Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα beauty always comes with dark thoughts. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα beauty always comes with dark thoughts. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

Αμύγδαλα

Πρέπει λέει να πίνω ζεστά για το λαιμό μου.
Ξέρεις, έχει πρηστεί η μία αμυγδαλή. 
Είναι σαν να έχει φυτρώσει ένα αμύγδαλο. 
Ή και δύο.
Στη μια αμυγδαλή.
Όμορφο δεν ακούγεται;
Οπότε μπήκα στη μπανιέρα κι άφησα το νερό να κάψει.
Μετά μπήκα κάτω από τη βρύση κι άρχισα να πίνω καυτό νερό.
Έκαψα τελείως το λαιμό μου τώρα.
Εξάλλου τα αμύγδαλα ψημένα είναι πιο νόστιμα.
Τώρα έχω και δικαιολογία για τις στιγμές που δε μιλάω και δε γελάω.
Θα με ρωτάς τι σκέφτομαι .
Και δε θα χρειάζεται να σου απαντάω καν.
Αφού πια δε μπορείς να διαβάσεις τη σκέψη μου.
Μα κι όταν μπορούσες ανάγνωση έκανες.
Έβλεπες τα αμύγδαλα σαν εικόνα, τα θαύμαζες και τα έτρωγες.
Αμάσητα.
Γι αυτό πάντα τελειώνεις το φαγητό σου πριν από μένα.
Κι εγώ μένω μόνη μου στο τραπέζι.
Μαζεύεις όλα τα πιάτα εκτός από το δικό μου.
Και μετά φεύγεις.
Εγώ μένω.
Συνεχίζω να μασάω αργά το φαγητό μου, μέχρι την τελευταία μπουκιά.
Μα αυτές τις μέρες ξέρεις τι κάνω;
Αφήνω την τελευταία μπουκιά στο πιάτο.
Δεν θέλω να ξέρω τη γεύση της.
Δε θέλω να ξέρω τη γεύση της τελευταίας σκέψης σου.
Περιμένω να μου την πεις εσύ, όχι να τη μαντέψω.
Μα εσύ έχεις από ώρα φύγει.
Κι εγώ περιμένω.
Να έρθει η άνοιξη μάλλον.
Για να ανθίσουν οι αμυγδαλιές και να βγάζω λουλούδια από το στόμα μου.





Στατιστικά, εάν το δεις οι μέρες που ξεκινούν υπερβολικά ευχάριστα καταλήγουν υπερβολικά δυσάρεστα.

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

Δεσμοί [x= (2Ν+1)*λ/4] και Δεσμά.

  Είναι δύσκολη η χρονιά, αγάπη μου. Τα χρήματα όλο και λιγοστεύουν για όλους. Όμως αντί αυτό να μας κάνει πιο ανθρώπινους, αντί να μας καλλιεργεί τη συμπόνια, να μας ευαισθητοποιεί, έχει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Μας κάνει ολοένα και πιο απάνθρωπους. Δολοφονούμε ανθρώπους γιατί είναι διαφορετικοί, αδιαφορούμε για εκείνους που μας έχουν ανάγκη, καταστρέφουμε τους ίδιους τους εαυτούς μας.
  Με ενοχλεί που περνούν οι μέρες τόσο γρήγορα. Φεύγουν κι εγώ βρίσκω τόσες πολλές ομοιότητες μεταξύ τους που πλέον δε μπορώ να ξεχωρίσω πότε έχει έρθει η επόμενη μέρα. Λένε πως η τελευταία χρονιά στο σχολείο πρέπει να είναι διασκεδαστική, να σου αφήσει αναμνήσεις ανεξίτηλες που θα θυμάσαι σε σαράντα χρόνια και θα χαμογελάς. Θα αποζητάς τις χαρούμενες λυκειακές μέρες που έκανες βόλτες, χόρευες και γελούσες χωρίς μέτρο. Λένε. Λένε ότι έτσι θα πρέπει να είναι. Όμως εμείς τι θα θυμόμαστε; Τις ατέλειωτες ώρες ρουτίνας; Ξυπνάω, ντύνομαι, πάω στο σχολείο. Φεύγω από εκεί και το κεφάλι μου πονάει. Σπίτι, λίγο διάβασμα -όσο προλαβαίνω δηλαδή πριν τα προπαρασκευαστικά μαθήματα- μαθήματα, διάβασμα και πάλι, και ξαφνικά πήγε δώδεκα και μισή. Μπαίνω στο μπάνιο κι όσο νιώθω το νερό να τρέχει πάνω μου προσποιούμαι πως ξεπλένω τη ρουτίνα, πως διώχνω τη λάσπη του εκπαιδευτικού συστήματος που κατακάθεται πάνω μου καθημερινά, αποστειρώνομαι από την περίφημη στείρα αποστήθιση κι απομνημόνευση. Παλιότερα πριν με πάρει ο ύπνος σκεφτόμουν καταστάσεις που ήδη έχουν συμβεί ή θα ήθελα να συμβούν. Καταστάσεις ευχάριστες, πολύχρωμες. Δεν είναι ότι τώρα είναι γκρίζες οι καταστάσεις, απλά ανύπαρκες είναι. Δεν προλαβαίνω να σκεφτώ πριν κοιμηθώ. Ονειρεύομαι ότι ψάχνω τεκμήρια στα κείμενα και βρίσκω μόνο εποπτεία των αισθήσεων..νιώθω...ονειρεύομαι ότι νιώθω. Όμως μετά αλλάζει η διδακτική ώρα και ψάχνω παραγώγους και ίσως βρω κάποια λύση στον ύπνο μου, όμως συνήθως έχει φτάσει η ώρα να ξυπνήσω πριν τελειώσει η άσκηση. Κι η ρουτίνα συνεχίζεται, κι είναι ακόμα αρχή.
  Και μέσα σε όλα αυτά γίνομαι πιο συναισθηματική και πιο ευέξαπτη και πιο εγωίστρια. Θέλω να είσαι εδώ για μένα όποτε εγώ έχω χρόνο, αλλά δε μπορώ να σου το πω ευτυχώς. Ευτυχώς κρύβω ότι έχω γίνει πιο εγωίστρια και πιο ευέξαπτη. Κρύβω ότι έχω γίνει λίγο πιο συναισθηματική και μου λείπει να μου λες "Υπομονή, μωρό μου. Είμαι δίπλα σου και θέλω μόνο να χαμογελάς και να είσαι καλά. Θα περάσουν οι μέρες αυτές, όλα θα πάνε καλά και μετά θα υπάρχει χρόνος." Και τις μέρες που ήσουν εδώ με αγκάλιαζες κι ήταν σαν να έλεγες αυτά κι ακόμα περισσότερα. Μα αυτό το τετραήμερο ήταν ένα όνειρο που πέρασε, ξυπνήσαμε. Και ξυπνήσαμε σε διαφορετικές πόλεις. Εσύ δίπλα στο λευκό πύργο και εγώ στον κούλε. 
  Νιώθω τύψεις γιατί σκέφτομαι εσένα αντί για τα στάσιμα κύματα και τις εξαναγκασμένες ταλαντώσεις (πιο εξαναγκασμένες όμως από τη δική μου ταλάντωση 'διάβασμα-ύπνος-διάβασμα'  δεν νομίζω ότι υφίστανται) που γράφω διαγώνισμα αύριο. 

