Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

Αθήνα, ένα βροχερό σαββατοκύριακο του Νοέμβρη, 2014

Αθήνα, ένα βροχερό σαββατοκύριακο του Νοέμβρη, 2014.

Άκουγα τους γνώριμους στίχους του welcome tone, της... "It's my life" των Bon Jovi και σκεφτόμουν ότι 4 χρόνια περίπου έχει παραμείνει ίδιος ο ήχος που με κάνει να νευριάζω μαζί της όταν δε σηκώνει το τηλέφωνο, όταν επιτέλους αποφάσισε να απαντήσει.
-Έλα Μάρσυ, είμαι με την Ηλέκτρα και περιμένουμε τα κορίτσια και το Γιάννη στο σταθμό. Φτάνουν με το τρένο σε ένα τέταρτο περίπου. Κατά τις δώδεκα θα περάσουμε απ'το σπίτι σου, μαζί και με την Καλλιόπη, να πάμε για κανένα ποτό σ'αυτό το ωραίο μαγαζί με τη τζαζ που ανακαλύψαμε πριν καμιά βδομάδα! Όλα έτοιμα για την έκπληξη;
- Ωραία, θα ενημερώσω και τα παιδιά. Τώρα είναι εδώ ο Ορέστης κι ο Νίκος αλλά δε νομίζω να έρθουν μαζί μας το βράδυ, αν και με βοήθησαν να φτιάξουμε την τούρτα και το σπίτι για να είναι έτοιμα για την έκπληξη όταν φτάσει η Ηλέκτρα και πριν βγούμε.
-Όλα ρολόι, λοιπόν. Μίλα με το Μπιλλ και το Γιάννη-ισχύει η συνεννόησή μας. Φιλιά!
 Κι ο ήχος τουτ τουτ, της γραμμής που κλείνει. Χαμογελάω αυθόρμητα.
- Μαρμαρ εμείς λέμε να πηγαίνουμε μιας και θα περάσουν η Λίλυ και τα κορίτσια για ταινία απ'το σπίτι και πρέπει να συγυρίσουμε λίγο, μην είναι σαν βομβαρδισμένο. 
-Ευχαριστώ για τη βοήθεια παιδιά, αν θέλετε περάστε το βράδυ, ίσα να πείτε χρόνια πολλά στην Ηλέκτρα.
Τους αγκαλιάζω πριν φύγουν για το απέναντι διαμέρισμα, κλείνω την πόρτα πίσω τους και δυναμώνω τη μουσική . Αποκοιμιέμαι στον καναπέ αγκαλιά με το βιβλίο μου, χωρίς να το καταλάβω, κούραση ημερών. Μου φάνηκε ότι ήταν δύο δευτερόλεπτα μετά όταν χτύπησε το θυροτηλέφωνο. Ξύπνησα πανικόβλητη. Εντεκάμισι έδειχνε το ρολόι, και δεν είχα κάνει καν μπάνιο! Άνοιξα στο Μπιλλ και το Γιάννη και τους έδειχνα βιαστικά τι πρέπει να ετοιμάσουν ακόμα. Έτρεχα να κάνω μπάνιο και να ετοιμαστώ φωνάζοντας οδηγίες ... "Πάρτε τη Σοφία τηλέφωνο και πείτε της να προσπαθήσει να αργήσει λίγο!".
-Ψιτ, όλα βρίσκονται υπό έλεγχο, χαλάρωσε λίγο.
Δώδεκα ακριβώς. Ο ήχος των τακουνιών μου τους κάνει να γυρίσουν καθώς βγαίνω απ'το δωμάτιο και συνειδητοποιώ ότι τα πάντα είναι τέλεια. Ο Γιάννης γελάει βλέποντας τα τακούνια, θυμόμαστε μια συζήτηση πανω στο θέμα, δύομισι χρόνια πριν. 
Το θυροτηλέφωνο χτυπάει, και στην οθόνη φαίνονται έξι χαμόγελα να ξεχωρίζουν στο σκοτάδι. Πατάω το κουμπί για να ανοίξει η είσοδος.
Είμαι χαρούμενη.

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

Απολογισμός.

