Πέμπτη 2 Αυγούστου 2012

Ταξιδεύω το εγώ μου, πηδώ στο κενό μου

Πάλι τα ίδια, την άκουσε να μπαίνει στο σπίτι μετά το ξημέρωμα. Έκανε τον κοιμισμένο όσο εκείνη ξεντυνόταν και ξάπλωνε δίπλα του πατώντας στις μύτες των ποδιών της προσπαθώντας να μην τον ξυπνήσει.Έμειναν έτσι, με γυρισμένες πλάτες στο κρεβάτι, εκείνη μόλις είχε αποκοιμηθεί κι εκείνος μόλις είχε ξυπνήσει. Εκείνη βυθίστηκε σ'έναν ύπνο γαλήνιο, ήταν ακίνητη κι αμίλητη κι έδειχνε τόσο όμορφη κι ήρεμη επιτέλους. Την κοίταζε και θυμόταν πως κάποτε θα έδινε και τη ζωή του γι αυτήν. Τώρα πια δεν του είχε απομείνει ζωή για να δώσει. Όμως την κοίταζε κι ήξερε ότι την αγαπούσε και θα την αγαπούσε για το λίγο που θα μπορούσε ακόμα.
Σηκώθηκε κι έφτιαξε καφέ. Τον έβαλε στο ποτήρι κι άναψε τσιγάρο. Ούτε δοκίμασε τον καφέ του, ήξερε ότι ήταν μέτριος με γάλα όπως πάντα, μα ούτε και κάπνισε. Έμεινε έτσι στο μπαλκόνι του πέμπτου ορόφου της πολυκατοικίας της Καλλιθέας κοιτάζοντας το δρόμο και την πρωινή κίνηση. Ούτε στη δουλειά του πήγαινε πια, σε λίγες μέρες δε θα μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι καθόλου. Έριξε τις στάχτες από το μπαλκόνι. Μπήκε μέσα και μάζεψε όσα ίχνη φανέρωναν τη μικρή πρωινή ιεροτελεστία του, την ίδια στιγμή που μία ηλικιωμένη κυρία τίναζε τις στάχτες από τα βαμμένα ξανθά μαλλιά της, εκείναν που της έδιναν την ιδέα ότι ο χρόνος δεν την είχε αγγίξει, ενώ η καρδιά κι η ύπαρξή της ξεθώριαζε μέρα με τη μέρα.
Εκείνος ξαναμπήκε στην κρεβατοκάμαρα και την κοίταξε όσο κοιμόταν. Θα κοιμόταν για πολύ ακόμα. Ξυπνούσε πάντα μεσημέρι κουρασμένη από την περασμένη νύχτα, τη νύχτα που έλειπε από το σπίτι και γυρνούσε τους δρόμους κλαίγοντας. Έτσι γινόταν κάθε νύχτα απ'όταν εκείνος αρρώστησε. Πολλές, αμέτρητες περασμένες νύχτες έβγαινε κι αυτός ακολουθώντας την, έτρεχε πίσω της κι όταν την έφτανε την αγκάλιαζε και γύριζαν μαζί στο σπίτι. Υπήρχαν και μερικές νύχτες που δε μπορούσε να τη φτάσει, η αντοχή του είχε μειωθεί αισθητά. Τότε, καθόταν σ'ένα παγκάκι κάπου κοντά, ζούσε στις αναμνήσεις του και την περίμενε μέχρι το ξημέρωμα. Έβλεπαν μαζί την ανατολή του ήλιου, την αρχή της ημέρας. Μισούσαν κάθε τέλος, ακόμα κι αυτό της μέρας, το ηλιοβασίλεμα, όσο όμορφο και καλλιτεχνικό κι αν έδειχνε, ήταν το τέλος της μέρας. Βέβαια, κι η ανατολή είναι το τέλος της νύχτας, μα η νύχτα τους έφερνε κοντά, οπότε το αποτέλεσμα του τέλους ήταν ευπρόσδεκτο. Η νύχτα, το σκοτάδι, ο φόβος είναι εκείνα που μέσα στη μοναξιά μας μας φέρνουν κοντά. Τώρα, δε μπορούσε να τρέξει ξοπίσω της πια. Δε μπορούσε να βγει από το σπίτι. Έβλεπε την ανατολή από της γρύλιες του πατζουριού της κρεβατοκάμαράς τους περιμένοντάς την να επιστρέψει.
Το ήξερε ότι θα έφευγε. Ήξερε ότι ήταν άδικο. Μπροστά της έδειχνε ότι το είχε αποδεχτεί ή ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Απλά, ήθελε να σιγουρευτεί ότι εκείνη θα ήταν ασφαλής, ότι δε θα αντιδρούσε όπως αυτός σε αντίστοιχη περίπτωση. 
Κι όμως φοβόταν. Φοβόταν πολύ για εκείνη γιατί ήξερε ότι δε θα υπήρχε κανείς να την περιμένει να γυρίσει από τη βραδινή βόλτα της. Ήξερε ότι δε θα υπήρχε κανείς ζωντανός να εύχεται να μην της συμβεί τίποτα κακό και πάνω από όλα να μην αποφασίσει εκείνη να κάνει κάτι κακό στον εαυτό της.
Ξάπλωσε πάλι δίπλα της. Σε λίγο θα ξυπνούσε εκείνη κι έπρεπε να τον βρει κοιμισμένο, να τον ξυπνίσει με το φιλί της και να δείχνει χαμογελαστή κι αισιόδοξη.
Έτσι έπρεπε να γίνει κι έτσι θα γινόταν εκείνη τη μέρα, και μερικές ακόμα μετά από αυτή.

 
 κι ακόμα παραπάνω_

Καλό μήνα.

18 σχόλια:

  1. "Πολλές, αμέτρητες περασμένες νύχτες έβγαινε κι αυτός ακολουθώντας την, έτρεχε πίσω της κι όταν την έφτανε την αγκάλιαζε και γύριζαν μαζί στο σπίτι"

    νομίζω σκόρπισα κάπου σ'αυτό το σημείο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τι όμορφο κείμενο.Σε ταξιδεύει αλλού!Και η μέρα του αποχωρισμού πλησίαζε!!!! :/

    Καλό μήνα!! :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πραγματικότητα, όνειρο ή φαντασία;

    Όπως και να έχει
    (ξ)έμεινα στην εικόνα σου...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. αγάπη...ναι αυτό είναι αγάπη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Καταραμένη summertime sadness, μας έχεις ξεκάνει.
    Λειψός ίσως κάπως ο χαρακτηρισμός όμορφο- μα θα τον χρησιμοποιήσω ξεδιάντροπα. :P

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. "Μισούσαν κάθε τέλος".. μια απ' τα ίδια 'κι ακόμα παραπάνω'

    πολύ όμορφο....

    -κι εγώ θα το 'θελα..-

    ΑπάντησηΔιαγραφή