(Σε εδίκασαν να σπαταλάς τα χρόνια σε μια ζωή χωρίς προοπτική. , που λέει και ο Παύλος.)
Καλό σαββατόβραδο σ'εσάς που βγαίνετε και σ'εμάς που διαβάζουμε.
Καλή υπμονή:)
 

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

Γεωμετρημένα Αισθήματα

Κι εσύ χάνεσαι και τρέχεις, περιμένεις εκείνον να τρέξει πίσω σου, περιμένεις να σε ακολουθήσει, να σ'αγαπήσει, να σε αποθεώσει. Περιμένεις και τρέχεις, τι ειρωνία. Πώς μπορεί κάποιος να τρέχει περιμένοντας κοριτσάκι; Πώς μπορεί κάποιος να περιμένει ενώ τρέχει; Τέτοιες όμορφες και μη πραγματοποιήσιμες αντιθέσεις τις βρίσκεις μόνο στα όνειρα. Γιατί ούτε να τρέξεις δεν τολμάς. Ονειρεύεσαι πως τρέχεις ενώ μόνο περιμένεις. Ονειρεύεσαι πως περιμένεις ενώ μόνο τρέχεις για να ξεφύγεις. Εν τέλει, ονειρεύεσαι πως τρέχεις για να τον προλάβεις ενώ μένεις στάσιμη, αόρατη, άχρωμη, άοσμη, εκείνος σε προσπερνά χωρίς να αντιληφθεί καν την παρουσία σου. Εκείνος είναι ο χρόνος ή ο έρωτας, τα καλοκαίρια που έφυγαν ή οι μυρωδιές που ξεθύμαναν, τα λόγια που έμειναν λέξεις όταν οι φωνές χάθηκαν...Μα χάνονται οι φωνές; Όχι βέβαια, εμείς επιλέγουμε να τις (ξε)χάσουμε. Εμείς επιλέγουμε να τις διαγράψουμε, είτε γιατί δεν τις θυμόμαστε αρκετά συχνά, είτε επειδή κρατήσαμε μόνο τις λέξεις και τίποτα άλλο. Κι έτσι τα βράδια είσαι μόνος και στα αυτιά σου αντηχούν σ'αγαπώ που έχουν ξεθυμάνει, στα μάτια σου αναβοσβήνουν εικόνες γενικευμένες, και τα γέλια αντηχούν όλα παρόμοια. Μα το γέλιο του καθένα είναι τόσο χαρακτηριστικό, πώς μπορείς να τα συγχέεις όλα μεταξύ τους; Δεν είπαμε; Γενικεύτηκαν. Είναι η ατέλειωτη προσπάθεια του ανθρώπου να παρομοιάσει τη ζωή του με τα μαθηματικά. Να υπολογίσει την κάθε πτυχή της, να μετρήσει την κάθε απώλεια ή το κάθε δευτερόλεπτο χαράς που του απομένει ακόμα, να προσθέσει όλες τις αναμνήσεις μαζί κι ύστερα να αφαιρέσει μια δόση εικόνων πολύ προσωπικών που θέλει να αφήσει ανέπαφες, να πολλαπλασιάσει τις στεναχώριες του- ή καλύτερα να τις μετατρέψει σε συνάρτηση εκθετική, κι ύστερα να αρχίσει να διαιρεί. Τις στιγμές και τα όνειρά του. Να αρχίσει να μοιράζει τον εαυτό του σε κομμάτια, να τον χαρίζει απλόχερα ή να τον πουλάει. Μα πάντα να κρατάει εκείνα τα υπόλοιπα της διαίρεσης, πάντα να του μένει μια γεύση του παραδείσου που δεν εκμεταλλεύτηκε. Όσο για τη γεωμετρία, καλύτερα να μην την ακουμπήσει καθόλου.  Έβαλα τα συναισθήματά μου σε τροχιές γύρω σου, κι από τότε προσπαθώ να τετραγωνίσω τον κύκλο.


Υ.Γ. Η φωτογραφία τραβήχτηκε από ένα λατρεμένο άτομο, εκεί που -αν όλα πάνε καλά- θα βρεθώ για ένα βράδυ, σε λιγότερο από μήνα.

~Δεν ξέρω που πηγαίνω,
σινιάλα μακρινά.
Μπορεί να με κοιτάξεις ξανά,
με μάτια αληθινά.
Πέρασε ο καιρός και έχεις πια χαθεί.
Σύννεφα καπνού σε έχουν σκεπάσει.
Πέρασε ο καιρός μα είμαι ακόμα εκεί.
Ψάχνω για να βρω τι έχω χάσει.


Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Μιλούσες για το χρώμα της μοναξιάς..

Τα σύννεφα έξω από το παράθυρο μοιάζουν σαν χιονισμένη πλαγιά ή σαν αφρισμένη θάλασσα. Με συμφέρει να σκέφτομαι το δεύτερο, μιας κι η θάλασσα είναι σε κάθε περίπτωση φιλικότερη από το κρύο. Ακόμα κι όταν είναι μανιασμένη, κι όταν σε απειλεί, ή όταν σε καταπίνει -για λίγο ή για πάντα-. Η θάλασσα είναι σαν όλους μας μα και σαν κανένα από μας, είναι σαν άλλο ένα άτομο ανάμεσά μας, μα κατέχει έναν πιο ιδιαίτερο ρόλο. Μπορεί να τη μισείς, μπορεί να τη λατρεύεις, μπορεί να τη σκέφτεσαι και να χαμογελάς, μπορεί να σου φέρνει αναμνήσεις, όμως σε καμία περίπτωση δε θα σου είναι αδιάφορη. Με τους υπόλοιπους ανθρώπους δε συμβαίνει το ίδιο. Οι άνθρωποι φεύγουν κι έρχονται, κι ακόμα κι όταν πιστεύουμε ότι τους έχουμε διώξει μια για πάντα από τη ζωή μας, εκείνοι επιστρέφουν. Και κάποιες φορές μπορούν να κάμψουν τις αντιστάσεις μας πιο εύκολα από όσο θα θέλαμε. Κάποιοι άνθρωποι όμως -είτε τους καταπιεί ή θάλασσα, είτε η χιονισμένη πλαγιά, είτε η άσφαλτος, είτε ο εαυτός τους και οι συνθήκες- δεν ξεχνιούνται, γιατί αγαπήθηκαν. Κι όταν αγαπάς δεν ξεχνάς, γι αυτό και δέχεσαι πίσω όσους νόμιζες πως είχες διαγράψει, γι αυτό οι άνθρωποι ξέρουν τις δυνατότητές τους μαζί σου και αντιλαμβάνονται πως νιώθεις γι αυτούς, ακόμα κι όταν προσπαθείς να το κρύψεις. Ξέρουν αν τους είσαι απαραίτητος, ξέρουν αν τους συμπαθείς ή όχι, και πράττουν ανάλογα. Σήμερα ένας καθηγητής μας είπε ότι ο άνθρωπος είναι σχέσεις. Κι εγώ θα συμφωνήσω. Όλη η αξία μας μπορεί να φανεί σε πολλούς, όμως μόνο όσοι είναι πιο κοντά μας θα την εκτιμήσουν, θα την καταλάβουν. Μόνο οι πιο κοντινοί θα μας επικροτήσουν πραγματικά, θα χαρούν με τη χαρά μας, και θα μας αγκαλιάσουν όταν θα το χρειαζόμαστε. *Η αγάπη, σε κάνει ευάλωτο, ανασφαλή...*. Είναι μνήμες ο άνθρωπος, συμπλήρωσε...Κι όνειρα, συμπληρώνω εγώ. Και γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή αυτό μένει από εμάς, οι σχέσεις -τα όσα νιώσαμε, τα όσα ένιωσαν οι άλλοι για μας, όσοι μας βοήθησαν κι όσοι βοηθήθηκαν κι έμαθαν από εμάς- οι μνήμες -όσα ζήσαμε, όσα καταφέραμε, και το χαμόγελό μας ή τα χαμόγελα που εμείς προκαλέσαμε- και τα όνειρα - όσα καταφέραμε, όσο θελήσαμε, όσα υλοποιήσαμε κι όσα δεν προλάβαμε-.

Όσο κι αν απ'το ένα παράθυρο βλέπω τη λευκή καταχνιά, τα σύννεφα.., από το άλλο βλέπω ένα μέρος της πόλης που ποτέ δεν παύει να ζει, ποτέ δεν κοιμάται, ποτέ δε σβήνει. Σαν τη ζωή. Μπορεί να σβήσει, να χαθεί στην καταχνιά, όμως αυτό δε σημαίνει ότι θα σταματήσει να υπάρχει ο κόσμος. Δυστυχώς ή ευτυχώς;


Νομίζω ότι πρέπει να σταματήσω τις παρομοιώσεις. Και πρέπει να σταματήσω να αναμασάω τα ίδια. Όμως τι να κάνουμε, όλα μέσα στη ζωή είναι, ειρωνία...