Λίγο νωρίς δεν είναι για να βλέπεις φωτογραφίες ενός καλοκαιριού που ακόμα δεν έφτασε στο τέλος του; Μα έφτασε, δυστυχώς, έφτασε. Κι ήταν τόσο διαφορετικό απ'τα προηγούμενα, με τον τρόπο του. Κι ήταν γεμάτο, οργανωμένο μα κι αυθόρμητο, σε σωστή αναλογία. Αλλά και πάλι κάτι λείπει, πάντα δε θα λείπει κάτι ; Χάνεις τον καιρό σου. Περνάει τόσο γρήγορα ο χρόνος όταν περνάς όμορφα που δεν το καταλαβαίνεις και μετά καταλήγεις με αυτό το συναίσθημα, λες και δεν πρόκειται να υπάρξει η πληρότητα, πάντα κάτι θα σου χαλάει τη διάθεση. Θα μπορούσα να γράψω εδώ σκόρπιες φράσεις, να περιγράψω εικόνες-σταθμούς αυτού που τέλειωσε, όμως δεν ωφελεί. Πάντα στο τέλος υπάρχουν νικητές και χαμένοι ή έστω ζημειωμένοι. Κι εμείς τι είμαστε; Μα δεν έφτασε ακόμα το τέλος. Τώρα καταλαβαίνω απόλυτα αυτή τη φράση, το τέλος μιας εποχής - η αυγή μιας νέας. Αλλαγές, αλλαγές, αλλαγές, ήθελαν το χρόνο τους να συντελεστούν, τις αντιλαμβανόμαστε τώρα μόνο αν και βρίσκονται σε εξέλιξη εδώ και καιρό, μα τ'αποτελέσματά τους δεν είναι ακόμα ορατά, ίσως να μην είναι και ποτέ ορατά αλλά να μπορέσουμε μόνο να τα νιώσουμε. Μεταβατικό καλοκαίρι. Μπορεί να μην είναι εύηχη φράση, όμως ήταν σίγουρα όμορφο το περιεχόμενό της, με μια δική του μοναδική ομορφιά, που όμως δεν παύει να σου αφήνει αυτή τη γλυκόπικρη μελαγχολία, αυτά τα ανάμεικτα συναισθήματα νοσταλγίας κι ανυπομονησίας να περάσει γρήγορα ο καιρός αλλά και να σταματήσει εδώ ο χρόνος.
*
Κάποια άτομα είναι τόσο κλειστά από τη φύση τους. Αλλά όταν ανοίξουν την πόρτα ή έστω και μια χαραμάδα, ίσως θαμπωθείς από το φως που θ'αντικρίσεις. Θα βρεθείς σ'ένα θυσαυροφυλάκιο καλά προστατευμένο και οχυρωμένο.Και τότε εσύ θα αποφασίσεις αν θα περάσεις τη μισάνοιχτη πόρτα ή αν θα σε φοβίσει η λάμψη και το φως. Θέλει όμως προσπάθεια για να ανοίξει η πόρτα. Θα πρέπει να περάσεις εμπόδια διαποτισμένα από εμπειρίες επίπονες, δισταγμούς, ανασφάλειες, κυνισμούς και υπεκφυγές. Ενώ άλλα άτομα, πιο ανοιχτά, που δε διστάζουν να εμπιστευτούν, να ανοιχτούν, να πληγωθούν, αυτά τα άτομα που είναι φωτεινά πάντα, δε σου προκαλούν αυτή την ξαφνική χαρά της ανακάλυψης, ίσα ίσα που συνηθίζεις το φως που εκπέμπουν χωρίς να το συνειδητοποιείς παραμόνο τη στιγμή που το φως θα σβήσει, είτε επιλεκτικά είτε λόγω συνθηκών. Άραγε η δική μου απουσία θα κάνει αίσθηση, θα σε κάνει να νιώσεις κάτι, οτιδήποτε..αναρωτιέσαι.


