανθρώπους...Έχω δίκιο;" Τώρα ήταν σαν να είχε σταματήσει η επίδραση του αλκόλ πάνω της, είχε ξαναβρεί τη λογική της σε ένα βαθμό κι ένιωθε ικανοποιημένη που κατάφερε να αποδείξει σε κάποιον άγνωστο πόσο ικανή είναι να εκμηδενίσει την αξία του, να ξεγυμνώσει τις σκέψεις του. Έβγαλε τα τσιγάρα της και του πρόσφερε ένα.
'Εκείνος γέλασε και της είπε ότι δεν καπνίζει. "Αν εγώ είμαι τόσο μόνος όσο πιστεύεις εσύ γιατί έπινες εκεί σήμερα;" Δεν περίμενε την απάντησή της. Ανέβηκε σε μια μεγάλη μαύρη μηχανή και εκείνη κάθισε πίσω του. Είχε πολύ καιρό να ανέβει σε μηχανή. Είχε καιρό να νιώσει ελεύθερη γενικότερα. Ένιωθε τον άνεμο στα μαλλιά της και χαμογέλασε.
Λίγο αργότερα εκείνος την άφηνε κάτω από το σπίτι της. Εκείνη περίμενε ότι θα ζούσε ακριβώς κάποια σκηνή από ταινία, που δε θα προλάβαινε να γυρίσει να τον κοιτάξει κι εκείνος θα είχε γίνει καπνός.
Ομως έκανε λάθος. Κατέβηκε από τη μηχανή του κι ακούμπησε το χέρι του στο μάγουλό της. Κοίταζε τα σκούρα μεγάλα μάτια της με τα δικά του φωτεινά και της μετέδιδε μια ζεστασιά ευχάριστη. 
"Θα μου απαντήσεις σε μια ερώτηση;" τον ρώτησε εκείνη.
"Μόλις σου απάντησα σε μια" της είπε αλλά μόλις είδε την έκφρασή της έσπευσε να συμπληρώσει "Τι θα κερδίσω αν το κάνω;"
"Θα σου απαντήσω κι εγώ σε όποια θέλεις μετά." είπε εκείνη.
"Μου άφησες να καταλάβω ότι γνωριζόμαστε...κι εξάλλου ήξερες που μένω. Θέλεις να μου δώσεις κάποια παραπάνω πληροφορία;"
"Ό,τι αγαπάς δεν τελειώνει. Να το θυμάσαι" είπε. 
Έπειτα τη φίλησε, στην αρχή απαλά, μα ύστερα πιο έντονα. Ήταν λες κι εναπέθετε στα χείλη της το φυλακισμένο εαυτό του.  
Λίγο μετά έγινε ένα με τη νύχτα.
Το επόμενο πρωί εκείνη ξύπνησε, χαμογέλασε, κι άνοιξε το ραδιόφωνο.

 

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Εστιακή απόσταση (Από εσένα ως τη σκιά σου)