Καλό μεσημέρι:)

Υ.Γ. Να μη μιλάς γι αυτά που ούτε στο τόσο δεν αγγίζεις,διάβασα κάπου.

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Φοβίες

"Όταν πιέζεις τον εαυτό σου τα καταφέρνεις. Τότε  είναι που τα καταφέρνεις καλύτερα από κάθε φορά". Η φωνή του ηχούσε ακόμα στ'αυτιά της όσο εκείνη περίμενε το ασανσέρ. Δεν ήξερε αν ήθελε να πάει. Η χάλκινη πλάκα στην είσοδο της πολυόροφης πολυκατοικίας, που η ίδια είχε σχεδιάσει, είχε πάνω χαραγμένο το όνομά του. Το ασανσέρ ήταν στο δεύτερ, όμως φαίνεται πως το ξανακάλεσαν γιατί άρχισε να ανεβαίνει και πάλι. Η υπομονή της κόντευε να εξαντληθεί. Η ανασφάλειά της και η αβεβαιότητά της για το αν ήθελε να επισκεφτεί εκείνο το οίκημα, στο οποίο είχε ξαναμπεί πριν λίγα χρόνια -όσο αυτό ακόμα χτιζόταν- της προκαλούσαν νεύρα. Ωστόσο ήξερε ότι δεν ήταν αυτή η πραγματική αιτία που την ωθούσε να κουμπώνει και να ξεκουμπώνει βιαστικά τα κουμπιά του μοντγκόμερύ της. Το συγκεκριμένο γραφείο ήταν. Που απ'έξω θα είχε μια χάλκινη πλάκα πανομοιότυπη μ'εκείνη της εισόδου. "Μηχανολόγος Μηχανικός" , έτσι έγραφε κάτω από το όνομά του. Αλλά δε θα μπορούσε να ξέρει. Μέχρι πριν φτάσει στην είσοδο δεν ήξερε ποιος ήταν ο μηχανολόγος στον οποίο την έστειλαν από την κατασκευαστική εταιρία που δούλευε.
Η ψηλή ξανθιά γραμματέας της είπε να περιμένει. Αρχικά δεν αναγνώρισαν η μια την άλλη. Έπειτα η κοπέλα πρόσεξε το όνομα της υπαλλήλου  μπροστά στο γραφείο της. "Ζένια;" τη φώναξε ξαφνιασμένη. "Βιολέττα;" της απάντησε το ίδιο ξαφνιασμένη και η γραμματέας. Μια κοφτή και βαθιά φωνή διέκοψε την ανάλαφρη συζήτησή τους. "Ζένια πες στον αντιπρόσωπο της κατασκευαστικής να περάσει". Η Βιολέττα κοκάλωσε. Μόνο τα πόδια της κινούνταν, μα προς τη λάθος κατεύθυνση. Έπρεπε να φύγει, να τρέξει προς τις σκάλες, να αναπνεύσει. Άκουσε τη Ζένια να τη ρωτάει αν είναι καλά και κατάλαβε ότι είχε αφαιρεθεί. Μπήκε βιαστικά στο γραφείο του και έκλεισε την πόρτα. Εκείνος ήταν σκυμένος πάνω από μία τεράστια στοίβα χαρτιών. "Κάθισε. Σε λίγα λεπτά τα χαρτιά θα έχουν τυπωθεί και θα τα υπογράψω" είπε, χωρίς να την κοιτάξει καν. Εκείνη δεν απάντησε, το βλέμμα της είχε καρφωθεί στις φωτογραφίες πάνω στο γραφείο του. Ο ίδιος, και δύο άντρες που γνώριζε πολύ καλά, ο γιατρός και ο δικηγόρος της συγκεκριμένα. Και οι τρεις πολύ κομψά ντυμένοι και χαμογελαστοί. Δεύτερη φωτογραφία. Οι ίδιοι τρεις άντρες ανάμεσα σ'άλλους πολλούς, μα αυτοί ξεχώριζαν, στέκονταν δίπλα δίπλα και χαμογελούσαν σε μια φωτογραφία γεμάτη σοβαρούς, μουντούς, κουστουμαρισμένους τύπους. Εκείνος ήταν άκομα πάνω από τα χαρτιά του. Κάθε λίγο γύριζε να κοιτάξει την οθόνη του υπολογιστή. Γύρισε ξαφνικά να πιάσει τα ζεστά αντίτυπα που έβγαιναν από τον εκτυπωτή. "Δεν έχεις καμιά φωτογραφία μαζί της;" τον ρώτησε εκείνη. Τα αντίτυπα σκόρπισαν στο πάτωμα ενώ εκείνος γύρισε να την κοιτάξει. Είχε ξεχάσει τις λεπτομέρειες του προσώπου της, είχε ξεχάσει το βλέμμα της, σχεδόν τελείως. "Με τη Ζένια εννοώ, που είναι έξω ως γραμματέας σου" συμπλήρωσε εκείνη. "Είναι παντρεμένη κι έχει παιδιά. Όχι μαζί μου. Είδες όμως, τα κατάφερα τελικά. Την αγόρασα. Τώρα εξαρτάται σε τεράστιο βαθμό από μένα" της απάντησε. "Ναι το βλέπω. Όλα τα αγόρασες, και το γραφείο, και τη γυναίκα,και το σπίτι και το αυτοκίνητο. Όσο για τις κοιωνικές επαφές ας μη θίξουμε το θέμα καλύτερα. Αποτελείς πια ένα από τα πιο δημοφιλή κοσμικά πρόσωπα της πόλης. Οπότε τα κατάφερες" και με μια μικρή παύση, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία της συμπλήρωσε "κατάφερες να αγοράσεις την ευτυχία. Πώς σου φαίνεται λοιπόν;". Εκείνος την κοίταξε απευθείας στα μάτια "Ξέρεις πολύ καλά πως είναι η κατάσταση που αγόρασα. Κι εγώ ήξερα απ'την αρχή ότι έτσι θα είναι η ευτυχία".
"Κι εξακολουθείς,λοιπόν, να πιστεύεις ότι αυτή είναι η πραγματική ευτυχία; Αυτή είναι η ευτυχία που αξίζεις; Ή έχεις βολευτεί απλά σε αυτή; Δε θέλω να πιστέψω ότι είσαι τόσο αφελής για να πιστέψεις ότι αυτό είναι το καλύτερο που μπορείς να έχεις, τα χρήματα. Δε θέλω να πιστέψω ότι είσαι επιφανειακός, ότι νοιάζεσαι μόνο για την εικόνα σου." δήλωσε εκείνη πεισματικά, ενώ σημάδια έξαψης εμφανίστηκαν στο πρόσωπό της.

