Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Ανάφλεξη στο Βλέμμα σου μωρό μου

Νιώσε το ρίγος να σε διαπερνάει όταν σου ψιθυρίζω τις λέξεις που φοβάσαι.
Δεν είναι παγωμένο όπως αυτό που αφήνει η ανάσα σου στο λαιμό μου.
Είναι πύρινο, σε καίει σε κάθε σημείο, είτε σε ακουμπάω είτε όχι. Σε ακουμπούν οι λέξεις μου, οι κραυγές μου, τα συναισθήματα και τα βλέμματά μου, το γέλιο μου.
Ακόμα δεν ξέρω αν εγώ είμαι η φωτιά κι εσύ ο πάγος ή εσύ η φωτιά μου κι εγώ το νερό.
Ακόμα κι αν δεν είμαστε τίποτα από αυτά σίγουρα υπάρχουν κάπου ανάμεσα στη γαλήνη μου και στο δάκρυ σου ή στην ηρεμία σου και στις δικές μου νευρικές εξάψεις.
Ήθελα καιρό να σου πω αυτό που ανέφερα χτες. Είναι στιγμές που μιλάω ακατάπαυστα και ξαφνικά με κοιτάς, χωρίς να πεις τίποτα συχνά, απλά με κοιτάς και ξεχνάω τα λόγια μου. Δεν ξέρω που βρίσκομαι, τι έλεγα ή τι θέλω να πω, τι ρόλο έχω σε αυτόν τον κόσμο και που πρέπει να πάω μετά. Μετά θυμάμαι ότι πρέπει να αναπνεύσω και είναι συγκλονιστικό, γιατί μετά είσαι ακόμα εκεί, και με κοιτάς με αυτό το βλέμμα και τελικά, τελικά..
Μάλλον θέλω να πατήσω το κουμπάκι του αναπτήρα και να βάλω φωτιά σ'όλες τις χάρτινες σκέψεις γύρω μας γιατί ξέρω ότι εσύ θα σβήσεις τη φωτιά μου πριν μας κάψει..





Υ.Γ.Δες στα μάτια μου φωτιές που κυματίζουν θάλασσες.


Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

"Άσε τον εαυτό σου πιο ελεύθερο, κοριτσάκι."