Ψάχνω τον εαυτό μου σε γραμμές, μα όχι σε αυτές που θα ήθελα, όχι σ'αυτές του πενταγράμμου. Σε γραμμές προκαθορισμένες, με πολύ συγκεκριμένες εξισώσεις. Ευθείες κι ελλείψεις και παραβολές και κύκλους. Κάπου ανάμεσα σε όλες αυτές τις γραμμές με έχασα, μα το επίπεδο είναι άπειρο, κι εγώ δεν έχω τις συντεταγμένες του εαυτού μου. Το μόνο για το οποίο είμαι σίγουρη είναι ότι πλέον παραληρώ όλο και πιο συχνά, πλέον συζητάω με τη σκιά μου όλο και πιο συχνά, πλέον συναναστρέφομαι και επικοινωνώ με φαντάσματα που ακόμα δεν ξέρω αν υπάρχουν. Την καλύτερή μου φίλη -εκ των φαντασμάτων αυτών- τη λένε Μνήμη. Όμορφο όνομα, με τρία ενρινόληκτα σύμφωνα, αντίθετα με την Υπομονή που έχει μόνο δύο, γι αυτό και δεν είναι φίλη μου. Τα φαντάσματα αυτά που λες στοιχειώνουν τις γραμμές μου, κι έτσι όσο κι αν εγώ ψάχνω τον εαυτό μου ανάμεσα σε πολύγωνα κι εφαπτομένες, στο τέλος βρίσκω μόνο τα φαντάσματα πίσω από κάθε γωνία. Μάλιστα φροντίζουν να εμπλουτίζουν το παιχνίδι τους προσπαθώντας να συνδυαστούν μεταξύ τους έτσι ώστε να με αποσυντονίσουν ακόμα περισσότερο από το στόχο μου. Στις συμπληρωματικές γωνίες βρίσκω σκιές όπως την παλιά δική σου και την παλιά δική μου,  και στις παραπληρωματικές (εκείνες που η μια είναι πιο μεγάλη από την άλλη κι ας έχουν άθροισμα την ευθεία) βρίσκω κρυμένους εγωισμούς, συνθήκες και συναισθήματα. Ή μάλλον τις σκιές αυτών.
Τελικά μόνο σκιές υπάρχουν στο χαρτί, σαν αυτές που ζωγράφισα πίσω από τον κουβά με το ύφασμα. Δε θα με βρω εκεί λοιπόν. Δε θα με βρω πουθενά όσο κι αν ψάξω. Όσο κι αν νευριάσω, ή αγχωθώ ή παραπονεθώ. Δε θα βρω εκεί τον εαυτό μου. Και ξέρεις γιατί; Επειδή έφυγε. Δεν τον έδιωξα εγώ, μα δεν προσπάθησα κι όλας να μην τον χάσω. Κι όπως μόνος του έφυγε, μόνος του θα επιστρέψει. Μόλις κρίνει ότι είμαι έτοιμη ψυχολογικά να αντιμετωπίσω τα όνειρα που δεν έχω πραγματοποιήσει και τις υποσχέσεις που έχω αθετήσει. Θα είμαι καλά, χαρούμενη, -ξέρεις, όπως όταν είμαι μαζί σου- και τότε πιστεύω θα είμαι εγώ.

Εστιακή απόσταση (Από εσένα ως τη σκιά σου). Αν όμως οι εστίες ταυτίζονται; Τότε η Έλλειψη γίνεται κύκλος, αγάπη μου.

Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Δρόμοι

(Και μια πρόταση, διαβάστε το μαζί με αυτό )
  Είναι όμορφη  η πόλη τις μικρές ώρες της νύχτας. Είναι όμορφη η πόλη όταν κοιμάται. Κι ειδικά όταν νιώθεις πως πρέπει να είσαι ήρεμος για να μην την ξυπνήσεις. Πως πρέπει να είσαι σιωπηλός, να περπατάς μ'ένα ρυθμό σταθερό, όχι βιαστικό μα ούτε κι αργό. Μ'ένα ρυθμό κατάλληλο ώστε να μπορείς να νιώθεις τον παλμό της. Να ακούς τις κόρνες των ταξί -των μόνων σχεδόν οχημάτων που κυκλοφορούν- να ηχούν όλες μαζί απευθυνόμενες προς το πρώτο εξ'αυτών, του οποίου ο οδηγός έχει μάλλον αποκοιμηθεί. Να βλέπεις το αυτόματο πότισμα του γκαζόν να πιτσιλίζει το πεζοδρόμιο κάτω από το φως του διπλανού στύλου. Να παρατηρείς τη ρόδα του λούνα παρκ, κάπου μακριά, να συνεχίζει μόνη της κι άδεια τον αέναο κύκλο της.
  -Τι σκέφτεσαι; Μου λες και με κοιτάς στα μάτια. Νιώθω ότι κόβεις λίγο ταχύτητα. Μόλις πλησιάσαμε στην πλατεία το βήμα σου έγινε λίγο πιο αργό. Αφήνομαι τόσο πολύ να νιώσω τα δάχτυλά μου να μπλέκονται με τα δικά σου που ξεχνώ την ερώτηση που έκανες, ξεχνώ την πόλη και τα φώτα, τους ήχους ή τα μυστικά της, ξεχνώ οτιδήποτε συμβαίνει γύρω μου.
  Σκύβεις κι ακουμπάς το μέτωπό σου στο δικό μου κι είναι σαν να με χτυπάει ένα κύμα συναισθημάτων που αρνούμουν να νιώσω. Αρνούμουν να σκεφτώ πόσο υπέροχες ήταν οι δύο τελευταίες εβδομάδες, πόσο συνήθισα το βλέμμα σου πάνω μου, πόσο περισσότερο λάτρεψα τη φωνή σου και πόσο απαραίτητη μου είναι πια η αγκαλιά σου.
  Εσύ μιλάς. Μου λες να προσέχω, να διαβάζω, να κάνω υπομονή και να επιμένω, πως όλα θα πάνε καλά, δεν ξέρω τι άλλο. Χάνομαι στη φωνή σου και χιλιάδες εικόνες κατακλύζουν το μυαλό μου.   
Παρασκευή. Έξω τον Α.Μ. θυμήθηκα πόσο μου είχες λείψει. 
Σάββατο. Τελικά το πουκάμισό σου, εκείνο το γκρι, δείχνει ξίσου ωραίο και σε εμένα.
Κυριακή. Εικοστής πέμπτης Αυγούστου, τα γέλια όλων μας.. κι εσύ λίγες μέρες μετά να μου λες "θυμήσου την Κυριακή που σε άφησα στα Λιοντάρια πόσο κοντά ήμασταν και μη μου λες πως έχω πρόβλημα να μας βλέπουν μαζί"
Μ.Δευτέρα. Μερικές ατυχίες με γεύση βότκας και μυρωδιά καπνού, μια διαλυμένη διάθεση. Από ύπνο τίποτα. Όμως πέρασα τόσες ώρες στην αγκαλιά σου, αρκεί.
Μ.Τρίτη. "Χαζή γι αυτό σου λέω πόσο θα ήθελα να μείνουμε στην ίδια πόλη. Είναι τόσο υπέροχο να νιώθω πως ξυπνάω μαζί σου, κι ας μην έχουμε κοιμηθεί καθόλου".
Μ.Παρασκευή. Δεν ξέρω. Απλά μας βλέπω από μακριά, όλους μαζί, και νιώθω πως κολλάμε. Και μετά παρατηρώ εσένα κι εμένα και το όλο επίσημο στυλ και θυμάμαι τη θέα του λιμανιού δίπλα από το κλαμπ που είχαμε πάει την πρωτοχρονιά και χαμογελάω.
Μ.Σάββατο. Η αλήθεια είναι πως αν δεν πηγαίναμε στις βαρκούλες, ξέρεις κάτω από το ΚΤΕΛ κάτι θα έλειπε.
Κυριακή του Πάσχα. Το ιγκλού ξανά.
Τετάρτη. "Μ'αρέσει που είσαι όπως στο σπίτι σου. Που δε σε νοιάζει πως θα ντυθείς κλπ, αλλά είσαι απλή, το λατρεύω αυτό"
Πέμπτη. Μια ταινία που θέλαμε καιρό να δούμε. Αστέρια λίγο έξω από το Ηράκλειο, κι εσύ προσπαθείς ξανά κι ανεπιτυχώς να μου μάθεις να χορεύω, στο γρασίδι.
Παρασκευή. Τα χρωματιστά φωτάκια και τα μάτια σου κάτω από αυτά. Μια ανάσα. Έσβησαν σχεδόν όλα τα κεράκια. Βασικά, όλα εκτός από ένα. Αλλά δε με νιάζει το κεράκι που δεν έσβησε. Μου αρκεί που είμαστε όλοι μαζί.
Σάββατο. -Αλήθεια, είσαι τόσο καταπληκτικός.
-Με κακομαθαίνεις χαζό.
-Μαρία. Δεν πρέπει να αργήσεις άλλο.
-Ναι, καλό ταξίδι..
Μπαίνω στο ταξί. Σ'ένα από αυτά που ο οδηγός δεν κοιμάται. Φεύγω. Σε βλέπω από το τζάμι που περιμένεις να φύγω. Σημειώνεις τον αριθμό της πινακίδας που μπήκα, και λίγο μετά χάνεσαι από το οπτικό μου πεδίο.