*Ασφάλεια, αυτό νιώθω σε κάποιες αγκαλιές, γι αυτό και κάνω ιδιαίτερη μνεία σ'αυτές, κατάλαβες αγαπητή γάτα;

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

in progress

-Το να κερδίσεις έναν άνθρωπο με οποιονδήποτε τρόπο -είτε να είναι ένας πολύ καλός φίλος είτε να είναι ένας πολύ μεγάλος έρωτας- είναι επιτυχία
-Μα όταν δεν τον κερδίζεις με τον ίδιο τρόπο που σε κέρδισε αυτός, τότε τι γίνετα;
-Προσαρμόζεται αναγκαστικά ο ένας από τους δύο με σκοπό να κρατηθεί επαφή.

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

Βεγγαλικά

Από ένα δωμάτιο φαινομενικά άδειο- μόνο μια πολυθρόνα υπήρχε μ'ένα λευκό σεντόνι ζαρωμένο πάνω της- ακουγόταν μουσική. Μπήκα στο δωμάτιο και τον βρήκα εκεί, να κάθεται και να κρατά το ξέχειλο σταχτοδοχείο. 
Μου ζήτησε τσιγάρο κι εγώ κάθισα δίπλα του.
Μου είπε να φύγω, μα τον αγκάλιασα.
Κοιτούσε το κενό κι εγώ κοιτούσα τα μάτια του.
-Εσύ τα κάπνισες όλα αυτά; Ρώτησα.
-Αφού ξέρεις ότι δεν καπνίζω. Μάζευα γόπες απ'το δρόμο.
-Γιατί να το κάνεις αυτό;
-Τα πεταμένα τσιγάρα είναι βάσανα που έχουν ξεφορτωθεί διαφορετικοί άνθρωποι. Το καθένα κουβαλάει μια διαφορετική ιστορία βιασύνης, πόνου, δακρύων, συνήθειας. Κάποια είναι δαγκωμένα στην άκρη, άλλα λερωμένα με κραγιόν, άλλα πατημένα δίχως έλεος, λιωμένα. Κάποια είναι στριφτά, τυλιγμένα απρόσεχτα κι άλλα από πακέτα, ακριβά.
-Τότε γιατί δε ζεις τη δική σου ιστορία αλλά ψάχνεις αυτές των άλλων ανθρώπων;
-Κάποιες από αυτές ίσως μπλέκονται με τη δική μου.
-Μπλέκονταν στο παρελθόν, μάλλον. Γιατί τώρα έχεις παραιτηθεί, δεν προσπαθείς να συνυφάνεις τη δική σου ιστορία με αυτήν κανενός.
-Απογοήτευση ή απλά δεν έχω όρεξη, τώρα.
-Μα μην περιμένεις να σου έρθει έτσι ξαφνικά η όρεξη, αν μένεις άπραγος.
Με έσφιξε πάνω του, η μυρωδιά του με ζάλιζε. 
Πήρα το σταχτοδοχείο από τα χέρια του, κι αυτός πείραζε τα μαλλιά μου.
Βεγγαλικά ακούγονταν να πέφτουν έξω, κάπου κοντά. 
Φαίνονταν από το μεγάλο παράθυρο απέναντι από την πολυθρόνα. 
Γύριζε το βλέμμα του πότε σ'αυτά, πότε σ'εμένα και πότε στο σταχτοδοχείο.
Με έσπρωξε για να σηκωθώ, κι ύστερα σηκώθηκε κι αυτός. Άνοιξε το παράθυρο του έκτου ορόφου και σκόρπισε στάχτες και γόπες στο δρόμο.
-Πράγματι, χρειάζεται να συνεχίσω τη δική μου ιστορία, κοριτσάκι. Προς το παρόν λέω να συνεχίσω τη συνύφανση με τη δική σου, τι λες; Είπε κλείνοντας το μάτι αρχικά και στη συνέχεια κλείνοντας εμένα στην αγκαλιά του.

Τρίτη 14 Αυγούστου 2012

Ανατολή.