Το κεφάλι μου θέλει να σπάσει. Κάθομαι στη μαύρη καρέκλα του γραφείου μου και καταλαβαίνω πως το ποσοστό στο οποίο πιέζω τον εαυτό μου είναι μηδαμινό μπροστά σ'αυτό που θα ακολουθήσει. Φτιάχνω καφέ. Πότε συνήθισα εγώ στον καφέ; Δεύτερος για σήμερα. Κλείνω τα μάτια μου και δίνοντας φόρα στην καρέκλα με τα χέρια μου την αφήνω να γυρίζει γύρω από τον εαυτό της με εμένα πάνω. Ανοίγω τα μάτια μου σε τυχαία σημεία της διαδρομής και ξέρωαπό πριν τα ανοίξω σε ποιο κομμάτι του δωματίου θα μπορώ να δω. Άσε τον εαυτό σου πιο ελεύθερο, σου λέω συχνά. Τώρα χρειάζεται να το πω και στον εαυτό μου όμως. Κοριτσάκι σε παρακαλώ, χαλάρωσε. Ενώ η καρέκλα συνεχίζει να στροβιλίζεται εγώ ανοίγω απότομα τα μάτια μου και τα καρφώνω στο κατάλευκο ταβάνι. Ζαλίζομαι. Λίγα δευτερόλεπτα μετά παρατηρώ ότι τελικά είναι κι αυτό σημαδεμένο-εξάλλου τίποτα δεν είναι κατάλευκο ή κατάμαυρο στη ζωή. Γκρίζες σκιές, από το φωτιστικό και τα έπιπλα. Στροβιλίζομαι πιο γρήγορα προσπαθώντας να εξαφανίσω τις σκιές και να επιστρέψω στο λευκό. Θυμάμαι μικρή που ανέβαινα στο μύλο, στις παιδικές χαρές, ή που έτρεχα γύρω από αυτόν για να τον γυρίζω. Τώρα οι περισσότερες παιδικές χαρές δεν έχουν πια μύλους, ή γυρω-γύρω-όλοι, μόνο κάτι σκέτες μουντές ξύλινες κούνιες. Τεχνοκρατικές και γκρίζες. Άντε και καμιά τραμπάλα. Θα μου πεις δεν πάνε και πολλά παιδιά πια στις παιδικές χαρές για να φροντίζουμε για τη συντήρησή τους. Τώρα κλεινόμαστε όλο και από μικρότερη ηλικία στα διαμερίσματα και στις ηλεκτρονικές συσκευές μας, προσπαθώντας να αποφύγουμε τους εαυτούς μας. Κι όσο μεγαλώνουμε και αναγκαστικά βγαίνουμε στον κόσμο, ξεκινάμε να δίνουμε αξία στις λέξεις. Όμως ποτέ δε μάθαμε. Μιλάμε για ελευθερία με το να ανεβάσουμε σε κάποιο ιστότοπο μια φωτογραφία που γράφει πάνω "freedom". Μιλάμε για ειλικρίνια και μέρα με τη μέρα κορο'ι'δεύουμε όλο και πιο πολύ τους ίδιους τους εαυτούς μας. Μιλάμε για αγάπη και σκορπάμε λέξεις σε καταστάσεις κι άτομα με αξία μηδαμινή. Βιώνουμε έρωτες κενούς παντελώς, χωρίς όχι απλά περιεχόμενο, αλλά και χωρίς υπόσταση γενικώς. Κάποιες στιγμές βγαίνουμε από το λήθαργο. Ζούμε κάποιες στιγμές. Ένα όμορφο βράδυ σε μια ταράτσα με γέλια, ένα άλλο με αγκαλιές, μια βόλτα στο λιμάνι ή μια ολοήμερη εκδρομή κάπου κοντά, ίσα για το διαφορετικό. Κι όταν καταλαβαίνουμε ότι αυτές οι στιγμές αξίζουν αντί να το εκμεταλλευόμαστε και να τις πολλαπλασιάσουμε απογοητευόμαστε και σταματάμε. Νομίζουμε πως δε μπορούμε να το κάνουμε πια. Πως δε μπορούμε να είμαστε αρκετά ελεύθεροι, αρκετά αυθόρμητοι ή αρκετά αστείοι. Οι καταστάσεις μας αλλάζουν, κι εμείς αντί να αγαπάμε τον εαυτό μας νομίζουμε ότι τον έχουμε χάσει, ποσπαθούμε συνέχεια "να βρούμε τον εαυτό μας" γυρίζουμε στο παρελθόν και καταλήγουμε σε ακόμα περισσότερα αδιέξοδα.
Και σήμερα ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι ο Ιούλιος άλλης μιας χρονιάς τελειώνει. 
Είναι σαν να βλέπω ένα τραίνο να περνάει. Να περιμένω σε μια στάση αγκαλιά με ένα βιβλίο και να βλέπω τρένα να έρχονται και να φεύγουν. Το μόνο που αλλάζει στο σκηνικό είναι το βιβλίο. Τη μια το λένε μαθηματικά, την άλλη φυσική, την άλλη καλοκαίρι, την επόμενη γέλιο, χαρά, δάκρυα, χρώματα,μυρωδιές,σύννεφα,ταξίδια,ΑΟΔΕ,φωτογραφίες,τραγούδια δικά μας και άλλων,φιλιά, ζωή. Αυτό είναι τελικά το βιβλίο, η ζωή.
Και ο καθένας γράφει το δικό του.
Ίσως να νομίζει σαν κι εμένα πως κάθεται στο σταθμό και απλά περιγράφει ότι βλέπει να διαδραματίζεται μπροστά του. Ίσως να καταλάβει κάποια στιγμή πως πράγματι σ'όλα αυτά τα τρένα επιβιβάστηκε κι ο ίδιος, ταξίδεψε, αγάπησε. Απλά χρειάστηκε κάποιες φορές να γυρίσει στην αφετηρία. Ξέρεις τι πρέπει να κάνουμε; Να κρατάμε λίγο περισσότερο τις στιγμές από τα ταξίδια και λίγο λιγότερο αυτές από την αναμονή..Και κυρίως να ταξιδεύουμε πιο πολύ, πιο συχνά, πιο έντονα.
 



Η καρέκλα σταμάτησε να γυρίζει και  επιστρέφω στο γραφείο και το διάβασμά μου.
Άσε τον εαυτό σου πιο ελεύθερο, κοριτσάκι.