Κυριακή. Κενό
 

Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

Γενέθλια*

Κάθε χρόνο και πιο περίεργα. Κάθε χρόνο και πιο μελαγχολικά, ίσως.  Κάθε χρόνο συνειδητοποιείς πόσο κοντά και πόσο μακριά ταυτόχρονα ήταν η περσινή αντίστοιχη μέρα..Βγάζεις συμπεράσματα, συγκρίνεις άτομα και καταστάσεις . Και δεν παρατηρείς ποτέ τις ομοιότητες, αλλά τις διαφορές. Εξάλλου αυτές σε καθορίζουν, αυτές δηλώνουν ότι μεγάλωσες. Διαφορές. Όχι και πολλές σε σχέση με πέρισυ. Όμως όσες υπάρχουν σχετίζονται με εμένα την ίδια. Με τις προτιμήσεις, του στόχους και τις προτεραιότητές μου. Νιώθω είκοσι χρόνια ωριμότερη κι ας έχει περάσει μόνο ένας χρόνος. Αλλά και με τα άτομα που είναι γύρω μου. Εξάλλου πάντα έτσι είναι. Κάποιοι φεύγουν, κάποιοι έρχονται, και κάποιοι μένουν δίπλα σου, μεγαλώνουν μαζί σου, χαίρονται με τις χαρές σου και λυπούνται με τις στεναχώριες σου. Κι είναι τόσο όμορφο να κοιτάω πίσω και να βλέπω πως εξελισσόμαστε μαζί.




Υ.Γ. Κάποιες φορές οι ευχές εκείνες που κάνεις λίγο πριν σβήσεις τα κεράκια πραγματοποιούνται. Μιλάω εκ πείρας. :)

Παρασκευή 3 Μαΐου 2013

"i want you, your fingernails go dragging down..."

Γυρίζω γύρω από τον εαυτό μου. Παραπατάω αλλά κρατιέμαι από τον τοίχο και δεν πέφτω. Γελάω. Δυνατά. Μου λες να μην κάνω φασαρία. Σιγά σιγά βγαίνουν αστέρια. Τώρα ένα χαμόγελο διαδέχεται το προηγούμενο δυνατό γέλιο μου. Εσύ με κοιτάς "απαξιωτικά". Με σηκώνεις στα χέρια σου, μετά σ'αγκαλιάζω. 
Διαφορετικό σκηνικό.
Ξημερώνει, το φως μπαίνει από το μικρό παράθυρο της βιβλιοθήκης κι εγώ είμαι στην αγκαλιά σου. Χα'ι'δεύεις το λαιμό μου και γελάς με το χαμόγελό μου. Σου δίνω μέρος της κουβέρτας για να μου δώσεις μέρος του σεντονιού. Δαγκώνεις τη μύτη μου και κάνω πως νευριάζω. 
Κλείνω τα μάτια μου και θυμάμαι μια διαφορετική σκηνή.
Προσπαθούμε να απλώσουμε ένα σλίπινγκ μπαγκ. Τελικά φτιάχνουμε ένα ιγκλού. Τα δόντια σου φωσφορίζουν στο μισοσκόταδο.Φοράω το πουκάμισό σου και μυρίζει όπως εσύ.
Είναι λες και τις τελευταίες μέρες έχω αγγίξει τόσες φορές την ευτυχία που φοβάμαι ότι σε λίγο η φούσκα αυτή θα σπάσει κι εγώ θα βρεθώ και πάλι στη ρουτίνα μου. Αν και το διάβασμα υπάρχει ακόμα, τα μαθήματα το ίδιο. Βλέποντας ότι χάνω τόση ελευθερία λόγω της ρουτίνας θέλω όλο και περισσότερο να περάσει ένας χρόνος. Αγχώνομαι όσο σκέφτομαι ότι έχω μόνο ένα χρόνο σχολείου ακόμα, γιατί ξέρω πως θα μου λείψει. Από την άλλη όμως ανυπομονώ.