Λίγοι παραδέχονται και συμβιβάζονται με την πικρή αλήθεια πως ο έρωτας, παρά τη μανία του να ορκίζεται πως είναι αιώνιος, ποτέ δεν είναι. Πως είναι υπόθεση κάποιου κύκλου κι όταν αυτός ο κύκλος κλείσει δεν είναι αποτυχία, αλλά φυσική εξέλιξη. Πόσες τραγωδίες θα αποφεύγαμε αν το παίρναμε έτσι, και πόσο καλύτερα θα χαιρόμασταν τα ταξίδια της καρδιάς μας. Πώς όμως να αντέξεις μια τέτοια ακροβασία πάνω στην ανασφάλεια; Είναι πολύ προτιμότερο ένα ασφαλές ψέμα παρά μια ανασφαλής αλήθεια, δεν αντέχεται.
Ο αντίπαλος εραστής- Μαρω Βαμβουνάκη

Αυτό το θέμα της ειλικρίνειας, πόσο επίπονο είναι.
Ας μην είμαστε ειλικρινείς με τους άλλους αν δε θέλουμε, κι ας είναι λάθος. Αλλά όταν κρυβόμαστε πρέπει να ξέρουμε από πριν ότι αυτό λειτουργεί εις βάρος μας. Δε χτίζονται σχέσεις πάνω σε σαθρά θεμέλεια.
Ας είμαστε όμως τουλάχιστον με τους εαυτούς μας ειλικρινείς.
Κι όμως, όταν επιθυμούμε κάτι πολύ ερμηνεύουμε οποιαδήποτε κατάσταση και κάθε τυχαίο περιστατικό όπως μας συμφέρει, το προσαρμόζουμε στις προσδοκίες μας.
Όσο για την ανασφάλεια, όντας ανασφαλής δεν είμαι το κατάλληλο άτομο για να αναλύσει αυτό το θέμα. Ωστόσο δε νομίζω ότι είναι τόσο παράλογο, όλοι χρειαζόμαστε κάποια επιβεβαίωση πριν προχωρήσουμε σε κάποια πράξη, κάποιο σημάδι για να μας δείξει που βρισκόμαστε. Απλά κάποιοι από εμάς χρειάζονται λίγο περισσότερες επιβεβαιώσεις, ακόμα κι όταν δεν το παραδέχονται ή όταν δε θέλουν να το δείχνουν, ιδίως τότε.

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

painted skies*

-Τι έχεις;
-Απλά δεν έχω όρεξη μωρέ, λίγο η κατάσταση της χώρας, λίγο που ήρθε η εφορία, λίγο τα οικογενειακά, κι οι αρρώστιες κι όλα αυτά μαζί.
Μα έτσι είμαστε όλοι αυτή την εποχή..
Όλα αυτά μαζί, κι ο καθένας κάθεται και κλαίει τη μοίρα του αντί να ζήσει, μα ίσως και να μη μπορεί, δε μπορείς να απολαύσεις τίποτα όταν κάτι δεν πάει καλά. Νιώθεις ένοχος και καλά κάνεις.
Θα προσπαθήσω να μη γράψω εδώ μέχρι το τέλος του μήνα και απλά να κάνω κάτι πιο επικοδομητικό από το να ασχολούμαι τόσο με τον υπολογιστή. Ελπίζω να τα καταφέρω, αλλιώς θα υπάρχουν σκόρπια κείμενά μου, γραμμένα σε άστατες ώρες φόβου ή στεναχώριας. Όχι όμως γραμμένα σε στιγμές χαράς, τη χαρά θα τη ζω και θα την κρατώ για μένα κι όσους χαίρονται δίπλα μου.
Καλά να περάσετε το υπόλοιπο καλοκαίρι σας.
Μπορεί να λέω βλακείες κι αύριο να'μαι πάλι εδώ, ποιος ξέρει;


*κι αυτό επειδή μου έχει κολλήσει (ΕΣΥ ΦΤΑΙΣ-.-') 

