Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα tout blanc. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα tout blanc. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

θυμάρι

Πρέπει να σταματήσεις να σκέφτεσαι τόσο, κοριτσάκι, θα το κάψεις-και δεν είναι ότι σου περισσεύει κιόλας.  Οι λέξεις είναι ένα μπερδεμένο σύννεφο στο κεφάλι μου, κι είναι ακόμα μόνο λέξεις.
γκρι.
Χτες μου είπες ότι δε γράφω πια για σένα.
Μα ούτε εσύ γράφεις για μένα. Ούτε εσύ σκέφτεσαι εμένα.
Προχωράς, προχωράω και έτσι συνεχίζεται η ζωή.
Δύο ευθείες έχουν είτε ένα, είτε άπειρα κοινά σημεία.
Εμάς νομίζω ότι ήταν ένα.
Μπορεί να φάνηκε ότι διήρκεσε σαν άπειρα, αλλά όχι. Ήταν ένα.

Το παρελθόν το κρατάμε, αυτό είναι ό,τι είμαστε.
Τι πάει να πει σ'αυτή τη γλώσσα τη βουβή βαστάω γερά κρατάω καλά
Και στο τέλος της μέρας εμείς είμαστε οι μόνοι που μπορούμε να κάνουμε αυτοκριτική.

Για πες λοιπόν, είσαι εντάξει με τον εαυτό σου;
Κοιμάσαι ήσυχος τα βράδια γιατί είσαι ηθικός και δεν κλέβεις, δε χτυπάς και δεν απατάς την κοπέλα σου. 
Αλλά η ηθική σου σταματάει στα μικροπροβλήματα της καθημερινότητας.
Πόσο ηθικό είναι να θαλασσοπνίγονται άνθρωποι;
Πόσο ηθικό είναι να σε εκμεταλλεύονται;
Κάνε την εκμετάλλευση του άλλου δική σου κι ίσως νιώσεις.
Ίσως τα βράδια να μην κοιμάσαι τόσο ήσυχα.
Ίσως να σταματήσεις να νιώθεις ολοκληρωμένος ηθικά επειδή το μόνο που κάνεις είναι να μην κλέβεις, να μη χτυπάς, να μην προσπαθείς για τίποτα άλλο πέρα από τις δικές σου ιδιοτελείς ανάγκες.

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

Ερείπια

Δε μου αρέσουν οι απολογισμοί. 
Ούτε οι λίστες.
Αλλά στο σπίτι έχω ένα κομμάτι από αυτοκόλλητο μαυροπίνακα με μια λίστα.
Η πρώτη πρόταση μένει πάντα σταθερή.
Οι υπόλοιπες αλλάζουν όποτε βαριέμαι.
Μετά το Μάιο βαριέμαι εύκολα.
Και αλλάζω συχνά.
Δε μπορώ να πω ότι είμαι έτσι και από το ένα και από το άλλο και γιουβέτσι.
Αύριο θα τα έχω αναιρέσει όλα.
Έρχεται κάποια στιγμή που έχεις φτάσει σε κάποιο τέλμα, και το συνειδητοποιείς μόνο όταν αρχίσεις να βγαίνεις πια από αυτό.
Από τότε δεν ξέρω ποια είμαι.
Ξέρω μόνο τι μου αρέσει και τι όχι.
Ίσως απέκτησα κάτι που σίγουρα δεν είχα μέχρι το Μάιο, εγωισμό.
Αλλά και πάλι όχι στο βαθμό που να νιώθω καλά με αυτό.
Φάσεις είναι όλα, περνάνε.
Αλλάζουμε, συνηθίζουμε την αλλαγή και πάλι από την αρχή.
Ξέρω μόνο τι μου αρέσει,
να μιλάω
και να γράφω
και τα σκίτσα
και ο καφές
κι εσείς, στην πόλη μας αλλά και μακριά της,
ο Ορέστης που δε με κρίνει,
το σπίτι μου γεμάτο φωνές και γέλια,
τα θεατρικοτέτοια ρε
η Αθήνα,
οι άνθρωποι που γνώρισα εκεί,
οι φωτογραφίες και τα ταξίδια (τα ξύδια) μας
η αταξία στη ζωή μου
Και τι όχι
η εξεταστική
η πίεση
οι αποφάσεις
το να μην ξέρω τον εαυτό μου
η αταξία στη ζωή μου
το ότι είμαι αναποφάσιστη
οι άνθρωποι, που άλλα λένε κι αλλιώς πράττουν
οι άνθρωποι που έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους
οι άνθρωποι που λένε ψέματα στον εαυτό τους
Οι λίστες
Oι απολογισμοί.



Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

Όρια

Δεν υπάρχουν όρια στους εαυτούς μας απλά διότι κάθε μέρα τα ξεπερνάμε. 

Χάος.
Επόμενη στάση Νέος Κόσμος. Η κοπέλα στο πάτωμα του βαγονιού του συρμού αναπνέει με δυσκολία. Τα μάτια της δακρύζουν κι όλα γύρω της θολώνουν. Ο κύριος απέναντι διαβάζει ήρεμος την εφημερίδα του. Η κυρία προσπαθεί να ταΐσει με το ζόρι το παιδάκι που κρατάει από το χέρι. Οι κοπέλες σιγογελούν κι ο νεαρός είναι απορροφημένος σε ό,τι ακούει εκείνη τη στιγμή στα ακουστικά του -πιστεύω ελληνικό χιπ χοπ κρίνοντας επιφανειακά από τα ρούχα του. Επόμενη Στάση Συγγρού-Φιξ. Εκείνη βγαίνει βιαστικά έξω, χτυπώντας αδέξια έναν προσεχή επιβάτη του συρμού, σωριάζεται σε μια καρέκλα και μετά ακούω μόνο το βουητό του συρμού που ξεκινά και εκείνη τη φωνή που τόσο πια έχω συνηθίσει να λέει επόμενη στάση Ακρόπολη.

Προσπάθεια, ίσως.
1.Μια κοπέλα διστάζει μερικά δευτερόλεπτα. Έπειτα ρίχνει νερό στο χέρι της και βρέχει το μέτωπο ενός αγοριού. Στοπ, λάθος.
Μια κοπέλα βγάζει αέρα από την τσέπη της ενώ θεωρητικά μιλάει στο κινητό. Στοπ.λάθος.
Μέσα της αμύνεται.
Επίθεση.
Αμύνεται στον ίδιο τον εαυτό της.
Επίθεση;
Αρνείται να συγκεντρωθεί.
Αρνείται να προσπαθήσει όσο μπορεί.
Ίσως να μη μπορεί. 
Αλλά ξέρει ότι μπορεί κι άλλο.
Ότι θέλει να προσπαθήσει κι άλλο.
Ότι θα τα καταφέρει;

Τάξη.
Η κατάσταση που έρχεται το μυαλό μου μετά την κατανάλωση συγκεκριμένης μικροποσότητας συγκέντρωσης σε συνδυασμό με μισή κουταλιά αγαπημένης μουσικής ανακατεμένης με ξύλα κανέλας. 

Και τελικά τι μένει;

Δύο σώματα αγκομαχούν το ένα πάνω στο άλλο. 
Εκείνοι νιώθουν το χάος.
Εσύ απ'έξω βλέπεις την τάξη,
τον κόσμο να μπαίνει σε τάξη.


Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Σχέδια δικά σου, δικά μου, και στο χαρτί.