"Με ήξερες καλύτερα από τον καθένα, και ξέρεις ότι έτσι είμαι."
"Το θέμα δεν είναι αυτό. Είναι το αν είσαι ικανοποιημένος από τη ζωή σου ή αν προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι είσαι ικανοποιημένος." απάντησε εκείνη. "Οπότε απάντησέ μου σε παρακαλώ. Ελικρινά. Αν είσαι χαρούμενος με την πορεία σου, με τη ζωή σου, με όλα,...κι ύστερα μπορείς να μου δώσεις τα χαρτιά και να κάνουμε σαν αυτή η συζήτηση να μη συνέβη ποτέ."
"Αλλιώς;" ρώτησε εκείνος, ψάχνοντας κάτι στα συρτάρια του μεγάλου ξύλινου γραφείου του.
"Αλλιώς...αλλιώς ότι θέλεις. Τι θέλεις;"
Εκείνος επιτέλους βρήκε ό,τι έψαχνε στο συρτάρι. Άνοιξε ένα λευκό φάκελο κι έβγαλε από μέσα τέσσερις εικόνες. Η Βιολέττα γνώριζε τόσο καλά εκείνες τις εικόνες. Σε όσες δεν ήταν μέσα κατείχε το ρόλο του φωτογράφου.Αναγνώρισε και το γραφικό της χαρακτήρα στο εξώφυλλο του φακέλου, ακόμα. "Αυτό θέλω. Μπορείς να μου το δώσεις;" 
Εκείνη δίστασε. "Στέφανε, αυτό...αυτό...ήταν δεκαπέντε χρόνια πριν. Όλοι έχουμε αλλάξει από τότε. Όσοι ήταν να κρατήσουμε επαφή κρατήσαμε και αυτό το ξέρεις πολύ καλά."
"Όπως ξέρω πολύ καλά κι ότι οι μόνοι που δεν κράτησαν επαφή από εκείνη την παρέα ήμασταν εμείς...Γιατί Βιολέττα;"
"Επειδή πονάει. Πονάει να ξέρω ότι αποδέχεσαι μια ευτυχία που είναι κατώτερή σου. Πονάει να ψάχνεις στα λάθος μέρη και πονάει να βλέπω τις ανασφάλειές σου να πολλαπλασιάζονται. Για μένα πονούσε δυο φορές πιο πολύ. Μια επειδή πονούσες εσύ...ΕΣΥ. Και μια γιατί είχα αποτύχει, είχαμε αποτύχει, το ανθρώπινο είδος είχε αποτύχει. Και γιατί δεν ξέραμε τι θέλαμε.Θα σε ξαναρωτήσω μια και τελευταία φορά. Και μετά θα κάνω ότι μου πεις. Είτε θα φύγω, είτε θα μείνω-
"Για πόσο θα μείνεις;" την έκοψε εκείνος.
"Για όσο χρειαστεί. Η ερώτησή μου είναι η προηγούμενη. Δε θέλω να ξέρω αν είσαι ικανοποιημένος. Θέλω να ξέρω αν είσαι ευτυχισμένος", είπε εκείνη. Προχώρησε προς το μεγάλο παράθυρο του τέταρτου΄. Κοίταζε κάτω. Ήξερε ότι κι εκείνος κάθε μέρα κοίταζε κάτω. Το ένιωθε. Ένιωθε ότι κάθε μέρα που εκείνος κοιτούσε το γκρίζο -γκρίζος ο δρόμος κάτω,γκρίζα και τα κτίρια γύρω γύρω,γκρίζος κι ο ουρανός πάνω..- σκεφτόταν το τέλος. Το τέλος της ζωής του. Σκεφτόταν ότι δεν ήθελε να είναι γκρίζο, ότι δεν ήθελε να είναι όπως τώρα. Δεν είχε όμως τη δύναμη να προσπαθήσει, δεν ήταν σίγουρος. Ποτέ δεν ήταν σίγουρος για τίποτα. Αυτή η ανασφάλεια κατέκλυζε κάθε μόριο του χαρακτήρα του και τον εμπόδιζε να ανακαλύψει πόσο όμορφο άτομο ήταν. Έψαχνε στην τσάντα τα τσιγάρα της, ήθελε να τα πετάξει μέσα στο γκρίζο. Ήθελε να εξαλείψει κάθε ίχνος γκρίζου από τη ζωή της, από τη ζωή του, από τις ζωές τους, από τη ζωή τους.
"Να μείνεις θέλω. Για όσο χρειαστεί", είπε εκείνος και στα μάτια του φαινόταν ότι το εννοούσε.

 

Καληνύχτα:)

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

Venceremos

-Πες μου, τι βλέπεις όταν κλείνεις τα μάτια σου;
-Το απόλυτο σκοτάδι, ένα μαύρο κενό.
-Δεν εννοώ κυριολεκτικά, εννοώ τι σκέφτεσαι, τι είναι αυτό που θυμάσαι ή επιθυμείς, ποια εικόνα έχεις στο μυαλό σου;
-Καμία, όταν κλείνω τα μάτια μου βλέπω μια μαύρη μάζα, το σκοτάδι. Αφού είναι κλειστά, τι θες να δω;
-Δε θέλω να δεις, θέλω να φανταστείς....Λοιπόν;
-Λοιπόν, δεν έχω φαντασία. Καθόλου..
-Μα αυτό δε γίνεται. Όλοι έχουν φαντασία, ίσως να μην την εξασκούν ή να μην τη χρησιμοποιούν, αλλά διαθέτουν, γεννιούνται με αυτήν. 
-Ε, εγώ έτυχε να διαφέρω.
-Κι όταν είσαι μόνος σου, όταν δεν έχεις κάτι να κάνεις κάτι που να πρέπει να σκεφτείς, όταν είσαι ελεύθερος... τι κάνεις;
-Γιατί εσύ τι κάνεις τότε; 
-Εγώ σκέφτομαι καταστάσεις, σενάρια, πραγματικά και φανταστικά μαζί. Δεν το κάνω εσκεμμένα, απλά κατακλύζουν το μυαλό μου. Ξέρω όμως ότι όταν θέλω μπορώ να το ελέγξω, να κλειδώσω εκείνη την πόρτα και να πατήσω στην πραγματικότητα και μόνο. 
-Μήπως λειτουργεί εις βάρος σου αυτό;
-Όχι γιατί έχω μάθει να το ελέγχω. Στην αρχή είναι επικίνδυνο...πάντα είναι επικίνδυνος ο ανθρώπινος νους...Παίζει μαζί σου, μέσα απ'τα όνειρα που κατασκευάζει είτε όταν κοιμάσαι είτε όταν είσαι ξύπνιος, μπορεί να σου στείλει εικόνες που αδυνατείς να ερμηνεύσεις, σκέψεις που δεν ξέρεις πραγματικά από που πηγάζουν...Μέχρι κάποια στιγμή να τρελαθείς. Αυτά είναι τα αποτελέσματα της φαντασίας χωρίς μέτρο, είναι σαν ναρκωτικό, από τα πολύ ισχυρά. Φτιάχνεις μια πραγματικότητα δική σου, ζεις εκεί, κι ακόμα κι αν όλοι προσπαθούν να σε βγάλουν απ'αυτή εσύ αδυνατείς να ξυπνήσεις. 

Ανασήκωσε το κεφάλι του από το βιβλίο ξεφυσώντας. Όχι δε γινόταν να συγκεντρωθεί και να διαβάσει σήμερα. Ήταν λες κι άκουγε τη φωνή της συνέχεια, όχι μόνο στο κεφάλι του, μα και στο δρόμο, ακόμαι και μέσα στα ακουστικά του κάποιες φορές. Κι όμως προσπαθούσε να τον προειδοποιήσει, προσπαθούσε να του δείξει ότι δεν έπρεπε να προσκολληθεί σε εκείνη, δεν έπρεπε να χαθεί στις σκέψεις του, χρειαζόταν κάποιον να τον τραβήξει και γρήγορα μάλιστα, πριν η μαύρη εκείνη άβυσσος της φαντασίας του απέβαινε εις βάρος του κι από χάρισμα μετατρεπόταν σε κατάρα... Μα δεν ήταν ήδη κατάρα;

Ξύπνησε απ'τον ήχο του τηλεφώνου...
- Καλημέρα, από το φαρμακείο τηλεφωνώ... Τα φάρμακά σας έχουν φτάσει, όταν μπορέσετε ελάτε να τα παραλάβετε παρακαλώ..Πρέπει να συνεννοηθείτε και με τη γιατρό σας για τη δοσολογία...Χρειάζεται προσοχή με τα αντικαταθλιπτικά γενικά. 
-Ευχαριστώ. Καλημέρα σας...Απάντησε ψυχρά εκείνος καθώς έκλεινε το τηλέφωνο και άλλαζε πλευρό.

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Απογοήτευση.