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012

Φλόγα -τι όμορφη λέξη-

-Αλήθεια, κάτι μου θυμίζεις. Έχεις κάτι τόσο οικείο αλλά ξεχασμένο.
Κι εκείνης κάτι της θύμιζε, ήταν σίγουρη σχεδόν ότι ήταν αυτός. Αλλά δίσταζε τόσο πολύ να το πιστέψει, να πιστέψει ότι τον είχε ξαναβρεί μετά από τόσο καιρό. Ωστόσο, τα πάντα πάνω του της θύμιζαν εκείνο, η φωνή του ήταν τόσο όμορφα οικεία, τα χέρια του έμοιαζαν με εκείνα που την αγκάλιαζαν, κι εκείνη η έκφραση που είχε, σαν να έσφιγγε λίγο τα χείλη του ενώ χαμογελούσε με τα μάτια, εκείνη η έκφραση της ήταν πιο γνώριμη απ'όλα τα άλλα. Κι όταν της είπε ότι κάτι του θυμίζει κι εκείνη, το ποτήρι με το κρασί κόντεψε να πέσει από τα χέρια της ενώ προσπαθούσε να κρύψει το τρέμουλό στο σώμα και τη φωνή της, όχι πολύ επιτυχημένα όμως.
- Δε νομίζω ότι γνωριζόμαστε, θα σε είχα συγκρατήσει στη μνήμη μου νομίζω. 
-Δε χρειάζεται να σας συστήσω φυσικά, γνωρίζεστε ήδη αρκετά καλά, τους είπε ο Μάρκος περνώντας από κοντά τους κλείνοντας το μάτι.
Εκείνος όμως ακόμα δε μπορούσε να καταλάβει από που τη γνώριζε. Από τη στιγμή που η κοπέλα μπήκε στο σπίτι του Μάρκου για το πάρτυ, εκείνος την ξεχώρισε. Κάτι του θύμισε, το πρόσωπό της και στη συνέχεια κι ο τρόπος που κινούνταν, που μιλούσε, η άνεση που αποκτούσε με όλους, ακόμα κι αν τους γνώρισε πριν λίγα δευτερόλεπτα. Την πλησίασε, κι αμέσως ένιωσε -πριν καν της μιλήσει- την επίδρασή της πάνω του. Ένιωθε τα μάγουλά του να κοκκινίζουν ενώ κάτι τον ζάλιζε, μάλλον ο αέρας που εκείνη απέπνεε. 
Γύρισε για να της απαντήσει και συνειδητοποίησε ότι η κοπέλα είχε φύγει. Απογοητευμένος μπήκε στο πρώτο δωμάτιο που βρήκε μπροστά του και κλείδωσε πίσω του. Έβγαλε το σακάκι του και προσπάθησε να ηρεμήσει ανασαίνοντας αργά μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη. Πρώτα την ένιωσε κι έπειτα την είδε να καθρεφτίζεται δίπλα του. Κοιτούσαν αμίλητοι το είδωλό τους, όχι ο καθένας το δικό του αλλά κι οι δυο το είδωλό τους μαζί, κι ύστερα ξαφνικά εκείνος κατάλαβε, τόσο ξαφνικά. Όμως ήταν σαν να το ήξερε πάντα ότι κάπου θα την ξανασυναντούσε.
Εκείνη τον τράβηξε κοντά της και τον φίλησε. Εκείνος ανταποκρίθηκε προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει ό,τι ζούσε. Της χαμογέλασε, κι εκείνη ήταν σίγουρη πως ήταν η πιο ευτυχισμένη γυναίκα του κόσμου, είχε καταφέρει το ακατόρθωτο, είχε αποσπάσει ένα χαμόγελό του, το οποίο όταν ξανακοίταξε ήταν ακόμα εκεί.
Κι εκεί, σ'ένα απ'τα δωμάτια ενός αγνώστου ενώθηκαν, κι ήταν σαν έκρηξη όταν εκείνος ακουμπούσε το σώμα της γιατί ζούσαν μόνο μέσα από τα σώματά τους, υπάκουαν μόνο στις ανάγκες των κορμιών χωρίς λογική, ενδοιασμούς ή συναισθήματα. Τα συναισθήματα είχαν από καιρό ξεθωριάσει, μα η φλόγα δεν ήθελε πολύ για να ανάψει ξανά. Και τέτοιες φλόγες δε σβήνουν ποτέ, απλά σιγοκαίνε στο εσωτερικό σου περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία για να δυναμώσουν, να ενωθούν με άλλες φωτιές και να σε κάψουν, μα όχι μόνο σου.
 

Σάββατο 4 Αυγούστου 2012

bike's basket.