Βγαίνω στο μπαλκόνι και δεν κάνει πια κρύο. Νομίζω ότι ο χειμώνας μετακόμισε μερικούς μήνες πιο νωρίς από όσο θα έπρεπε. Και ότι σε αυτό το νησί γενικά δεν υπάρχει χειμώνας, όπως θα έπρεπε να είναι δηλαδή. Με χιόνια (και ότι αυτά συνεπάγονται..χιονανθρώπους και χιονοπόλεμους και το αμερικανικό όνειρο ακόμα) και σκουφιά και μάλλινα και "δεν έχει σχολείο σήμερα, έχει χιόνι". Κι εδώ προκύπτουν κάποια ζητήματα. Όλα αυτά τα ρούχα σαφώς και τα φοράμε κι ας σκάμε με αυτά από τη ζέστη, φτιάχνουμε μόνοι μας το χειμώνα. Βασικά καλύτερα χωρίς χειμώνα, που χρήματα για πετρέλαιο τώρα πια, λένε. Επίσης, είναι τελευταία χρονιά κι εγώ ακόμα ψάχνω πως θα χάσω λίγες διδακτικές ώρες αντί να λυπάμαι που τελειώνουν τα μαθητικά χρόνια (καλά εντάξει λυπάμαι και λιγουλάκι για αυτό).
Τώρα με τις πανελλήνιες δεν έχω σχεδόν καθόλου χρόνο να γράφω. Έχω βγάλει και τον υπολογιστή από το δωμάτιο κι έτσι είναι ακόμη πιο δύσκολο.Όχι δεν έχω ακόμα άγχος. Πίεση, ναι, υπάρχει αρκετή. Ευτυχώς τελευταία δεν έχει ιδιαίτερα καινούριες λίστες στο kasetophono κι έτσι δεν αγχώνομαι που δε μπορώ να τις ακούσω. Ευτυχώς εκείνος ήρθε στις γιορτές.
Ευτυχώς εκείνος υπάρχει και είμαστε καλά μαζί, έστω κι αν ο καθένας μας μόνος του χάνεται στους μαύρους νοητικούς του λαβυρίνθους (καλά τι γράφω σήμερα ε..). Θυμάμαι αυτό που βλέπω συχνά σε εικόνες στο tumblr, 'το σκοτάδι του ενός δυο μαζί το κάνουν φως' και προσθέτω, 'το σκοτάδι που κι οι δυο έχουν όταν είναι μόνοι τους τέλος πάντων μαζί το κάνουν φως' κάτι τέτοιο γίνεται συνήθως, ή τουλάχιστον στη δική μας περίπτωση.
Κάποιος παίζει μπουζούκι. Λάθος, πάμε ξανά. Κάποιος προσπαθεί να παίξει μπουζούκι. Ξαναπροσπαθεί, αυτή τη φορά του ξεφεύγει ένα μόνο σημείο. Ξαναπροσπαθεί. Αυτή τη φορά τα καταφέρνει. Θυμάμαι τον εαυτό μου και την κιθάρα που δεν πολυπαίζω πια. ( Σε πέντε μήνες θα ξανασχοληθώ μαζί της, υπομονή..).
Γιατί να πρέπει να περνάμε όλη αυτή τη δοκιμασία με τις πανελλήνιες(!) Βάζω ως σχόλιο θαυμαστικό, όχι ερωτηματικό. Δεν ειρωνεύομαι, εκφράζω την αγανάκτησή μου. 
Νιώθω ότι ξεχνάω να γράφω όπως εγώ θέλω, ότι μπαίνω σε κουτιά. Και τώρα είμαι εδώ και διαλύω τα κουτιά μου, δε θέλω συνοχή στο περιεχόμενο, γράφω αυτά που σκέφτομαι(;)
 ...
Δε σκέφτομαι. Το αριστερό χέρι μου πονάει. Είχα διαγώνισμα στο σχέδιο και πίεζα πολύ το ταφ. Πάντα πιέζω πολύ το ταφ να μην ξεφύγει η γραμμή και πρέπει να σβήσω το μελάνι.
Έτσι και στη ζωή.
Πονάω συχνά.Πιέζω πολύ ανθρώπους. (Συχνά) πιέζω πολύ τους ανθρώπους να μην ξεφύγουν από τα δικά μου πλαίσια και πρέπει να σβήσω αυτούς ή κομμάτια του εαυτού μου.
...


 Καλή χρονιά, έστω και καθυστερημένα:)

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

"Άσε τον εαυτό σου πιο ελεύθερο, κοριτσάκι."

Το κεφάλι μου θέλει να σπάσει. Κάθομαι στη μαύρη καρέκλα του γραφείου μου και καταλαβαίνω πως το ποσοστό στο οποίο πιέζω τον εαυτό μου είναι μηδαμινό μπροστά σ'αυτό που θα ακολουθήσει. Φτιάχνω καφέ. Πότε συνήθισα εγώ στον καφέ; Δεύτερος για σήμερα. Κλείνω τα μάτια μου και δίνοντας φόρα στην καρέκλα με τα χέρια μου την αφήνω να γυρίζει γύρω από τον εαυτό της με εμένα πάνω. Ανοίγω τα μάτια μου σε τυχαία σημεία της διαδρομής και ξέρωαπό πριν τα ανοίξω σε ποιο κομμάτι του δωματίου θα μπορώ να δω. Άσε τον εαυτό σου πιο ελεύθερο, σου λέω συχνά. Τώρα χρειάζεται να το πω και στον εαυτό μου όμως. Κοριτσάκι σε παρακαλώ, χαλάρωσε. Ενώ η καρέκλα συνεχίζει να στροβιλίζεται εγώ ανοίγω απότομα τα μάτια μου και τα καρφώνω στο κατάλευκο ταβάνι. Ζαλίζομαι. Λίγα δευτερόλεπτα μετά παρατηρώ ότι τελικά είναι κι αυτό σημαδεμένο-εξάλλου τίποτα δεν είναι κατάλευκο ή κατάμαυρο στη ζωή. Γκρίζες σκιές, από το φωτιστικό και τα έπιπλα. Στροβιλίζομαι πιο γρήγορα προσπαθώντας να εξαφανίσω τις σκιές και να επιστρέψω στο λευκό. Θυμάμαι μικρή που ανέβαινα στο μύλο, στις παιδικές χαρές, ή που έτρεχα γύρω από αυτόν για να τον γυρίζω. Τώρα οι περισσότερες παιδικές χαρές δεν έχουν πια μύλους, ή γυρω-γύρω-όλοι, μόνο κάτι σκέτες μουντές ξύλινες κούνιες. Τεχνοκρατικές και γκρίζες. Άντε και καμιά τραμπάλα. Θα μου πεις δεν πάνε και πολλά παιδιά πια στις παιδικές χαρές για να φροντίζουμε για τη συντήρησή τους. Τώρα κλεινόμαστε όλο και από μικρότερη ηλικία στα διαμερίσματα και στις ηλεκτρονικές συσκευές μας, προσπαθώντας να αποφύγουμε τους εαυτούς μας. Κι όσο μεγαλώνουμε και αναγκαστικά βγαίνουμε στον κόσμο, ξεκινάμε να δίνουμε αξία στις λέξεις. Όμως ποτέ δε μάθαμε. Μιλάμε για ελευθερία με το να ανεβάσουμε σε κάποιο ιστότοπο μια φωτογραφία που γράφει πάνω "freedom". Μιλάμε για ειλικρίνια και μέρα με τη μέρα κορο'ι'δεύουμε όλο και πιο πολύ τους ίδιους τους εαυτούς μας. Μιλάμε για αγάπη και σκορπάμε λέξεις σε καταστάσεις κι άτομα με αξία μηδαμινή. Βιώνουμε έρωτες κενούς παντελώς, χωρίς όχι απλά περιεχόμενο, αλλά και χωρίς υπόσταση γενικώς. Κάποιες στιγμές βγαίνουμε από το λήθαργο. Ζούμε κάποιες στιγμές. Ένα όμορφο βράδυ σε μια ταράτσα με γέλια, ένα άλλο με αγκαλιές, μια βόλτα στο λιμάνι ή μια ολοήμερη εκδρομή κάπου κοντά, ίσα για το διαφορετικό. Κι όταν καταλαβαίνουμε ότι αυτές οι στιγμές αξίζουν αντί να το εκμεταλλευόμαστε και να τις πολλαπλασιάσουμε απογοητευόμαστε και σταματάμε. Νομίζουμε πως δε μπορούμε να το κάνουμε πια. Πως δε μπορούμε να είμαστε αρκετά ελεύθεροι, αρκετά αυθόρμητοι ή αρκετά αστείοι. Οι καταστάσεις μας αλλάζουν, κι εμείς αντί να αγαπάμε τον εαυτό μας νομίζουμε ότι τον έχουμε χάσει, ποσπαθούμε συνέχεια "να βρούμε τον εαυτό μας" γυρίζουμε στο παρελθόν και καταλήγουμε σε ακόμα περισσότερα αδιέξοδα.
Και σήμερα ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι ο Ιούλιος άλλης μιας χρονιάς τελειώνει. 
Είναι σαν να βλέπω ένα τραίνο να περνάει. Να περιμένω σε μια στάση αγκαλιά με ένα βιβλίο και να βλέπω τρένα να έρχονται και να φεύγουν. Το μόνο που αλλάζει στο σκηνικό είναι το βιβλίο. Τη μια το λένε μαθηματικά, την άλλη φυσική, την άλλη καλοκαίρι, την επόμενη γέλιο, χαρά, δάκρυα, χρώματα,μυρωδιές,σύννεφα,ταξίδια,ΑΟΔΕ,φωτογραφίες,τραγούδια δικά μας και άλλων,φιλιά, ζωή. Αυτό είναι τελικά το βιβλίο, η ζωή.
Και ο καθένας γράφει το δικό του.
Ίσως να νομίζει σαν κι εμένα πως κάθεται στο σταθμό και απλά περιγράφει ότι βλέπει να διαδραματίζεται μπροστά του. Ίσως να καταλάβει κάποια στιγμή πως πράγματι σ'όλα αυτά τα τρένα επιβιβάστηκε κι ο ίδιος, ταξίδεψε, αγάπησε. Απλά χρειάστηκε κάποιες φορές να γυρίσει στην αφετηρία. Ξέρεις τι πρέπει να κάνουμε; Να κρατάμε λίγο περισσότερο τις στιγμές από τα ταξίδια και λίγο λιγότερο αυτές από την αναμονή..Και κυρίως να ταξιδεύουμε πιο πολύ, πιο συχνά, πιο έντονα.
 