Βγήκε απότομα από την εθνική φρενάροντας και άφησε τη μηχανή στο χώμα, φυτεμένο με πικροδάφνες, ακριβώς μπροστά στο μεταλλικό προστατευτικό κιγκλίδωμα στην άκρη του δρόμου. Κοίταζε κάτω και ζαλιζόταν. Βράχια, τραχιά, μύριζαν χώμα... και λίγο πιο μακριά -πολύ πιο κάτω στην πραγματικότητα- το απέραντο μπλε. Τα κύματα έσκαγαν στην ακτή με δύναμη τεράστια κι ο άνεμος βούιζε μες στο κεφάλι της. Έβγαλε το κράνος κι ένιωσε τα μαλλιά της να φεύγουν με τον άνεμο. Τα σύννεφα πύκνωναν στον ουρανό ενώ εκείνη έβγαζε τα ζεστά ρούχα της κι ένιωθε κάθε πόρο του δέρματος της να ανοίγει καθώς εισχωρούσε το κρύο. Άρχισε να ψιχαλίζει κι εκείνη είχε πια περάσει το κιγκλίδωμα, ένα βήμα και μετά δε θα υπήρχε άλλο. Το τελευταίο βήμα που θα έκανε θα την ένωνε με τη θάλασσα, τη στιγμή που οι χαμένες σταγόνες της βροχής ξαναγυρνούσαν εκεί που ανήκουν-αυτό έπρεπε να κάνει κι εκείνη (εξάλλου μια χαμένη σταγόνα βροχής ήταν κι αυτή!), και τον άνεμο που την παρότρυνε συνεχώς, σπρώχνοντάς την όλο και πιο πέρα.
Δε λύγισε τα γόνατά της για να πάρει φόρα. Απομακρύνθηκε από το κιγκλίδωμα και στάθηκε στη μέση του δρόμου. Όχι , δε θα άφηνε κανένα αυτοκίνητο να την παρασύρει ή να τη χτυπήσει σοβαρά. Έτρεξε με όλη της τη δύναμη, σαν να την κυνηγούσαν-μα την κυνηγούσαν, αναμνήσεις, σκέψεις, ο εαυτός της, οι άλλοι, η ζωή, η αδυναμία του χαρακτήρα της, η απάθειά της, τα ελαττώματά της, η απόρριψη, όλα- και πέταξε. Άνοιξε τα χέρια της στα πλάγια εκείνα τα δευτερόλεπτα της πτώσης. Δεν πέρασε καμιά εικόνα απ'το μυαλό της, ούτε ανάμνηση, ούτε αγαπημένα πρόσωπα ή αντικείμενα, τίποτα. Περίμενε ν'ακούσει έστω μια μελωδία στ'αυτιά της, να της δείξει ότι επιτέλους άγγιζε την ελευθερία, και πάλι τίποτα. Το σκούρο μπλε πλησίαζε, όμως τώρα έμοιαζε πιο πολύ με μια μάζα  άσπρη, αφρισμένη, θυμωμένη για ό,τι συνέβαινε. Το τελευταίο συναίσθημα που βίωσε ήταν το ζεστό νερό να αγκαλιάζει το σώμα της αντίθετα με τον κρύο αέρα.
Και εκείνη τη στιγμή άνοιξε απότομα τα μάτια της με το αίσθημα της πτώσης.
-Όλα καλά; ρώτησε εκείνος, καθισμένος στον καναπέ με το λάπτοπ ακουμπισμένο στα γόνατά του, ξενυχτώντας λόγω της δουλειάς.
-Ναι, μόνο εκείνο το περίεργο αίσθημα της πτώσης, ξέρεις της απογοήτευσης.





 Υ.Γ. Δεν ήμουν πάντα ούτε τόσο σνομπ, ούτε τόσο αναίσθητη ή κυνική. Αν γνώριζα τον παλιό εαυτό μου είμαι σίγουρη ότι θα με λάτρευα.

 Όσα κομμάτια κι μπορέσεις να ενώσεις
Δεν θα σου φτάσουν μια στιγμή για να με νιώσεις
Στα είπα όλα
Φίλα με τώρα


Καληνύχτα!

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012

Εισιτήρια στην τσέπη μου και πράγματι ταξιδεύει η σκέψη μου...

-Τέλειωσε;
-Ναι, έφυγε, μα θα ξανάρθει.
-Δε θα είναι το ίδιο. Δεν πρέπει να είναι το ίδιο, όσο κι αν θέλεις κάποιες στιγμές να τις ξαναζήσεις.
-Κράτα τις ως αναμνήσεις.
-Δε θέλω. Δε θέλω να σκέφτομαι ότι τέλειωσε, όπως όλα τελειώνουν.
-Είτε θέλεις είτε όχι κάποια στιγμή θα το συνειδητοποιήσεις. Είτε η στιγμή αυτή είναι η μέρα της πρώτης φθινοπωρινής βροχής, είτε η στιγμή που θα ξανακαθίσεις σε θρανίο, είτε όταν θ'αρχίσεις να τρέχεις πάλι και να μην προλαβαίνεις τίποτα, πόσο μάλλον να αντιληφθείς τις στιγμές που περνάνε. Ίσως πάλι να'ναι ημέρα Σάββατο, να βρεθείς στο κέντρο της λατρεμένης πόλης και να επαναλαμβάνεις τη συνηθισμένη ρουτίνα, κινήσεις ίδιες κι απαράλλαχτες, μέρη συνηθισμένα - μόνο που τώρα κάποιοι κάτι θα λείπει.
-Μελαγχολώ στη σκέψη, ξέρεις. 
-Θα συνηθίσεις.
-Δε θέλω να συνηθίσω. Φοβάμαι τη δύναμη της συνήθειας.
-Νόμιζα ότι φοβόσουν μόνο τον εαυτό σου.
-Κάποτε φοβόμουν πολύ λιγότερο, φοβόμουν άτομα ή καταστάσεις. 
-Τώρα τι άλλαξε;
-Τώρα φοβάμαι συνθήκες και συναισθήματα. Κι αυτό το συν. Το βλέπω κι ανατριχιάζω. Συνάνθρωπος, κάποιος για τον οποίο έχεις πάψει να νοιάζεσαι. Συναίσθηση, κάτι χαμένο εδώ και καιρό. Συνείδηση, κάτι πολύ βαρύ που δεν μπορείς να κουβαλήσεις πια. Συζήτηση, κάτι που σου λείπει ίσως; Λέξεις απλές. Που όταν προσθέσεις αυτό το συν αποκτούν τόση δύναμη. Η δύναμη του "μαζί".
-Φοβάσαι το μαζί ;
-Όχι, είναι ωραία λέξη, εύηχη. Θυμίζει ύφασμα, ή πέτρωμα. Κάτι πολύτιμο σίγουρα, κάτι που αξίζει να φυλαχτεί για να μείνει ανέπαφο από τα υπόλοιπα συν,  απ'τις συνθήκες, τις συνέπειες, τις συνολικές μεταβολές, τις συμβουλές, τους συμβιβασμούς, τις τρισύλλαβες φράσεις που χάνουν το νόημά τους -σ'αγαπώ, σε θέλω, μου λείπεις, πού είσαι, μη φύγεις, να φύγεις!, δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν ξέρω...τι θέλω;- . Όλα αυτά τα συν ζηλεύουν το μαζί. Γιατί αυτό στέκει μόνο του στο λόγο -μα και στις πράξεις-, έχει ισχύ κι υπόσταση, γι αυτό θέλουν να το καταστρέψουν.
-Και δυστυχώς τα καταφέρνουν τόσο συχνά.
 

Όμορφη κι η τελευταία αυγουστιάτικη πανσέληνος, αν και προσωπικά θα προτιμήσω την πρώτη. Ειδικά όταν πρωτοβγήκε το φεγγάρι της αρχής του Αυγούστου ήταν πολύ όμορφο, κι η μέρα εκείνη στενάχωρη, μα το αποτέλεσμά της όμορφο.
Καλό μήνα, λοιπόν, να έχουμε ένα όμορφο Φθινόπωρο.