Καταμεσήμερο, ήχος λαστίχων που τρίζουν στην άσφαλτο, απότομο φρενάρισμα. Το σημείο που λες "δε γίνεται να συμβεί σε εμένα, θα σταματήσει, να τώρα" και βλέπεις τα μέτρα μεταξύ σας να μειώνονται,να καταπίνονται σε κλάσματα δευτερολέπτου, ο ήχος να δυναμώνει αλλά εσύ να μην ακούς αυτό, να μην ακούς τίποτα παραμόνο τον ήχο της καρδιάς σου. Προσπαθείς να πας πίσω αλλά δεν προλαβαίνεις, είναι αναπόφευκτο. Τελικά ξεφεύγεις αλλά δε μπορείς να σταματήσεις να σκέφτεσαι τι θα είχε συμβεί αν είχες αργήσει ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Μονάχα ένα κλάσμα.
Η ζωή είναι τόσο απρόβλεπτη, πράγματι κρέμεται από μια κλωστίτσα. 
Τι θα γίνει όταν εσύ δε θα είσαι εδώ ή όταν κάποιο κοντινό σου πρόσωπο δεν είναι εδώ;
Αν φύγεις και δεν προλάβεις να πεις όσα ένιωθες για κάποιον, να ευχαριστήσεις κάποιον ή να τηρήσεις μια υπόσχεση; Αν φύγει κάποιο κοντινό σου πρόσωπο σε περίοδο που δεν τα πηγαίνατε καλά, είχατε χαθεί ή και πάλι δεν του είχες πει όλα όσα θα ήθελες; 
Δε γίνεται να ξέρεις από πριν πώς θα αντιδράσεις στο θάνατο, όμως είναι τόσο δύσκολο να το πιστέψεις και να το συνειδητοποιήσεις στην αρχή, θα γίνει μετά από καιρό εμφανής η απουσία. Και μετά θα έρθει η συνήθεια για να καλύψει θεωρητικά το κενό, αλλά θα το μεγενθύνει απεριόριστα στην πραγματικότητα. Τουλάχιστον υπάρχουν οι αναμνήσεις, αλλά κι αυτές τι είναι; Ιδέες μόνο. Θυμάσαι μια όμορφη μέρα ή μια φορά που πληγώθηκες, τα λόγια κάπου που σου έκαναν εντύπωση, ένα πρόσωπο πολύ ιδιαίτερο ή μόνο τις λεπτομέρειες μιας κατάστασης. Δεν τα θυμάσαι όμως όλα αυτά μαζί, δε θυμάσαι αυτούσια τα γεγονότα, κάτι όμως που είναι καλό μιας και σε αντίθετη περίπτωση θα καταλήγαμε να ζούμε στο παρελθόν, να ανησυχούμε περισσότερο για το τότε αντί να μας νοιάζει το τώρα ή το μετά.


Καλό Σαββατοκύριακο!