Η καρέκλα σταμάτησε να γυρίζει και  επιστρέφω στο γραφείο και το διάβασμά μου.
Άσε τον εαυτό σου πιο ελεύθερο, κοριτσάκι.

 
Καλό μεσημέρι:)


Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

"Μην ακουμπάς τα έπιπλα, το λευκό είναι ευαίσθητο χρώμα, στιγματίζεται εύκολα"

Πλέον δεν κοιτάς καθρέφτες. Σου δείχνουν πολύ καθαρά τις σκιές που θέλεις να αποφεύγεις.
Βλέπεις τον εαυτό σου μόνο σε λασπόνερα στο δρόμο. Ίσως και να ήταν καθαρό νερό δηλαδή, αλλά να θόλωσε μόλις κοιτάχτηκες. Μόλις η γκρίζα αδιαφορία σου για τη ζωή αντίκρισε το νερό, την ίδια τη ζωή, η ζωή βάφτηκε γκρίζα. 
Σε περίμενα σ'ένα λευκό δωμάτιο. Είχα ετοιμάσει ένα δώρο, ήξερα πως σου άρεσαν οι εκπλήξεις. Μόλις μπήκες στο δωμάτιο κατέβασα το λευκό σεντόνι κι άφησα τον καθρέφτη να γεμίσει το δωμάτιο με τη λάμψη του. Εσύ έκλεισες βιαστικά τα μάτια σου κι έμεινες ακίνητος. 
Σε πλησίασα μα σε ένιωσα να απομακρύνεσαι ψυχικά κι ας ήσουν ακόμα εκεί σωματικά.
Δεν ήθελες να πλησιάσεις τον καθρέφτη. Δεν ήθελες να δεις τις σκιές ξανά.
Έφερα τον καθρέφτη κοντά σου. Ήταν δύσκολο να μετακινήσω το βαρύ κι ογκώδες έπιπλο, όμως το ήθελα. Έπρεπε να δεις τις σκιές, να τις αντιμετωπίσεις, να τις διώξεις, να τις απορροφήσει το λευκό δωμάτιο, κι εσύ να απορροφήσεις το λευκό χρώμα του δωματίου.
Για μένα αυτά τα χρώματα έχει η ζωή. Το τρομαχτικό λευκό κενό και το ατέλειωτο μονότονο μελαγχολικό γκρι.
Έφερα τον καθρέφτη δίπλα σου μα εσύ δεν έλεγες να ανοίξεις τα μάτια σου. Έτσι ήρθα εγώ μπροστά του. Αντίκρισα την κάθε σκιά και πληγή του εαυτού μου. Το κάθε κομμάτι μου που δεξιοτεχνικά είχα αποφύγει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Και είδα τις δικές μου σκιές να φεύγουν, να καταλαμβάνουν το δωμάτιο την ώρα που εγώ γέμιζα φως.
Πήρα το χέρι σου και βγήκαμε από το δωμάτιο. Περπατούσαμε και σιγά σιγά άνοιγες τα μάτια σου, σιγά σιγά το γκρίζο πέπλο που τα κάλυπτε άρχισε να υποχωρεί από το φως που προσπαθούσα να σου μεταδώσω. Από το φως που φόρεσα μόνο για σένα, από το φως που με τύλιξε μόνο για να διώξω τις δικές σου σκιές. 
Ένιωσα κάθε δική σου αντίδραση να σπάει.
Τα γκρίζα πέπλα σου άρχισαν να φλέγονται. 
Λίγο μετά τυλίχτηκες κι εσύ στις λευκές φλόγες που προχώρησαν στο χέρι σου, αυτό που κρατούσα.
Τώρα πια μας έχουν καταπιεί και καιγόμαστε νυχθημερόν σ'ένα αέναο λευκό κενό.
Καιγόμαστε τόσο πολύ που έχει πάψει να μας ενοχλεί η φλόγα.
Έχουμε πάψει να αντιδράμε.
Μόνο συμβιβαζόμαστε,
αγκαλιαζόμαστε,
και προχωράμε.
http://24.media.tumblr.com/e741162bef1058b881940af84d5c159a/tumblr_mgiipx2LRi1ricgg0o1_500.gif

Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

Φωτογραφίες (ξανά)

 Περπατάμε με έναν αέρα περίεργο. Προχωράμε και γελάμε, νομίζω ότι όταν ακούω τους ήχους από τα γέλια ή τις φωνές μας ζωντανεύει κι ο δρόμος γύρω μας. Βλέπω φωτογραφίες και νιώθω ότι πραγματικά επιστρέφω στις μέρες που τραβήχτηκαν, ζω ξανά εκείνες τις στιγμές με κάθε λεπτομέρεια.
-Ξέρεις είναι και το άλλο συναίσθημα ρε γαμώτο. Ψιθύρισα νομίζω εκείνη τη στιγμή.
-Ξέρω, νιώθεις ότι λίγο πιο κάτω θα εμφανιστούν ξαφνικά όλοι οι υπόλοιποι με τους οποίους έχεις αναμνήσεις εδώ.
-Κάτι τέτοιο, ας πούμε.

Σάββατο 20 Απριλίου 2013

Ελεύθερο αγριολούλουδο

Εγώ αγάπη μου δε βλέπω μπροστά μου. Κι εσύ περιμένεις να δω την αγάπη στα μάτια σου; Εγώ δε μπορώ να περπατήσω ίσια από την ανασφάλεια και περιμένεις να καταλάβω ότι αυτό το υπέροχο λευκό είναι τα φτερά σου; Εδώ δε μπορώ να κοιτάξω τα πουλιά στον ουρανό να φεύγουν σε σμήνη γιατί τρομάζω, τρομάζω στη σκέψη πως μπορεί μια μερα να ενσαρκωθώ σ'ένα από αυτά. Τότε όμως θα μπορώ να είμαι ελεύθερη, να τραγουδάω γελώντας, να σε βλέπω χωρίς να με αντιλαμβάνεσαι και να συγχρονίζω το κελάηδημά μου με το δικό σου σφύριγμα. Δεν ήμουν από εκείνες που ερωτευμένες καταθλίβονταν στην ιδέα και ζούσαν μόνο για να τις κοιτάξεις. Είμαι απο εκείνες που ερωτευμένες το μόνο πράγμα που θέλουν είναι να κάνουν τον κόσμο γύρω τους χαρούμενο. Εγώ στον ήχο της φωνής σου θα ξυπνούσα από χειμερία νάρκη και στο δικό σου "έλα" θα έμπαινα λαθρεπιβάτης σε βαγόνια προς το άπειρο για να σε βρω κάπου στο πάντα. Εγώ σε σκέφτομαι και νιώθω τον αναπτήρα στην τσέπη μου να με παρακαλά να τον αγγίξω, μόνο για μια φορά , κι ύστερα για δεύτερη και για τρίτη και για όσες φορές τα δαχτυλίδια του καπνού μου θυμίζουν το γκρίζο της σκέψης σου. Εγώ μωρό μου έζησα το θρόισμα του χεριού μου στο δικό σου και πέθανα για να βρίσκομαι κάθε βράδυ στα όνειρά σου.




If I was a flower growing wild and free
All I'd want is you to be my sweet honey bee.

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

dream until, until ...?