 
Καλό μεσημέρι:)


Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

Σημείωση#1 (Καλοκαίρι;)


#Να θυμηθώ κάποια στιγμή ότι είναι καλοκαίρι.
Κι ότι δε θα είναι για πολύ ακόμα καλοκαίρι.
Και να εκτιμήσω αυτά τα βράδια μετά το διάβασμα που περπατάμε μαζί στο λιμάνι.
Γιατί το χειμώνα κάτι τέτοια βράδια θα μου λείπουν πολύ.
Γιατί τότε η πίεση θα πολλαπλασιαστεί και το γέλιο σου δε θα έχω το χρόνο να το προκαλώ τόσο συχνά.#

Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Θα αργήσω στο μάθημα στις εννιά νομίζω..

Τρέχουμε και μου κρατάς το χέρι. Τα κολονάκια του δρόμου περνούν κάτω απ'τις ενωμένες παλάμες μας. Εσύ χαμογελάς όλο και πιο έντονα κι εγώ νιώθω ότι ξυπνάω. Προφανώς και ήταν όνειρο.
Γιατί εσύ δεν έχεις αντοχές να τρέχεις και εγώ δε σε παίρνω από το χέρι για να σε αναγκάσω γιατί φοβάμαι μη σε πιέσω και τότε μπορέσεις να τρέξεις για να φύγεις μακριά μου.
Γιατί εσύ δε χαμογελάς συχνά πια, για την ακρίβεια χαμογελάς πολύ σπάνια με εκείνο το όμορφο πραγματικό σου γέλιο, αυτό που φτάνει ως τα μάτια σου και τα κάνει να φαίνονται ακόμα πιο φωτεινά απ'ότι είναι.
Θέλω να σε πάρω τηλέφωνο να σου πω μόνο ένα καλημέρα, να ακούσω τη νυσταγμένη φωνή σου να μου λέει "καλημέρα χαζή", γιατί ξέρω ότι αυτό θα μου αρκεί για να βγάλω όλη τη μέρα με τα μαθήματα και το διάβασμα*. Κι όμως ξέρω ότι είναι άδικος κόπος. Ο συνδρομητής που καλέσατε έχει πιθανόν το τηλέφωνό του απενεργοποιημένο. Παρακαλώ καλέστε αργότερα.
Πιστεύω ότι θα είχε λίγο περισσότερο σασπένς αν κάπου κάπου με έψαχνες κι εσύ. 
Ίσως σε κάποιο όνειρό σου, μέσα στο φλυτζάνι του καφέ που δεν πίνεις, κάπου μπροστά στα κάγκελα της ταράτσας σου, ή ίσως και στις διάφορες στιγμές στο μυαλό σου.
Ίσως αυτό να έφερνε ξανά κάποιες στιγμές το χαμόγελο αυτό στα χείλη και τα μάτια σου, ίσως μετά να ήθελες να τρέχουμε και να μου κρατάς το χέρι και τα κολονάκια του δρόμου να περνούν κάτω απ'τις ενωμένες παλάμες μας. Εσύ τότε θα χαμογελάς όλο και πιο έντονα κι εγώ θα νιώθω ότι ξυπνάω, ότι νιώθω κάθε στιγμή και πιο ζωντανή.



*(ΠΠΠ σου λέει μετά..Περίοδος Προετοιμασίας Πανελληνίων).

Καλημέρα=)

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

Χρυσόψαρα, πάλι.