Πέμπτη 2 Αυγούστου 2012

Ταξιδεύω το εγώ μου, πηδώ στο κενό μου

Πάλι τα ίδια, την άκουσε να μπαίνει στο σπίτι μετά το ξημέρωμα. Έκανε τον κοιμισμένο όσο εκείνη ξεντυνόταν και ξάπλωνε δίπλα του πατώντας στις μύτες των ποδιών της προσπαθώντας να μην τον ξυπνήσει.Έμειναν έτσι, με γυρισμένες πλάτες στο κρεβάτι, εκείνη μόλις είχε αποκοιμηθεί κι εκείνος μόλις είχε ξυπνήσει. Εκείνη βυθίστηκε σ'έναν ύπνο γαλήνιο, ήταν ακίνητη κι αμίλητη κι έδειχνε τόσο όμορφη κι ήρεμη επιτέλους. Την κοίταζε και θυμόταν πως κάποτε θα έδινε και τη ζωή του γι αυτήν. Τώρα πια δεν του είχε απομείνει ζωή για να δώσει. Όμως την κοίταζε κι ήξερε ότι την αγαπούσε και θα την αγαπούσε για το λίγο που θα μπορούσε ακόμα.
Σηκώθηκε κι έφτιαξε καφέ. Τον έβαλε στο ποτήρι κι άναψε τσιγάρο. Ούτε δοκίμασε τον καφέ του, ήξερε ότι ήταν μέτριος με γάλα όπως πάντα, μα ούτε και κάπνισε. Έμεινε έτσι στο μπαλκόνι του πέμπτου ορόφου της πολυκατοικίας της Καλλιθέας κοιτάζοντας το δρόμο και την πρωινή κίνηση. Ούτε στη δουλειά του πήγαινε πια, σε λίγες μέρες δε θα μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι καθόλου. Έριξε τις στάχτες από το μπαλκόνι. Μπήκε μέσα και μάζεψε όσα ίχνη φανέρωναν τη μικρή πρωινή ιεροτελεστία του, την ίδια στιγμή που μία ηλικιωμένη κυρία τίναζε τις στάχτες από τα βαμμένα ξανθά μαλλιά της, εκείναν που της έδιναν την ιδέα ότι ο χρόνος δεν την είχε αγγίξει, ενώ η καρδιά κι η ύπαρξή της ξεθώριαζε μέρα με τη μέρα.
Εκείνος ξαναμπήκε στην κρεβατοκάμαρα και την κοίταξε όσο κοιμόταν. Θα κοιμόταν για πολύ ακόμα. Ξυπνούσε πάντα μεσημέρι κουρασμένη από την περασμένη νύχτα, τη νύχτα που έλειπε από το σπίτι και γυρνούσε τους δρόμους κλαίγοντας. Έτσι γινόταν κάθε νύχτα απ'όταν εκείνος αρρώστησε. Πολλές, αμέτρητες περασμένες νύχτες έβγαινε κι αυτός ακολουθώντας την, έτρεχε πίσω της κι όταν την έφτανε την αγκάλιαζε και γύριζαν μαζί στο σπίτι. Υπήρχαν και μερικές νύχτες που δε μπορούσε να τη φτάσει, η αντοχή του είχε μειωθεί αισθητά. Τότε, καθόταν σ'ένα παγκάκι κάπου κοντά, ζούσε στις αναμνήσεις του και την περίμενε μέχρι το ξημέρωμα. Έβλεπαν μαζί την ανατολή του ήλιου, την αρχή της ημέρας. Μισούσαν κάθε τέλος, ακόμα κι αυτό της μέρας, το ηλιοβασίλεμα, όσο όμορφο και καλλιτεχνικό κι αν έδειχνε, ήταν το τέλος της μέρας. Βέβαια, κι η ανατολή είναι το τέλος της νύχτας, μα η νύχτα τους έφερνε κοντά, οπότε το αποτέλεσμα του τέλους ήταν ευπρόσδεκτο. Η νύχτα, το σκοτάδι, ο φόβος είναι εκείνα που μέσα στη μοναξιά μας μας φέρνουν κοντά. Τώρα, δε μπορούσε να τρέξει ξοπίσω της πια. Δε μπορούσε να βγει από το σπίτι. Έβλεπε την ανατολή από της γρύλιες του πατζουριού της κρεβατοκάμαράς τους περιμένοντάς την να επιστρέψει.
Το ήξερε ότι θα έφευγε. Ήξερε ότι ήταν άδικο. Μπροστά της έδειχνε ότι το είχε αποδεχτεί ή ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Απλά, ήθελε να σιγουρευτεί ότι εκείνη θα ήταν ασφαλής, ότι δε θα αντιδρούσε όπως αυτός σε αντίστοιχη περίπτωση. 
Κι όμως φοβόταν. Φοβόταν πολύ για εκείνη γιατί ήξερε ότι δε θα υπήρχε κανείς να την περιμένει να γυρίσει από τη βραδινή βόλτα της. Ήξερε ότι δε θα υπήρχε κανείς ζωντανός να εύχεται να μην της συμβεί τίποτα κακό και πάνω από όλα να μην αποφασίσει εκείνη να κάνει κάτι κακό στον εαυτό της.
Ξάπλωσε πάλι δίπλα της. Σε λίγο θα ξυπνούσε εκείνη κι έπρεπε να τον βρει κοιμισμένο, να τον ξυπνίσει με το φιλί της και να δείχνει χαμογελαστή κι αισιόδοξη.
Έτσι έπρεπε να γίνει κι έτσι θα γινόταν εκείνη τη μέρα, και μερικές ακόμα μετά από αυτή.

 
 κι ακόμα παραπάνω_

Καλό μήνα.