Ονειρευόμουν, ονειρευόμουν ότι με κρατούσες, τα χέρια σου τυλίγονταν γύρω από τη μέση μου, κι εγώ ανατρίχιαζα. Ύστερα φιλούσες τη βάση του λαιμού μου και έφευγες. Με βήματα πιο απαλά απ'τον άνεμο. Δεν σ'άκουγα, μα ήξερα πως είχες φύγει. Σε ένιωθα, συνδεομασταν εγκεφαλικά ξέρεις. Μετά ξύπνησα. Ήταν από εκείνα τα όνειρα που δε θέλεις να τελειώσουν, από τα όνειρα που μόλις τελειώσουν ξανακλείνεις τα μάτια σου μήπως και συνεχιστούν. Κι όταν διαπιστώσεις ότι δεν πρόκειται ποτέ πια να συνεχιστούν, πλάθεις τη συνέχεια στο κέφαλι σου, μα ξέρεις ότι δε θα ήταν έτσι η συνέχεια, κι έτσι βαριέσαι, πετάς τις κουβέρτες και σηκώνεσαι να φτιάξεις καφέ. Από τα όνειρα που σου προκαλούν μια επιθυμία να καπνίσεις ένα από εκείνα τα τσιγάρα της σκέψης, από εκείνα τα τσιγάρα που ενώ ρουφάς αναρωτιέσαι και ενώ φυσάς τον καπνό απελπίζεσαι.Μετά σβήνεις ξαφνικά κι αποφασιστικά το τσιγάρο στο σταχτοδοχείο, παίρνεις το παλτό σου και φεύγεις, ξεχνώντας την καφετιέρα στην πρίζα. Ξεκινάς να τρέχεις, φτάνεις στη μεγάλη κατηφόρα, τώρα κόβεις γιατί γλιστράει-έβρεχε πριν. Συνεχίζεις με γρήγορο περπάτημα μέχρι την ανηφόρα, και σε ένα δεκάλεπτο έχεις φτάσει στο πάρκο. Δε διστάζεις να περάσεις μέσα από αυτό, παρόλο που είναι πρωί κι οι άστεγοι ή τα πρεζάκια που διανυκτερεύουν εκεί ίσως να μην έχουν ξυπνήσει ακόμα. Σταματάς βιαστικά σε μια καφετέρια και παίρνεις ένα γαλλικό σκέτο στο χέρι, καθώς θυμάσαι ότι ξέχασες την καφετιέρα στην πρίζα. Βρίζεις χαμηλόφωνα καθώς καίγεσαι με τον καυτό καφέ. Κατεβαίνεις το μεγάλο δρόμο με τα πολλά καταστήματα που ακόμη δεν έχουν ανοίξει όμως κάποιες πωλήτριες αλλάζουν διακόσμηση στις βιτρίνες ενώ δυσανασχετούν μιας κι απεχθάνονται τη δουλεία  δουλειά τους. Στρίζεις δεξιά και βλέπεις το μεγάλο συντριβάνι, προχωράς ευθεία γα λίγη ώρα. Δεξιά σου μια εκκλησία και λίγο πιο κάτω φαίνεται η θάλασσα. Νευριάζεις κι άλλο με τον εαυτό σου που ξέχασες να πάρεις μαζί σου τα ακουστικά σου αφού ανακαλύψεις ότι δε βρίσκονται στην τσέπη του παλτού σου. Μα και να τα είχες πάρει δεν έχεις μαζί σου το κινητό σου, θυμάσαι, καθώς περπατάς στο λιμενοβραχίονα, πάλι, προσπαθώντας να αδειάσεις το μυαλό σου από σκέψεις και να βυθιστείς μόνο στην ηρεμία που προσφέρει το θέαμα της θάλασσας νωρίς το πρωί, μια απαίσια, μουντή, συννεφιασμένη μέρα. Νωρίς το πρωί.Ο καφές σχεδόν τέλειωσε. Πετάς το άδειο φελιζόλ στον επόμενο κάδο. Θυμάσαι μερικά χρόνια πριν που ζωγραφίζατε πάνω στα άσπρα φελιζόλ από τους καφέδες του κυλικείου του λυκείου και γελούσατε μαζί.Κάνει κρύο και ξεκινάει να ψιχαλίζει. Εσύ σχεδόν τρέχεις προς το φάρο. Στη μέση της διαδρομής, στην κυκλική διαπλάτυνση σταματάς και σκύβεις ακουμπώντας τα γόνατά σου. Έχεις λαχανιάσει. Τώρα οι στάλες της βροχής είναι πιο χοντρές. Δεν υπάρχει υπόστεγο κι εσύ δεν προλαβαίνεις να γυρίσεις πίσω. Δακρύζεις και νιώθεις τα δάκρυα να γίνονται ένα με τη βροχή. Θέλεις να φτάσεις στο τέρμα, στο φάρο, ξέρεις ότι αν μαζέψεις δύναμη να ξεκινήσεις θα έχεις την αντοχή να φτάσεις, μα δε βρίσκεις κάτι να σου δώσει την ώθηση να ξεκινήσεις να τρέχεις. Γυρνάς να κοιτάξεις προς τα πίσω, μακριά. Βλέπεις μια ανθρώπινη φιγούρα να πλησιάζει, να περνάει και να φεύγει.

α) Είναι ο εαυτός σου που συνεχίζει να ακολουθεί τη ρουτίνα του ενώ μένει προσκολλημένος στο παρελθόν του.
β) Η φιγούρα σε πλησιάζει, σου ζητάει τσιγάρο, κι εσύ δίνεις. Περπατάτε σιωπηλά δίπλα δίπλα ενώ βρέχει χωρίς να μιλάτε. Γυρνάτε πάλι στην αρχή της διαδρομής κι ο καθένας τραβάει το δρόμο του. Εσύ του έδωσες τσιγάρο κι εκείνος συντροφιά.
γ) Συνεχίζεις την πορεία σου, μέχρι το τέρμα. Σε πλησιάζει όλο και περισσότερο. Αρχικά φοβάσαι. Έπειτα γυρνάς, τον αντικρίζεις. Σε αγκαλιάζει και σε φιλάει απαλά στη βάση του λαιμού σου. Κλαις, ενώ σφίγγεσαι πάνω του. Συνεχίζετε μαζί μέχρι το φάρο, έπειτα πίσω. Ανάβει τσιγάρο και σου το δίνει. Εσύ το πατάς κάτω, με δύναμη, το σβήνεις, το λιώνεις. Κι ύστερα τον φιλάς.

Διαλέγετε την εκδοχή που σας βολεύει.


Καληνύχτα.

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Θα σε πουλήσουν,


Είναι κάποιες φορές που το μόνο που ελπίζεις είναι το εικοσιτετράωρό σου να είχε τριάντα ώρες. Καλά, και εικοσιπέντε θα μου έφταναν πιστεύω.
Και που να δούμε τα χειρότερα σε λίγο καιρό.
Ευτυχώς που υπάρχει κι αυτή η ανυπομονησία που μας γεμίζει ελπίδα κάποιες φορές, κι ευτυχώς που υπάρχει η ελπίδα να μην είναι χαμένες οι ελπίδες μας. Κι ευτυχώς που η ελπίδα είναι στη φύση μας κι έτσι ακόμα και στις χειρότερες καταστάσεις αρκεί να βρεθεί ένα άτομο για να μας δείξει το δρόμο, ένα άτομο να ανάψει στο σκοτάδι το φως ή να διώξει τη χειμωνιάτικη ομίχλη.
Πάντως αυτό που χρειάζομαι εγώ είναι ένα άτομο που θα αυξήσει το εικοσιτετράωρό μου, όπως προανέφερα.

 Εξάλλου, αν γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα. Κι επειδή αν δεν το υπερασπιστείς εσύ ή κάποιος άλλος, το παιδί θα προσπαθήσει και μόνο του.Κι ας ελπίσουμε ότι θα τα καταφέρει!

Καληνύχτα!

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Μιλούσες για το χρώμα της μοναξιάς..

Τα σύννεφα έξω από το παράθυρο μοιάζουν σαν χιονισμένη πλαγιά ή σαν αφρισμένη θάλασσα. Με συμφέρει να σκέφτομαι το δεύτερο, μιας κι η θάλασσα είναι σε κάθε περίπτωση φιλικότερη από το κρύο. Ακόμα κι όταν είναι μανιασμένη, κι όταν σε απειλεί, ή όταν σε καταπίνει -για λίγο ή για πάντα-. Η θάλασσα είναι σαν όλους μας μα και σαν κανένα από μας, είναι σαν άλλο ένα άτομο ανάμεσά μας, μα κατέχει έναν πιο ιδιαίτερο ρόλο. Μπορεί να τη μισείς, μπορεί να τη λατρεύεις, μπορεί να τη σκέφτεσαι και να χαμογελάς, μπορεί να σου φέρνει αναμνήσεις, όμως σε καμία περίπτωση δε θα σου είναι αδιάφορη. Με τους υπόλοιπους ανθρώπους δε συμβαίνει το ίδιο. Οι άνθρωποι φεύγουν κι έρχονται, κι ακόμα κι όταν πιστεύουμε ότι τους έχουμε διώξει μια για πάντα από τη ζωή μας, εκείνοι επιστρέφουν. Και κάποιες φορές μπορούν να κάμψουν τις αντιστάσεις μας πιο εύκολα από όσο θα θέλαμε. Κάποιοι άνθρωποι όμως -είτε τους καταπιεί ή θάλασσα, είτε η χιονισμένη πλαγιά, είτε η άσφαλτος, είτε ο εαυτός τους και οι συνθήκες- δεν ξεχνιούνται, γιατί αγαπήθηκαν. Κι όταν αγαπάς δεν ξεχνάς, γι αυτό και δέχεσαι πίσω όσους νόμιζες πως είχες διαγράψει, γι αυτό οι άνθρωποι ξέρουν τις δυνατότητές τους μαζί σου και αντιλαμβάνονται πως νιώθεις γι αυτούς, ακόμα κι όταν προσπαθείς να το κρύψεις. Ξέρουν αν τους είσαι απαραίτητος, ξέρουν αν τους συμπαθείς ή όχι, και πράττουν ανάλογα. Σήμερα ένας καθηγητής μας είπε ότι ο άνθρωπος είναι σχέσεις. Κι εγώ θα συμφωνήσω. Όλη η αξία μας μπορεί να φανεί σε πολλούς, όμως μόνο όσοι είναι πιο κοντά μας θα την εκτιμήσουν, θα την καταλάβουν. Μόνο οι πιο κοντινοί θα μας επικροτήσουν πραγματικά, θα χαρούν με τη χαρά μας, και θα μας αγκαλιάσουν όταν θα το χρειαζόμαστε. *Η αγάπη, σε κάνει ευάλωτο, ανασφαλή...*. Είναι μνήμες ο άνθρωπος, συμπλήρωσε...Κι όνειρα, συμπληρώνω εγώ. Και γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή αυτό μένει από εμάς, οι σχέσεις -τα όσα νιώσαμε, τα όσα ένιωσαν οι άλλοι για μας, όσοι μας βοήθησαν κι όσοι βοηθήθηκαν κι έμαθαν από εμάς- οι μνήμες -όσα ζήσαμε, όσα καταφέραμε, και το χαμόγελό μας ή τα χαμόγελα που εμείς προκαλέσαμε- και τα όνειρα - όσα καταφέραμε, όσο θελήσαμε, όσα υλοποιήσαμε κι όσα δεν προλάβαμε-.