Υ.Γ.Σήμερα άδειαζα την τσάντα μου, ταχτοποιούσα γενικά, και κάθε τρεις και λίγο έβρισκα εισιτήρια του κτελ, αποδείξεις από καταστήματα εκτός πόλης, και διάφορα -φαινομενικά άχρηστα και χωρίς αξία- αντικείμενα. Αν ήμουν πιο ευσυγκίνητη ξέρω ότι θα είχα δακρύσει.

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

Βεγγαλικά

Από ένα δωμάτιο φαινομενικά άδειο- μόνο μια πολυθρόνα υπήρχε μ'ένα λευκό σεντόνι ζαρωμένο πάνω της- ακουγόταν μουσική. Μπήκα στο δωμάτιο και τον βρήκα εκεί, να κάθεται και να κρατά το ξέχειλο σταχτοδοχείο. 
Μου ζήτησε τσιγάρο κι εγώ κάθισα δίπλα του.
Μου είπε να φύγω, μα τον αγκάλιασα.
Κοιτούσε το κενό κι εγώ κοιτούσα τα μάτια του.
-Εσύ τα κάπνισες όλα αυτά; Ρώτησα.
-Αφού ξέρεις ότι δεν καπνίζω. Μάζευα γόπες απ'το δρόμο.
-Γιατί να το κάνεις αυτό;
-Τα πεταμένα τσιγάρα είναι βάσανα που έχουν ξεφορτωθεί διαφορετικοί άνθρωποι. Το καθένα κουβαλάει μια διαφορετική ιστορία βιασύνης, πόνου, δακρύων, συνήθειας. Κάποια είναι δαγκωμένα στην άκρη, άλλα λερωμένα με κραγιόν, άλλα πατημένα δίχως έλεος, λιωμένα. Κάποια είναι στριφτά, τυλιγμένα απρόσεχτα κι άλλα από πακέτα, ακριβά.
-Τότε γιατί δε ζεις τη δική σου ιστορία αλλά ψάχνεις αυτές των άλλων ανθρώπων;
-Κάποιες από αυτές ίσως μπλέκονται με τη δική μου.
-Μπλέκονταν στο παρελθόν, μάλλον. Γιατί τώρα έχεις παραιτηθεί, δεν προσπαθείς να συνυφάνεις τη δική σου ιστορία με αυτήν κανενός.
-Απογοήτευση ή απλά δεν έχω όρεξη, τώρα.
-Μα μην περιμένεις να σου έρθει έτσι ξαφνικά η όρεξη, αν μένεις άπραγος.
Με έσφιξε πάνω του, η μυρωδιά του με ζάλιζε. 
Πήρα το σταχτοδοχείο από τα χέρια του, κι αυτός πείραζε τα μαλλιά μου.
Βεγγαλικά ακούγονταν να πέφτουν έξω, κάπου κοντά. 
Φαίνονταν από το μεγάλο παράθυρο απέναντι από την πολυθρόνα. 
Γύριζε το βλέμμα του πότε σ'αυτά, πότε σ'εμένα και πότε στο σταχτοδοχείο.
Με έσπρωξε για να σηκωθώ, κι ύστερα σηκώθηκε κι αυτός. Άνοιξε το παράθυρο του έκτου ορόφου και σκόρπισε στάχτες και γόπες στο δρόμο.
-Πράγματι, χρειάζεται να συνεχίσω τη δική μου ιστορία, κοριτσάκι. Προς το παρόν λέω να συνεχίσω τη συνύφανση με τη δική σου, τι λες; Είπε κλείνοντας το μάτι αρχικά και στη συνέχεια κλείνοντας εμένα στην αγκαλιά του.

Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

Νόστιμον Ήμαρ ( Η μέρα της επιστροφής)


Υπάρχουν κάποια άτομα που είναι σε θέση να σου προσφέρουν τόσο όμορφες συζητήσεις, να σε καταλάβουν απόλυτα. Κάποιοι που έχουν τόσο ίδια ή τόσο διαφορετική άποψη για τη ζωή και τις καταστάσεις, όλοι τόσο διαφορετικοί. Περνούν όλοι απ'τη ζωή σου, κανένας δε μοιάζει με τον άλλο, ο καθένας είναι τόσο υπέροχα μοναδικός με τον τρόπο του, κι εδω ταιριάζει να συμπληρώσω ότι αντιλαμβανόμαστε την υπεροχή αυτή μόνο μετά που θα τους χάσουμε. Αλλά για να χάσουμε κάποιον/κάτι φταίμε κι εμείς, και το μερίδιο ευθύνης μας είναι μεγάλο.
Δεν τους προσέξαμε αρκετά, πάντα φροντίζαμε να φαινόμαστε τέλειοι μπροστά τους, να φαινόμαστε όπως θέλουμε να μας δουν. Κάναμε ότι εκείνοι περίμεναν από εμάς, αν και συχνά αυτό ταυτιζόταν με αυτό που θέλουμε. Αλλά τι γίνεται όταν δεν ταυτίζονται αυτές οι επιθυμίες;
Ενεργούμε αυθόρμητα;
Ζητάμε απόψεις;
Κάνουμε υποθετικά σενάρια;
Κάτι από αυτά σίγουρα, και τέλος όλα αυτά μαζί.
Και μετά σκέφτεσαι ότι η ζωή είναι μια συλλογή στιγμών, δε θυμάσαι την υπερανάλυση και τις σκέψεις σου πριν απ'τις στιγμές, δε θυμάσαι τους φόβους ή τους δισταγμούς και τις προσδοκίες σου. Θυμάσαι μόνο τα γεγονότα, τις εικόνες, ίσως και τη μουσική που υπήρχε στο μπακγκράουντ ή τις ομιλίες που ακούγονταν χαμηλόφωνα στην καφετέρια. Μπορεί να θυμάσαι και κάποιες μικρολεπτομέρειες του χώρου που πρόσεξες όταν απέφευγες τα μάτια του άλλου, όταν υποτίθεται ότι σκεφτόσουν τι θα απαντήσεις, τι θα πεις, μα εσύ απλά περίμενες, εσύ είχες ακόμα στο μυαλό σου το τέλειο σενάριο και προσπαθούσες να οδηγήσεις τα γεγονότα εκεί.
Είναι μια κοπέλα που γράφει για τη θάλασσα. Μ'αρέσει να διαβάζω όσα γράφει, νιώθω ότι με καταλαβαίνει, ότι βγάζει απ'το μυαλό μου όσα θέλω να πω αλλά μ'ένα τρόπο μαγικό. Ίσως και να ταυτίζομαι με τη θάλασσα ή και με την κοπέλα. Ίσως και να ταυτίζομαι γενικά με άτομα και καταστάσεις επειδή φοβάμαι να αφήσω κάποιον να με ακούσει πραγματικά. 
Φοβάμαι ότι θα ταυτιστεί μαζί μου, ότι θα μου πει ότι με καταλαβαίνει.
Ότι έχει περάσει τα ίδια ή παρόμοια κι ότι θα βρεθεί λύση.
Δε θέλω να βρεθεί λύση, δε θέλω να βρεθεί το όνειρο ή το ζητούμενο. 
Δε θέλω να βρεθεί τίποτα παραμόνο χρόνος. 
Χρόνος, χρόνος, χρόνος...
Φεύγει κι εμείς μένουμε, προσκολλούμαστε σε όσα έφυγαν, κοιτάμε πίσω με αποτέλεσμα να βλέπουμε την κάθε στιγμή μετά που θα έχει φύγει, να πιάνουμε μόνο την άκρη των χρωμάτων και των ήχων της. Φοβόμαστε να γυρίσουμε το κεφάλι εκατόν ογδόντα μοίρες, δεν πρέπει κι όλας, δεν πρέπει να ασχολούμαστε με το θα,θα,θα και τους υπόλοιπους μέλλοντες.
Γύρνα μόνο ενενήντα μοίρες, προσπάθησε, συγκεντρώσου.
Πρόσεξε τις στιγμές, τα άτομα, μην τα αφήνεις να γλιστράνε μόνο από μπροστά σου, γιατί θα τραβήξουν το βλέμα σου και πάλι αριστερά προς τα πίσω, στα παλιά, κι όλα θα χαθούν,πάλι...