-Ήξερες πως ήμουν. 
  Λες. Και το επόμενο πράγμα που ακούω είναι το τουτ της γραμμής που κλείνει. Πολύ πιο ενοχλητικός ήχος από την οποιαδήποτε σιωπή. Ήξερα πως ήσουν, ξέρω πως είσαι. 
Με ενοχλεί όμως να περιμένεις να γίνω κάποια που δεν είμαι. Να περιμένεις να σε βλέπω με τους δικούς σου όρους, να κάνω οτιδήποτε με τους δικούς σου όρους, να σε κυνηγάω κι εσύ να φεύγεις όλο και πιο μακριά. 
  Το θέμα είναι ακριβώς το ότι ήξερα πώς είσαι. Ήξερα πόσο νοιαζόσουν για μένα, ήξερα πόσο λάτρευες το χαμόγελό μου-σχεδόν όσο λατρεύω εγώ τα μάτια σου-, και ήξερα όχι επειδή μου τα έλεγες όλα αυτά, αλλά επειδή τα έδειχνες. Επειδή αν περνούσε κάποιο βράδυ χωρίς να μιλήσουμε ένιωθες την απουσία μου, μισούσες την απουσία μου. Επειδή προσπαθούσες να βρεις χρόνο για μένα. Προσπαθούσες να βρεις χρόνο για να ακούσεις ακόμα και τα παράπονά μου, έψαχνες την κατάλληλη βλακεία που θα με έκανε να γελάσω.
  Και δεν ξέρεις πόσο σε λάτρεψα μέσα από όλα αυτά. 
Γιατί κάπου ανάμεσα στις μεταμεσονύκτιες συνομιλίες μας στο σκάιπ και στα βράδια που πέρασα στην αγκαλιά σου σε μια ξαπλώστρα νομίζω ότι σε ερωτεύτηκα. Ξανά. Από την αρχή. Πιο δυνατά και τελείως διαφορετικά.
Και κάθε λεπτό που εγώ σε ερωτευόμουν πιο πολύ εσύ γλιστρούσες όλο και πιο πολύ σε μια άβυσσο που μόνος σου έφτιαξες. Κι εγώ προσπαθούσα να σε τραβήξω και κάποιες φορές τα κατάφερνα, όμως μετά πάλι χανόσουν ακόμα πιο βαθιά. Κι έτσι, προκειμένου κάθε φορά να σε τραβήξω για λίγα λεπτά στο φως χανόμουν μερικές ώρες στην άβυσσό σου. Και δε με πείραζε, ακόμα δε με πειράζει. Είναι φορές που θα ήθελα να σου δώσω τη ζωή μου γιατί ξέρω πως εσύ θα την εκτιμούσες πιο πολύ από μένα όπως θα εκτιμούσα εγώ τη δική σου πιο πολύ από εσένα.
  Κι οι στιγμές που ήξερα περισσότερο από ποτέ πως είσαι είναι αυτές που μου έλεγες πως σου λείπω, γιατί ήταν σπάνιες. Μα όταν το έλεγες ήταν σαν η φωνή σου να ζεσταινόταν ξαφνικά, όπως όταν με είπες "μωρό μου", κι ας ήταν δύο διαφορετικές περιπτώσεις. Κι ας είπες εκείνη τη φράση κάποια στιγμή που δεν έλεγχες τον εαυτό σου, γιατί αν τον έλεγχες δε θα το είχες ξεστομίσει ποτέ.  Όπως και τη φορά που μου είπες ότι με αγαπάς, ήταν η πρώτη φορά που σε είδα χωρίς να έχεις συναίσθηση των πράξεών σου. 
  Ήξερα πως ήσουν, απλά ίσως υπερεκτιμώ τις δυνατότητές μου να εμφανίζω μαγικά μια υπέροχη εικόνα του κάθε ανθρώπου. Ίσως τη δική σου μπορώ να την κάνω ορατή στους άλλους και σε εσένα τον ίδιο πολύ σπάνια. Όμως εγώ την έχω δει τόσες φορές, όσες είναι κι οι φορέ που με έχεις πει χαζή. Ξέρεις όταν σε σκέφτομαι να μου μιλάς πάντα απευθύνεσαι σε μένα ως "χαζή" με εκείνο τον ψιλοειρωνικό σου τόνο, είναι λες και απεχθάνεσαι το όνομά μου ή το κρατάς μόνο για τις περιπτώσεις που είσαι πολύ θυμωμένος μαζί μου.
  Και μπορεί τον θυμό σου να τον αντέχω, αυτή την αδιαφορία σου όμως όχι. Αυτή η ουδέτερη στάση σου με σκοτώνει κάθε φορά. Κι είναι φορές που πιάνω τον εαυτό μου να βλέπει λίγο τις καταστάσεις ως τρίτος, δηλαδή πραγματικά γιατί συνεχίζω να προσπαθώ, γιατί απλά δε σηκώνομαι να φύγω; Επειδή έχω μάθει να νιώθω έντονα, και κάποιες φορές να δίνομαι υπερβολικά. Το κακό στην ιστορία είναι ότι περιμένω να δοθείς λίγο περισσότερο κι εσύ.Επειδή πρέπει να προσπαθήσω υπερβολικά πολύ για να βρω εκείνες τις στιγμές που ξέρω πως είσαι δικός μου, που ξέρω πως είσαι σίγουρος, πως είσαι εσύ.
  Κι ακόμα κι αυτή η κατάσταση θα ήταν πιο υποφερτή αν δεν υπήρχαν οι δικές μου ανασφάλειες. Τις οποίες ξέρεις ότι μπορείς να διαλύσεις με δύο λέξεις σου, αλλά επιλέγεις να μην το κάνεις. Επειδή πιστεύεις πως όταν μου μιλάς για το πως νιώθεις μαζί μου, για το πως με βλέπεις γίνεσαι πιο ευάλωτος, και δε θέλεις κι ο ίδιος να δεχτείς ότι σε επηρεάζω.