Όσο κι αν απ'το ένα παράθυρο βλέπω τη λευκή καταχνιά, τα σύννεφα.., από το άλλο βλέπω ένα μέρος της πόλης που ποτέ δεν παύει να ζει, ποτέ δεν κοιμάται, ποτέ δε σβήνει. Σαν τη ζωή. Μπορεί να σβήσει, να χαθεί στην καταχνιά, όμως αυτό δε σημαίνει ότι θα σταματήσει να υπάρχει ο κόσμος. Δυστυχώς ή ευτυχώς;


Νομίζω ότι πρέπει να σταματήσω τις παρομοιώσεις. Και πρέπει να σταματήσω να αναμασάω τα ίδια. Όμως τι να κάνουμε, όλα μέσα στη ζωή είναι, ειρωνία...

Καλό μεσημέρι:)

Υ.Γ. Να μη μιλάς γι αυτά που ούτε στο τόσο δεν αγγίζεις,διάβασα κάπου.

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

θέλω τη μέρα που θα φύγεις,

Ήταν λες και το πόδι του είχε κολλήσει αποφασιστικά στο γκάζι. Οι πινακίδες διαδέχονταν ακατάπαυστα η μια την άλλη, όμως εκείνος δε σταματούσε, δεν έστριβε. Προχωρούσε ευθεία. Ώρες πίσω του η Λυόν. Μέχρι που έφτασε στο τέλος του εθνικού, έπρεπε να διαλέξει. Δεξιά για Μονπελιέ κι αριστερά για Μασσαλία. Έκλεισε τα μάτια για κλάσματα του δευτερολέπτου. Άφησε τον εαυτό του ελεύθερο. Το τιμόνι έστριψε σχεδόν μόνο του δεξιά. Μονπελιέ. Δεν είχε ξαναπάει εκεί. Είχε δει όμως πολλές φορές αγώνες της ομώνυμης ομάδας στην τηλεόραση. Είχε δει πολλά στην τηλεόραση, κι άλλα τόσα στο δρόμο. Το πόδι του παρέμενε κολλημένο στο γκάζι. Η γύρω περιοχή ήταν απογυμνωμένη από δάση, έτσι ήταν γενικά ο γαλλικός νότος. Νότος. Το μυαλό του έκανε δυο συνειρμούς ταυτόχρονα. Έτσι δαιδαλώδες ήταν πάντα το μυαλό του. Νότος.καλοκαίρι,αναμνήσεις,παρέα,φίλοι,νεότητα,ανεμελιά,συναυλίες,διάβασμα,διακοπές,ταξίδια,γέλια,γέλια πολλά,κρασί και τάβλι και καφές μέτριος...Ήταν λες κι εστίαζε ολοένα και πιο συγκεκριμένα. Νότος. Όπως νόστος. Όχι δεν ήθελε να γυρίσει πίσω, δε μπορούσε να γυρίσει πίσω. Είχει υποσχεθεί στον εαυτό του καινούρια αρχή. Μόνο δυο τρία πράγματα είχε κρατήσει από την παλιά του ζωή, κι αυτά δεν ήταν πράγματα. Ήταν αναμνήσεις απ'αυτές που χαράσσονται βαθιά, επιθυμίες ανικανοποίητες,απωθημένα, και τύψεις. Προς τι οι τύψεις; ρωτούσε ο άλλος του εαυτός...Μα εκείνος απέστρεφε το βλέμμα, δεν είχε όρεξη για εσωτερικούς μονολόγους. Ήταν εξαντλητικοί, κι εκείνος είχε δρόμο πολύ ακόμα μπροστά του. Προς τι οι τύψεις; ρώτησε ξανά ο άλλος του εαυτός. Εκείνος πάτησε το πλήκτρο της αναπαραγωγής στο σιντί. Δεν είχε όρεξη για γαλλική μουσική τώρα. Ήθελε κάτι δικό του...δικό του. Προς τι οι τύψεις; τώρα άκουγε τη φωνή της στο αυτί του, να ψιθυρίζει, με ένα τόνο ειρωνικό,πληγωμένο και γλυκό ταυτόχρονα. Προς τι οι τύψεις αγάπη μου; 
Σταμάτα. Ήθελε να φωνάξει εκείνος. Σταμάτα. Οι τύψεις..οι τύψεις, κοριτσάκι, είναι γιατί δε μπόρεσα να κρατήσω τον εαυτό μου. Γιατί δεν ήθελα να είσαι δική του ή του οποιοδήποτε. Γιατί σε ήθελα για μένα και μόνο. Και τόλμησα, σε διεκδίκησα, σε κατέκτησα, μέχρι που μου παραδόθηκες ολοκληρωτικά. Μέχρι που κατείχα το σώμα, την ψυχή, το πνεύμα και τη σκέψη σου. Μέχρι που κατέκτησα το είναι σου. Αλλά μετά με φόβησε. Με φόβησες. Με φόβησε το να ξέρω ότι θα μπορούσα να σε πληγώσω όποτε ήθελα. Ήξερα ότι κι εσύ το ίδιο θα μπορούσες να κάνεις. Όμως..Όμως εσύ δε θα το έκανες. Γι αυτό ένιωσα ότι δε θα χάσω τίποτα αν δοκίμαζα τη δύναμή μου. Κι έτσι σε πλήγωσα, χειρότερα απ'τον καθένα. Εγώ, πρώτα σε κατάκτησα ολοκληρωτικά, ύστερα σ'αγαπησα πραγματικά και τέλος σε έκαψα, αγάπη μου, η φωτιά της αγάπης σου έκαψε τον κόσμο μου, ολοσχερώς. Γι αυτό έφυγα. Ίσως κι η φυγή μου να ήταν αυτή που σε κατέστρεψε. Δεν ξέρω πότε έριξα το πρώτο σπίρτο. Τώρα φεύγω. Έφυγα. Σ'άφησα. Δε σε δοκιμάζω. Ξέρω ότι οι μεγάλοι έρωτες σαν τον δικό μας δεν είναι για δοκιμές. Είναι για τα άκρα. Κι επειδή έφυγα εσύ θα θυμώσεις, θα ξεσπάσεις, θα κλάψεις και θα το ξεπεράσεις. Εσύ θα αναγεννηθείς απ'τις στάχτες σου κι εγώ θα ξαναφυτέψω την καμμένη πλαγιά μου.
Το αυτοκίνητο κατάπινε τα χιλιόμετρα κι η μουσική κατάπινε το ατοκίνητο, κι ύστερα όλα μαζί κατάπιναν εμένα. Ήμουν στο Μονπελιέ. Δυο ώρες μετά έβγαινα από το δωμάτιο του ξενοδοχείου. Είχα ξεμείνει από καπνό. Κι εσωτερικός μονόλογος χωρίς καπνό δεν υφίσταται. Έπεσα πάνω της στο διάδρομο. Βγήκε από την απέναντι πόρτα. -Ποια είσαι; τη ρώτησα κοκαλωμένος. -Αυτή που δε θα σε αφήσει να τη διαλύσεις. Αυτή που λάτρεψε τη φωτιά αντί να την πολεμήσει..Αυτή που έκανε τη φωτιά ένα με το είναι της, μου απάντησε κι ύστερα έσπρωξε την πόρτα του δωματίου μου. Έκλεισε δυνατά την πόρτα πίσω της καθώς με έριχνε στο κρεβάτι. Έβγαζε τα ρούχα μου κι ήταν σαν να πετούσαν πάνω μου σπίρτα αναμένα κι εγώ να ήμουν αλειμένος με πετρέλαιο. Άναβα, όλο και πιο πολύ. Κι εκείνη χαιρόταν, ήταν λες και τα μάτια της πετούσαν τις φλόγες που με κατέκλυζαν. Ήταν λες και τα χείλη της όταν ακουμπούσαν τα δικά μου μετέδιδαν αέρα καυτό που δε μ'άφηνε ν'αναπνεύσω, έπαιρνε όλο μου το οξυγόνο εκείνη για να συνεχίσει να παράγει τη φωτιά της. Έπειτα ήμουν μέσα της. Μέσα στο σώμα, στο μυαλό, στην ψυχή της ξανά. Κατέκλυζα κάθε μόριό της κι εκείνη κάθε δικό μου, μα εκείνη μ'έκαιγε. Διψάω, ψιθύρισε σιγανά δίπλα στ'αυτί μου, κι ήταν λες και έκαιγα ακόμα περισσότερο εγώ. Μα βέβαια, με τόση φλόγα που τροφοδοτούσε και πετούσε σ'εμένα πώς να μη διψάσει; Έτσι κι εγώ της πρόσφερα το μοναδικό πράγμα που μπορούσα. Αφού την κατέστρεψα, αφού την έκαψα κι εκείνη μπόρεσε κι έσβησε τον εαυτό της, κι ύστερα κατάφερε να κάψει εμένα, έπρεπε να σβήσω και τους δυο μας, έπρεπε. Μπορούσαμε να λυτρωθούμε, το ήξερε, γι αυτό ήρθε, γι αυτό τα κατάφερε. Κι έτσι την ξεδίψασα, έτσι έσβησα όλοι τη φωτιά της, έτσι μας έσβησα και τους δυο κι εκείνη ούρλιαζε καθώς το δικό μου νερό έσβηνε τη φωτιά της. Κι όταν οι θερμοκρασίες μας εξισώθηκαν κι εγώ βγήκα απ'το σώμα της, ήξερα ότι δεν είχα βγει από την ίδια. Ήξερα ότι ήμουν, είμαι και θα είμαι τα πάντα. Όμως τώρα πια πιο πολύ θα είναι εκείνη η φωτιά κι η καταστροφή μου κι εγώ θα είμαι το νερό της. Ίσως και να τα καταφέραμε, πού ξέρεις..Ίσως και να'μαστε κι οι δυο πια ίσοι ... Πάντως συμπληρωμένοι είμαστε σίγουρα.


Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Διάφανες διαφωνίες

- Θα βρέξει.
- Δεν νομίζω, δεν έχει καν σύννεφα.
-Ξεχνάς ότι είμαστε σε διαφορετικά μέρη; Διαφορετικές πόλεις, και μάλιστα πόλεις που απέχουν αρκετά μεταξύ τους!
Μα αυτό είναι το θέμα, σκέφτηκε. Ότι οι άνθρωποι αναγκαστικά χωρίζονται, τραβούν διαφορετικούς δρόμους. Φεύγουν για να προσαρμοστούν αλλού, να γνωρίσουν άλλα άτομα κι άλλα μέρη, κι έτσι πρέπει, γιατί αυτό είναι η ζωή, το ταξίδι. Γέμισε ένα μικρό βαζάκι με νερό και σκεφτόταν τι χρώμα να το βάψει. Τελικά το άφησε έτσι όπως ήταν, διάφανο, διαυγές, διφορούμενο. Απ'τη μια ξεκάθαρο, χωρίς μυστήρια. Απ'την άλλη το διάφανο αποτελούσε από μόνο του ένα μυστήριο. Έτσι είναι όλα τα νοήματα στη ζωή, σαν του χρησμούς της Πυθίας, διφορούμενα. Εμείς επιλέγουμε πως θα τα εκλάβουμε, εμείς επιλέγουμε πως, γιατί κι υπό ποιες συνθήκες θα τα αποκρυπτογραφήσουμε. Εμείς επιλέγουμε τι θα πιστέψουμε. Κι έτσι ξέρουμε ότι κρατάμε τη ζωή μας στα χέρια μας, νομίζουμε...Την ελέγχουμε, νομίζουμε. Δεν υπάρχει τύχη, ή πεπρωμένο για εμάς, αυτές είναι έννοιες αόριστες, εμείς πραγματοποιούμε τις επιλογές μας, νομίζουμε. Κι έτσι είναι. Απλά υπάρχει ένας αστάθμητος παράγοντας, τα συναισθήματά μας. Κι είμαστε τόσο κυκλοθυμικοί. Τη μια χανόμαστε στη μελαγχολία μας, την άλλη στα νεύρα μας, κι ίσως κάπου κάπου στη χαρά μας, μέχρι να ξαναβρεθούμε μόνοι μας μπροστά στο διάφανο αυτό βαζάκι της ζωής, να το κοιτάμαι γονατιστοί και ν'αναρωτιόμαστε τι χρώμα να του ρίξουμε μέσα. Μέχρι που κάποια στιγμή το λεπτό κρύσταλλο θα σπάσει και το υγρό θα γίνει ένα με το δάπεδο, και διαφανές καθώς θα -γιατί ποτέ δεν προκλαβαίνουμε τελικά να το χρωματίσουμε- είναι θα το χάσουμε μια για πάντα. Θα εξαφανιστεί αφήνοντας ίχνη ανύπαρκτα, ίχνη άυλα, ίχνη που μόνο εμείς αντιλαμβανόμαστε, γιατί θυμόμαστε το βαζάκι. Θα μιλάμε σε όλους γι αυτό, θα λέμε "Ξέρεις, όταν ήμουν μαθήτρια" , "Όταν ήμουν φοιτητής", "Όταν πήρα ένα τυχαίο λεωφορείο..","Όταν έγραψα ένα βιβλίο...","Όταν φίλησα την τάδε..","Όταν γέννησα το γιο μου" περιγράφοντας τόσο λεπτομερώς τη σύσταση του διάφανου υγρού. Θα θυμόμαστε τη γεύση, την οσμή, την αίσθηση του κάθε υλικού, μα ποτέ δε θα'μαστε σε θέση να το φτιάξουμε εμείς. Ούτε βέβαια να το μαζέψουμε, γιατί το βαζάκι θα'χει σπάσει, και τα υγρά δεν έχουν καθορισμένο σχήμα, παίρνουν το σχήμα του δοχείου που τους διατίθεται. Θα διασκορπιστεί, λοιπόν, το διάφανο εκείνο υγρό, παντού γύρω μας, κι εμείς θα το ψάχνουμε στα τυφλά. Όμως δε θα το βρούμε ποτέ, γιατί πάντα ψάχνουμε με τα μάτια και ποτέ με την καρδιά.

-Πρέπει να βγω.
-Κι εγώ, έχω διάβασμα.
-Γεια.
-Τα λέμε.
Κάποτε, κάπου, κάπως, με κάποιους ή χωρίς. Απλά, να, θα 'θελα να ξέρω ότι δεν προσπαθώ μόνο εγώ γι αυτό.


Υ.Γ. Θα πάω θα πάω θα πάω θα πάω. Ζήλεια!

Υ.Γ.2. Έχε το νου σου να παραλάβεις ένα φάκελο αύριο-μεθαύριο.

Καλό απόγευμα :)


Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

Οπτασίες (κι ένα μπλογκ δύο χρόνων!)

Έτρεχε σ'ένα λευκό διάδρομο. Οι τοίχοι ήταν λευκοί, τα πλακάκια και το ταβάνι το ίδιο. Εκείνη φορούσε ένα φόρεμα κόκκινο, μέχρι το γόνατο, αέρινο, και τα μάτια της ήταν δεμένα με μια κορδέλα μαύρη. Δεν έβλεπε, μα και να τα άνοιγε δε θα'βλεπε μέσα στη λαμπερή μονοτονία του λευκού. Διένυε χιλιόμετρα λευκής έκτασης καθημερινά. Ήξερε ότι απ'την ανατολή έως τη δύση θα προλάβαινε να διανύσει το λευκό διάδρομο. Απ'την ανατολή έως τη δύση του ήλιου. Απ'την αρχή ως το τέλος του διαδρόμου. Και την νύχτα η αντίθετη πορεία. Απ'το πέρας πάλι πίσω στην αρχή. Απ'τη δύση στην ανατολή, ξημέρωσε. Όμως ο διάδρομος δε μαύριζε τη νύχτα, παρέμενε λευκός. Γι αυτό προτιμούσε να διανύει διαδρόμους αντί για δρόμους, να αγγίζει τοίχους αντί για ανθρώπους, να 'ναι όλα γύρω της λευκά κι αυτή να βλέπει μαύρα αντί να 'ναι όλα κατάμαυρα κι αυτή να τα νομίζει ως άσπρα. Χίλιες φορές ντυμένη κατακόκκινα -να αντιτίθεται και να ξεχωρίζει- απ'ότι να 'ταν στα μαύρα ή στα λευκά. Δεν υπήρχαν άλλα χρώματα, μόνο το λευκό, το δέρμα της, το μαύρο, τα μαλλιά της, το κόκκινο τα ρούχα της. Πάντα αυτά τα χρώματα υπήρχαν, μόνο που να, κάποτε άσπρα ήταν τα όνειρά της, μαύρη η ζωή της, και κόκκινη η ίδια, ματωμένη, πληγωμένη. Κι όμως, μπόρεσε να σηκωθεί ξανά.Ίσως να'ταν καλύτερα να μην είχε σηκωθεί ποτέ αν ήταν να φοβάται. Τώρα τριγυρνάει μόνη σε ένα λευκό διάδρομο κάθε μέρα για να νιώθει ζωντανή. Ξαφνικά το λευκό θάμπωνε. το μαύρο στα μάτια της θάμπωνε. Ένιωθε το φόρεμα να θαμπώνει κι αυτό να γίνεται ροζ, ύστερα πιο απαλό, κι ακόμα πιο απαλό και τέλος πάλλευκό, κι εκείνη να χάνεται, να απορροφάται από το άσπρο όπως και κάθετι άλλο.