  Τουτ...τουτ...τουτ...
  Ή έτσι ήταν τα πράγματα μέχρι πριν λίγες μέρες.
Τώρα είναι λες και φωνάζω σ'ένα έρημο φωταγωγό κι ακούω μόνο την ηχό μου, ακουμπάω μόνο τοίχους με ρωγμές, βλέπω μόνο πυκνό σκοτάδι και η μόνη οσμή εδώ είναι καμμένα συναισθήματα.

  Γράφω ελπίζοντας να διαβάσεις, ελπίζοντας να με νιώσεις, ελπίζοντας να μην βιώσεις ακόμα κι αυτές τις λέξεις μου επιδερμικά.

  Κι αυτά τα τραγούδια των πυξ λαξ...Κάθε στίχος είναι εμποτισμένος με αμέτρητα νοήματα και συναισθήματα ή δάκρυα...

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

Εποπτεία των αισθήσεων

  Ο σκοπός μου σήμερα είναι να σε κάνω να νιώσεις μυρωδιές. Να σε κάνω να μυρίσεις τις εικόνες μου, όχι απλά να τις δεις επιφανειακά, αγάπη μου. Κάποτε διάβασα πώς η πιο ισχυρή αίσθηση είναι η όσφρηση. Δεν το πίστευα αυτό. Πίστευα πως η ακοή ή η όραση ή η αφή τουλάχιστον, όχι τόσο οι γεύση, είναι οι πιο ισχυρές αισθήσεις. Δεν το πίστευα μέχρι να νιώσω τη μυρωδιά σου γύρω μου τις στιγμές που εσύ ήσουν χιλιόμετρα μακριά. Κι όσο εύκολο μου ήταν να φέρω την εικόνα σου δίπλα μου, ή την αίσθηση των χεριών σου γύρω μου ή τη γεύση σου στο στόμα μου τόσο πιο δύσκολο πίστευα ότι ήταν να θυμηθώ ακριβώς τη μυρωδιά σου. Κι όμως...
   Όσο το σκέφτομαι περισσότερο πιστεύω πως δεν ξεχνάει κανείς τη μυρωδιά της ακροθαλασσιάς που μοιάζει με ελευθερία ούτε την αίσθηση της μυρωδιάς της πόλης στα ρουθούνια του, όταν είναι καλοκαίρι. Ξέρεις, αυτό το αποπνικτικό μίγμα ιδρώτα, καυσαερίων, εκατοντάδων ανακατεμένων ανθρώπινων αρωμάτων, φαγητών και τσιγάρων, αυτό το μίγμα που όσο κι αν ακούγεται -ίσως και να είναι- απαίσιο σου φέρνει στο μυαλό αυτή την αίσθηση-καλοκαίρι. Όχι ότι το φθινόπωρο δε μυρίζει βρεγμένο χώμα και φρέσκα σχολικά τετράδια, ή ότι ο χειμώνας δεν έχει την οσμή του κρύου και των μάλλινων ρούχων ή ότι η άνοιξη δεν αποτελείται από αμέτρητες οργιαστικές μυρωδιές της φύσης ακόμα και μέσα στην πόλη. Αλλά όπως και να το κάνουμε το καλοκαίρι είναι αλλιώς. Ακόμα και για εμάς που έχουμε μαθήματα και σε δέκα μήνες δίνουμε πανελλήνιες, κάπου μέσα στη φυσική και τα μαθηματικά και τους τρόπους πειθούς, το καλοκαίρι είναι αλλιώς.
  -Και ο έρωτας πως μυρίζει; 
  -Ο έρωτας μυρίζει σαν το αεράκι που σε χτυπάει απαλά σε μια ταράτσα που γέμισε γέλια κάποια καλοκαιρινή νύχτα, από τις πρώτες του Ιουλίου. Έρωτας για τη ζωή, για το καλοκαίρι, για τους ανθρώπους.