-Δε θα καταφέρει να βγάλει το βράδυ, πρέπει να αποφασίσετε αν θα δωρίσετε τα όργανά της.
-Πάρτε ότι θέλετε. Μόνο τα όνειρά της αφήστε μου, μόνο τις σκέψεις και τις αναμνήσεις της, τα συναισθήματά της. Εγώ αυτά θέλω. Κλείστε τα σ'ένα από εκείνα τα λευκά κουτιά με τους κόκκινους σταυρούς και μεταφέρτε τα επειγόντως εκεί που οι άνθρωποι έχουν χάσει κάθε ελπίδα, κάθε ίχνος καλοσύνης κι ονείρου. Τα δικά της θα φτάσουν για όλους.

 

Κι αν θες να δεις τ'αληθινά να καίνε πρέπει στο ύψος της φωτιάς ν'ανέβεις!

Το μπλογκ έκλεισε αισίως δύο χρόνια, δίπλα μου ή μάλλον μαζί μου, ή μάλλον μέσα μου και παντού στη ζωή μου. Τις τελευταίες ημέρες σκεφτόμουν σοβαρά να το κλείσω, όπως με πιάνει ανά περιόδους, αλλά να'ναι καλά ο Β*. Ευχαριστώ όσους διαβάζουν τα κείμενά μου γιατί όπως και να το κάνουμε με κάνει να χαμογελώ το γεγονός ότι σε κάποιους αρέσει ο τρόπος που εκφράζομαι. Ωστόσο σκοπός μου παραμένει να είναι να εκφραστώ και μόνο, και να ξεσπάσω. Γι αυτό μπορεί να μην απαντάω στα σχόλιά σας τελευταία, ωστόσο θα φροντίσω να το διορθώσω αυτό. Καθυστερημένα καλό μήνα, και καληνύχτα. Βροχοποιός.


Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Είσαι το πιο λευκό χρώμα απ'τις σκέψεις μου.

Η Βιολέττα ήταν γενικά νευρικό άτομο. Δάγκωνε το κάτω χείλος της όταν ένιωθε αμηχανία. Έκανε έντονες κινήσεις με τα χέρια της όταν μιλούσε. Μιλούσε πολύ. Γελούσε με όλο της το είναι. Αυτοσαρκαζόταν κι έκανε τους άλλους να γελούν. Έκανε τη χαζή μα ήταν έξυπνη. Με τον όρο χαζή δεν εννοώ κάτι που σε απωθεί, κάτι ψευτοναζιάρικο. Ούτε χαριτωμένο ήταν, ήταν απλά αστείο, σε έκανε να απογοητεύεσαι από τις παιδιάστικες απορίες της αλλά χωρίς να θυμώνεις. Κάποιες μέρες σκεφτόταν πολύ. Νομίζω ότι της έκανε κακό να σκέφτεται και να υπεραναλύει καταστάσεις, τη μελαγχολούσε. Ένα ήρεμο βράδυ Κυριακής, λοιπόν, ενώ περπατούσε στους έρημους, μα κατάφωτους δρόμους της πόλης, βρήκε ένα χαρτάκι κολλημένο σε μια στάση λεωφορείου με λίγες γνώριμες λέξεις γραμμένες πάνω, με μελάνι μπλε και γράμματα τακτοποιημένα, προσεγμένα, μα όχι καλλιτεχνικά ή περίτεχνα. Αν θέλεις να με βρεις να παίζεις, να νιώθεις, να ζεις. Αν πάλι δε μπορείς μη φύγεις, μη χαθείς. Ξεκόλλησε το χαρτάκι, κάθισε στο πεζοδρόμιο στηρίζοντας το κεφάλι στα χέρια της κι ένιωσε εικόνες να την κατακλύζουν. Εκείνη η συναυλία ένα χρόνο πριν, είχε ακούσει αυτό το τραγούδι ζωντανά, είχε μαγευτεί πραγματικά. Και τώρα έπρεπε να αποφασίσει...Θα συνέχιζε να παίζει, να νιώθει και να ζει; Ή θα επέτρεπε στις σκέψεις της να την κυριεύσουν, να την κάνουν να λυγίσει, να δακρύσει; Σηκώθηκε ψύχραιμα, περπάτησε ευθεία μπροστά, αποφεύγοντας τις γραμμές στόκου ανάμεσα στις πλάκες του πεζοδρομίου, τσαλάκωσε το χαρτάκι και το έριξε στην ανακύκλωση. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε να περπατάει παίζοντας με τούφες των μαλλιών της, νιώθοντας μια ανακούφιση κι ένα ευχάριστο αίσθημα να την πλημμυρίζουν και έχοντας αποφασίσει να ζήσει τη ζωή της αντιμετωπίζοντας οποιαδήποτε πρόκληση. Είχε πάρει τις αποφάσεις της, δε θα άφηνε τη ρουτίνα να την καταπιεί και θα σταματούσε να αναπολεί τόσο συχνά στιγμές περασμένες. Χαμογέλασε και πάτησε μια γόπα κάποιου περαστικού που φώτιζε ελαφρά πεταμένη στο δρόμο, όπως είχε πατήσει τόσο καιρό κάθε συναίσθημά της πραγματικό, όπως είχε συμπιέσει κάθε επιθυμία της για να χωρέσει στην καθημερινότητά της.


Καληνύχτα!

Κυριακή 8 Ιουλίου 2012

Συμβιβάζεσαι, αυτό κάνεις όσο περνάει ο καιρός.

-Μα είναι πέντε το πρωί, ποιος ο λόγος να με ξυπνήσεις από τώρα; Και να απαιτείς και να σηκωθώ από το κρεβάτι μου!
-Πρώτον, είναι κρεβάτι μου, και δεύτερον σήκω αυτή τη στιγμή, πρέπει να δεις κάτι!
Σηκώθηκε βιαστικά παίρνοντας το γαλάζιο σεντόνι μαζί της και άνοιξε την πόρτα του μπάνιου.
-Δεν προλαβαίνουμε κοριτσάκι, έλα πρέπει να φύγουμε!
Εκείνη άρχισε να ψάχνει τα ρούχα της από το προηγούμενο βράδυ και ξαφνικά της φάνηκε γελοίο να πρέπει να πάει στο κάπου πρωινιάτικα με τακούνια κι ένα σέξυ μαύρο βραδινό φόρεμα, κι έτσι έβαλε απλά ένα λευκό κοντομάνικο μπλουζάκι και μια βερμούδα του, φορεμένα ήδη, ποτισμένα ιδρώτα.
-Βάζε κανένα πλυντήριο που και που! 
Τον ακολούθησε στο κλιμακοστάσιο κλείνοντας την πόρτα πίσω της και ξεκινώντας να ανεβαίνει τις σκάλες.
-Μα πού πάμε; Το καλό που σου θέλω μη με βάλεις να απλώνω ρούχα στην ταράτσα πρωινιάτικα, είπε τρίβοντας τα μάτια της.
Την τράβηξε από το χέρι και την έφερε κοντά του. Από την ταράτσα της πολυκατοικίας φαινόταν ένα τόσο μεγάλο μέρος της Αθήνας που ξυπνούσε. Κι εκεί, τη στιγμή που εμφανίστικε η πρώτη ακτίνα φωτός, το πήρε απόφαση, έπρεπε να της πει εκείνη την πρόταση που είχε κυριεύσει τόσο καιρό το μυαλό του, εκείνη την επιθυμία που δεν τον άφηνε να σκεφτεί τίποτα άλλο βδομάδες ολόκληρες!
-Θέλω να γυρίσω στο Ηράκλειο. Και θέλω να έρθεις μαζί μου. Σε λίγες μέρες παίρνεις πτυχίο, δεν υπάρχει λόγος να μείνουμε εδώ.
-Καλά και γιατί με έφερες εδώ πάνω πρωινιάτικα για να μου πεις αυτό ; Κατ'αρχάς θέλει συζήτηση και οργάνωση το όλο θέμα, επίσης δε μπορούμε να τα αφήσουμε όλα εδώ και απλά να φύγουμε και να γυρίσουμε στο Ηράκλ~
Την έκοψε καθώς τη σήκωνε στα χέρια του και άρχισε να στριφογυρνάει.
-Μπορούμε αρκεί να το θέλεις, κι αν δε θέλεις απλά θα σε πετάξω στο δρόμο.
Άρχισε να τη γαργαλάει κι εκείνη τσίριζε, τσίριζε, τσίριζε...
~
-Βιολέττα! Με ακούς ; Ηρέμησε! Ένας εφιάλτης ήταν, τώρα πέρασε. Όλα είναι εντάξει.
-Όχι δεν ήταν, ήταν ένα υπέροχο όνειρο, Μάρκο.
- Καλά εντάξει, πρέπει να φύγω για τη δουλειά γιατί μετά θα πιάσει κίνηση. Καλημέρα!
Είπε κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

Η Βιολέττα σηκώθηκε αργά, τύλιξε το γαλάζιο σεντόνι γύρω της και βγήκε στο μπαλκόνι κοιτάζοντας μόνη την ανατολή..

Πέμπτη 10 Μαΐου 2012

Αριθμοί οξείδωσης των στοιχείων της ζωής.


Θα ήταν κάτι σαν απολογισμός, αλλά τελικά όχι, θα είναι απλά μια δυο φράσεις.
Είχα καιρό να νιώσω το συγκεκριμένο είδος προσοχής στραμένο πάνω μου - ξέρεις, αυτό που όλοι τραγουδούν και μετά φωνάζουν ευχή, ευχή- , δηλαδή εντάξει μάλλον παραπάνω από χρόνο. Ίσως παραπάνω κι από δύο χρόνια. Απλά τρομάζω με τις εξετάσεις που έρχονται και με τη συνειδητοποίηση ότι ο καιρός περνάει. Φεύγει κι εμείς φιλοσοφούμε και ψάχνουμε νοήματα αντί να ζούμε. Χρόνια μου πολλά λοιπόν. Μακάρι να αρχίσω να ζω πιο αυθόρμητα και να μην υπεραναλύω καταστάσεις.





Κυριακή 6 Μαΐου 2012

Είναι η πόλη της νύχτας

Η κάθε φωνή πατάει γερά στη νότα της και το κάθε σώμα γερά κι αποφασιστικά στο ξύλινο βάθρο.
Οι προβολείς γυρίζουν και νιώθεις τον ιδρώτα σου να τρέχει.
Ζέστη, πολυκοσμία, φασαρία. 
Και ξεκινάει ο γνώριμος ήχος, οι φωνές ξεκινούν συγχρονισμένες...
Oh light, the heart, that lingers in Merano, Merano, The Spano, connesseur of spas would miss-so healthy-is mental and physical bliss.
~
Μη μιλάς για πράγματα που δεν έχεις γνωρίσει, μηδενίζεις την αξία τους. Μη μου λες για αγάπη όταν έχεις νεύρα, ή για μοναξιά όταν εθελοτυφλείς. Μη μιλάς για δημοκρατία όταν μπαίνουν οι χρυσαυγίτες στη βουλή με τις ευλογίες σου και προπάντων μην υπερασπίζεται θέσεις που πρωτύτερα δε γνώριζες για να δείξεις πόσο ψαγμένος είσαι. Και τέλος, μην απαγορεύεις στους άλλους αυτά που επέλεξαν και μη στερείς αυτά για τα οποία πάλεψαν. Μη χρησιμοποιείς αυτές τις αρνητικές προστακτικές. Μόνο καταφάσεις από εδώ και πέρα, προστακτικές παντού. Ξύπνα, σκέψου, μίλα, πράξε, διάβασε, πάλεψε, κατάκτησε, βρες. Κανείς δε σε προειδοποιεί όμως για τις επακοόλουθες απόρροιες, τα παραπρο'ι'όντα, τους μέλλοντες εκείνους της οριστικής, που ηχούν συνοπτικοί κι αποδεικνύονται πιο διαρκείς κι απ'τη θύμηση του χρώματος με το οποίο έβαψες μια μέρα. Θα σε σταματήσουν, θα λησμονήσουν, θα σε αγνοήσουν, θα χάσεις. Και πάλι η προστακτική κάποιου άλλου, χάσε, χάσε, χάσε. Φύγε, τρέχα, γύρνα πίσω και πάλι φύγε.
~
Μου είχε λείψει η θάλασσα...Η μυρωδιά, ο ήχος της, η αίσθηση που σου προκαλεί. Χαλάλι κι η εικοσάλεπτη διαδρομή με το λεωφορείο, χαλάλι και το όλο overcrowded θέμα εκεί, σαν σαρδέλες πραγματικά, όπως και στην παραλία. Άσε που πήγαμε τη χειρότερη ώρα, γύρω στις μία. Και πάλι χαλάλι...Ακόμα κι η αναμονή για το λεωφορείο του γυρισμού με διάρκεια σαράντα λεπτών. Ήταν καταπληκτικά, έτσι όπως θα είναι και το καλοκαίρι*
~

Όλο και πλησιάζει αυτή η ημερομηνία, δέκα. 
Και μετά κι άλλος αριθμός, δεκαέξι.
Τρομάζω.
Καληνύχτα.


Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Ανοιξιάτικο*

-Γιατί φέυγεις;
-Με ενοχλούσε η μυρωδιά.
-Η δική μου μυρωδιά;
-Η μυρωδιά του τσιγάρου, δηλαδή ναι, η δική σου.
- Εμένα πάλι η δική σου με τρελαίνει.
-Ναι, οσμή σαν λασπωμένου χώματος και βρεγμένου γρασιδιού;
-Καλά το πας. Κάτι πολύ φθινοπωρινό σαν το βρεγμένο χώμα και τη μυρωδιά της γης που αναγεννιέται, αλλά και κάτι ανοιξιάτικο μαζί, σαν τη μυρωδιά των άσπρων τριανταφύλλων.
-Μα τα άσπρα τριαντάφυλλα ούτε μυρίζουν, ούτε είναι όμορφα σαν τα κόκκινα.Τα κόκκινα είναι τα λουλούδια του έρωτα, του πάθους.
-Μα τα άσπρα είναι για όσους μπορούν να δουν την ομορφιά σε κάθε τι, για όσους δεν νοιάζονται για το περιτύλιγμα, για όσους δεν είναι επιφανειακοί. Και κυρίως για όσους διαθέτουν αυτή την υπεροχή που σε καθηλώνει χωρίς να έχουν επίγνωση της επίδρασης που ασκούν πάνω σου. Θα μείνεις λίγο ακόμη;


Καληνύχτα.

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

ξεχαρβαλωμένες κιθάρες, ίσως.

Με αφορμή μια εργασία στο μάθημα των Κειμένων Νεοελληνικής λογοτεχνίας θα ήθελα να παραθέσω εδώ κάποια μελοποιημένα ποιήματα του Καρυωτάκη που αποτελούν γνωστά σύγχρονα τραγούδια και μου άρεσαν ιδιαίτερα.

Είμαστε κάτι- Θηβαίος   (είναι ωραία και η εκτέλεση της Μαρίζας Κωχ)

Θα ήθελα να προσθέσω πολλά τραγούδια ακόμα είναι η αλήθεια, αλλά λέω να μη σας κουράσω.
Κι από αύριο επιστροφή στο σχολείο, μετά τη δεκαπενθήμερη διακοπή για τον εορτασμό του Πάσχα.

Πολλή φιλοσοφία αυτές τις μέρες γενικά.

Θα κλείσω αυτή τη σύντομη ανάρτηση με ένα από τα αγαπημένα μου αποφθέγματα του Βίκτωρ Ουγκό. 

"Η ολοκληρωμένη ποίηση βρίσκεται στην αρμονία των αντιθέτων".

Νομίζω ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει και στη ζωή μας. Οποιοδήποτε συναίσθημα ανάμεσα σε δύο άτομα για να είναι ολοκληρωμένο, αν ορίζεται αυτό που λέω, πρέπει να έχει μία αντίθεση. Τα πάντα πρέπει να έχουν μία αντίθεση, εξάλλου αυτή δίνει όλο το χρώμα σε μία κατάσταση. Ακόμα και στην αντίθεση άσπρου-μαύρου υπάρχει χρώμα. Ενώ στο σκέτο άσπρο ή στο σκέτο μαύρο υπάρχει μόνο ένα χαώδες κενό.

Καλό απόγευμα:)