Τρίτη 17 Ιουλίου 2012

Αποπροσανατολισμός*

Νομίζω ότι παραπονιέμαι συνέχεια χωρίς λόγο, μόνο για να παραπονιέμαι. Αλλά μετά,όταν αρχίζω και σκέφτομαι, όταν αναλύω το γιατί δε νιώθω χαρούμενη, είναι λες και όλα ξαφνικά βγάζουν νόημα. Με βλέπετε χωρίς να με παρατηρείτε. Δε μπορείτε να με παρατηρήσετε. Παρατηρείτε μόνο τις ανάγκες σας, εκείνες που ξεκινούν και καταλήγουν στα λεφτά. Περιλαμβάνουν και την τηλεόραση και μερικούς καθημερινούς καβγάδες. Έτσι από συνήθεια,να μην ξεχνιόμαστε.
...
Έβαλε τα κλειδιά στην πόρτα.
-Πώς πέρασες;
-Καλά, εσείς τι κάνατε;
-Εδώ. Κι άλλες περικοπές λέει. Άργησες να γυρίσεις, πού θα πάει αυτή η κατάσταση πια; Έναν ιδιωτικό σοφέρ θέλεις! Ξέρεις πού έχει φτάσει η τιμή της βενζίνης; Μυρίζεις κάπνα πάλι, εμ βέβαια σε τέτοιους χώρους που πας! Το σπίτι σου δε σε βλέπει καθόλου πια. Κάτσε μια μέρα μέσα. Έχεις μπλεχτεί με τριάντα παρέες.Κλείσει λίγο τον κύκλο. Μάζεψε επιτέλους τα ρούχα σου...Στη ντουλάπα γίνεται χαμός! Μόνο απαιτήσεις έχεις. Μόνο ζητάς και περιμένεις. Τόσο εγωίστρια είσαι. 
-Συγγνώμη, Ζούσα.
Θα μπορούσαμε να ζούμε όλοι. Αλλά από τη στιγμή που δε θέλετε εσείς, γιατί να πρέπει κι εγώ να πεθάνω μαζί σας; Με βλέπετε χωρίς να με παρατηρείτε. Αλλάζω. Δεν είμαι τόσο εγωίστρια, απλά, να, δεν έχω καθόλου αυτοπεποίθηση και προσπαθώ να το κρύβω. Είμαι ανασφαλής επίσης, αλλά δε νοιάζεστε για να μου προσφέρετε ασφάλεια, συναισθηματική. Θέλω να σας εμπιστευυτώ,αλλά αντί να ανοίξετε το μυαλό σας αναμασάτε τις ίδιες παρατηρήσεις με το ίδιο υποτιμητικό βλέμμα. Τι να κάνω εδώ μέσα; Να κοιτάω είτε την οθόνη, είτε τους τοίχους, είτε τις μάσκες σας; Τι πρέπει να κάνω για να με προσέξετε και να θελήσετε να με γνωρίσετε πραγματικά;
 ...
-Πες μου ένα προτέρημά μου.
-Παράτα με, δεν είναι ώρα για βλακείες. Δε βλέπεις ότι βιάζομαι;
Βιασύνη, αυτό είναι πια η ζωή μας.
 ...
-Γιατί δε φοράς πια το ρολόι σου έξω από το σπίτι;
-Επειδή φοράω βραχιόλια τελευταία.
Επειδή βαρέθηκα να μετράω τα δευτερόλεπτα που μου απομένουν για να περάσω καλά. Βαρέθηκα να μετράω πόσο χρόνο ζωής έχω ακόμα κάθε μέρα. Κι όλοι είναι περαστικοί, γι αυτό έχω τριάντα παρέες. Επειδή όσο κι αν αγαπιόμαστε κάποτε χωριστά θα καταλήξουμε.
Η ανασφάλεια, που λέγαμε, μου βγαίνει σε κοινωνικότητα.
Η έλλειψη αυτοπεποίθησης σε εγωισμό, αλλά όχι ατομιστικά ακριβώς.
Η αδιαφορία σας με κάνει να εκτιμώ αυτούς που νοιάζονται για μένα.
Οι απαιτήσεις σας κι όσα δε θέλετε να καταλάβετε με οδηγούν έξω, με απομακρύνουν από εδώ, με οδηγούν στη ζωή. Ξέρεις, στον έξω κόσμο.
Κι ο τόσο συχνός πια θυμός, τα νεύρα σας, με κάνουν ν'αγαπάω όλο και πιο πολύ τη ζωή μου.
Και κάποτε νόμιζα ότι δε μπορώ να αγαπήσω, να φανταστείς...




Κυριακή 1 Ιουλίου 2012

άνθρωπος κυνηγά το άπιαστο, πληροφορίες εντός

Περπατούσα μόνη μου, βράδυ.
Όχι δε φοβόμουν, ούτε μου έλειπαν τα ακουστικά μου.
Κι ούτε η παρέα μου έλειπε, αν και την έψαχνα.
Άκουγα την πόλη, τα αυτοκίνητα, τις φωνές, τις βρισιές των μεταναστών.
Με ενοχλούσαν τα φώτα κι η βρομιά παντού.
Με ενοχλούσαν οι άνθρωποι που έκαναν σαν καθυστερημένοι, τι κι αν διασκέδαζαν;
Με ενοχλούσα κυρίως εγώ, πάντα με ενοχλώ.
Μου φαινόμουν αταίριαστη με το σκηνικό, υπερβολικά άδεια.
Μου φαινόμουν συναισθηματική,πληγωμένη χωρίς λόγο, σαν να ψάχνω κάτι.
Σαν να αναζητώ μόνιμα κάτι, να έχω βαρεθεί οτιδήποτε, να θέλω να βρω ενδιαφέρον σε οτιδήποτε.
Απλά οι ανθρώπινες σχέσεις είναι όλες τόσο ψεύτικες.
Κίβδηλες, κάλπικες ... Κατεστραμένοι δεν είμαστε όλοι;
Φοβόμαστε, ψάχνουμε δικαιολογίες για όλα.Κλεινόμαστε στους εαυτούς μας επειδή δε θέλουμε να πληγωθούμε αλλά πληγώνουμε άλλους από επιλογή.
Και μετά αναρωτιόμαστε γιατί νιώθουμε τόσο άδειοι.
Επειδή φοβόμαστε να τολμήσουμε; Δικαιολογίες. Κι αφού τολμήσεις πάλι άδειος θα νιώθεις.
Ποτέ ολόκληρος, πάντα κάτι θα λείπει, πάντα θα το ψάχνεις κι εκεί που θα νομίζεις ότι θα το έχεις βρει, κι ίσως αλήθεια θα το έχεις βρει, θα καταλάβεις πόσο άπιαστο είναι.
Θα αντιληφθείς ότι πάντα θα το κυνηγάς αλλά ποτέ δε θα το πιάνεις.
Τουλάχιστον κάποιοι κυνηγούν υλικά αγαθά,αυτοί απλά αλλοτριώνονται.
Εκείνοι όμως που κυνηγούν συναισθήματα;
Εκείνοι που κυνηγούν άτομα και καταστάσεις;
Εκείνοι που ονειρεύονται, προσπαθούν, παλεύουν, μα πάντα μόνοι φροντίζουν τις ανοιχτές πληγές τους;
Αυτοί, αγάπη μου, αργά ή γρήγορα τρελαίνονται απ'την επιθυμία,δίνονται ολοκληρωτικά στο παιχνίδι και χάνουν. Ίσως τους το πάρει και διπλό η ζωή.
Το λέει κι ένα τραγούδι που μας μάθαιναν παλιά, ο χαμένος τα παίρνει όλα.
Δηλαδή νικάει; Κατακτάει το άπιαστο;
-Σου δίνω μία στις εκατό πιθανότητες να κάνει κάτι μαζί σου. Σκέψου λογικά, ξύπνα.
Έχασα μία φορά, δε δικαιούμαι να τα πάρω όλα τώρα;
Και να ξαναχάσω, δε θα το δικαιούμαι περισσότερο;
Τελικά δεν πρέπει να μένω μόνη μου γιατί αρχίζω και σκέφτομαι.
Δεν πρέπει να σκέφτομαι, φοβάμαι τα παιχνίδια του μυαλού μου, και πάντα καταλήγω με αυτό το συναίσθημα, το απροσδιόριστο.
Μα κάπου βαθιά μέσα μου νιώθω, ξέρεις, κενή.


Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Η πόλη των τρελών.

Ποιοι δρόμοι κρύβονται και ποιοι με κυνηγούν
Ξέρω ότι σίγουρα οι περισσότεροι με κυνηγούν. Κι είναι εκείνοι οι γεμάτοι αναμνήσεις δρόμοι.Αντίθετα, λίγοι κρύβονται από μένα μιας κι εγώ είμαι αυτή που κρύβεται από τους περισσότερους προσπαθώντας να αποφύγω κομμάτια του εαυτού μου. Ή τουλάχιστον έτσι ήταν μέχρι που αποφάσισα ότι το Ηράκλειο είναι που είναι μικρή πόλη, οπότε δεν αξίζει να αποφεύγω ολόκληρες διαδρομές μόνο για μερικές στιγμές, όσο κι αν αξίζουν αυτές οι στιγμές. Τις κρατάμε και προχωράμε μαζί τους, τις αντιμετωπίζουμε, δεν τις φοβόμαστε. Εξάλλου, οι αναμνήσεις διαμορφώνουν μερικώς εμάς τους ίδιους.
Ποιοι νικημένοι ποιητές μ' ακολουθούν
Those
past versions of myself who were really confused and dark and sometimes lonely and often self destructive and without self esteem or confidence at all. Those versions of myself who write in english, listen to sad music and are the best at giving advice but never acting as they should have. And the worst part of it, is that not rarely people think that i'm still that person, that i still have a head full of melancholic, dark, negative thoughts about myself, my life and everything else.
Πώς να διαβάσω τα χείλη σου λοιπόν
Ή μάλλον
καλύτερα πώς να διαβάσω το μυαλό, τη σκέψη σου; Πώς να απαντήσω επιτέλους αυτή την ηλίθια ερώτηση που τόσο καιρό τώρα καθορίζει σε βαθμό τόσο μεγάλο τις πράξεις μου; Πώς να διαβάσω τα μάτια σου όταν σε νιώθω να γελάς και θέλω να γελάω; Πώς θα διαβάσω τα χείλη σου απόψε στη συναυλία μιας κι ελπίζω ότι εκεί που δε θα ακούω τι θα λες, θα καταλάβω λάθος, θ'ακούσω αυτό που τόσο επιθυμώ και θα ζω στην ψευδαίσθηση. Κι ίσως μετά να αναρωτιέμαι αν πρέπει να τολμήσω να διαβάσω τα χείλη σου με τα δικά μου και να συνεχίσω να αναρωτιέμαι γιατί με μισεί τόσο η φαντασία μου και να προσπαθώ να σταματήσω τη ροή των σκέψεών μου.
Ποιος να τη σώσει αυτή την πόλη των τρελών
Πες μου, δε θα'θελες να τη σώσουμε εμείς;
http://24.media.tumblr.com/tumblr_m5nu44goLu1qj7lb4o1_500.png

Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

sorry seems to be the hardest word,doesn't it?

ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΟΙΕΣ ΦΟΡΕΣ ΠΟΥ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΣΟΥ ΕΧΟΥΝ ΣΚΟΠΟ ΝΑ ΠΛΗΓΩΣΟΥΝ ΤΟΝ ΑΛΛΟ, ΤΑ ΛΕΣ ΓΙΑΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΤΟΝ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΝΙΩΣΕΙ ΧΑΛΙΑ=)

Τρίτη 22 Μαΐου 2012

κι άλλη φυλακή, εδώ, κι εκεί.

Επειδή πρόσφατα διάβαζα το κείμενο μιας φίλης σχετικά με τα κλουβιά,
τη φυλακή, και πως είμαστε δέσμιοι της ρουτίνας μας. Γι αυτό και μόνο.

Όλοι σε κάποια φάση της ζωής μας -ή και συνέχεια- θεωρούμε τις καταστάσεις φυλακή μας, τις συμπτώσεις επισκέπτες για το σύντομο χρονικό διάστημα που επιτρέπουν οι κανονισμοί της φυλακής και τις σκέψεις καταφύγιο. Μεταμορφώνουμε τις σκέψεις που θα'πρεπε να'χουν ειρμό σε όνειρα, ξεφεύγουμε από την πραγματικότητα για ποικίλα χρονικά διαστήματα και όταν επιστρέφουμε σ'αυτήν κρατάμε ως ενθύμιο μόνο μια γεύση αμφιλεγόμενη, πικρή σαν τη χαμένη ελευθερία μα και γλυκιά σαν τις αναμνήσεις. Εξ'άλλου ακόμα κι οι χειρότερες αναμνήσεις αφήνουν κάτι θετικό, είτε συναίσθημα, είτε ηθικό δίδαγμα-μήνυμα που ποτέ δε θα αντιληφθούμε πλήρως, μα και να το καταλάβουμε δε θα διστάσουμε να επαναλάβουμε τα λάθη μας. Γιατί; Μην αναρωτιέσαι, απλά κοίτα γύρω στη σκονισμένη φυλακή σου. Ξέρω τι βλέπεις, τοίχους γκρίζους ή βαμμένους με χρώματα ξεθωριασμένα. Ανανεώνεις τη μπογιά κάθε που κερδίζεις μια χαρούμενη ανάμνηση. Και συχνά κερδίζεις αυτές τις αναμνήσεις κάθε που κάνεις λάθη, που πληγώνεσαι. Προτιμάς να πληγωθείς αλλά να προλάβεις να πάρεις τη γλύκα εκείνη που γεύεσαι πριν καταλάβεις το λάθος σου, αυτό που θεωρείται λάθος σύμφωνα με τους κανόνες της φυλακής σου κοινωνίας. Κι αυτή η γλύκα (ή αρμύρα για άλλους, ή όποια άλλη γεύση βάζει ο νους σου) είναι εκείνη που χαράσσεται για πολύ καιρό, που ξαναδίνει χρώμα στον τοίχο της φυλακής σου και που κρατά το χρώμα αυτό ζωντανό μέχρι να έρθει ο πόνος ή οι ερινύες, και τέλος η λύτρωση. Σου λέω λύτρωση και εσύ τι καταλαβαίνεις; Νομίζεις ότι εννοώ το θάνατο ή την κατάσταση που μόνο ονειρεύεσαι, ξέρεις, που βγαίνεις από την πραγματικότητα όχι με τον επιθυμητό τρόπο,
αλλά με εκείνον που νομίζεις ότι ορίζεις τα όνειρά σου και τελικά καταντάς δέσμιος ενός γκρίζου σύννεφου που ρουφάει αχόρταγα το χρώμα απ'τους τοίχους της φυλακής σου, απλώνοντας κάτι σκοτεινό, χειρότερο απ'το γκρίζο το μουντό, κι εσύ πια δυσκολέυεσαι να ξαναβρείς τέτοιες στιγμές που θα επαναφέρουν το χρώμα. Και τελικά ίσως το γκρίζο σύννεφο να είναι ο ίδιος σου ο εαυτός, ίσως εκείνος να είναι η φυλακή απ'την οποία προσπαθείς να ξεφύγεις κι όχι η κοινωνία ή η πραγματικότητα. Καθημερινά, συντελούνται χιλιάδες αλλαγές σε εσένα τον ίδιο, κι εσύ επιλέγεις να χάνεσαι στο σκοτάδι της ρουτίνας σου αντί να ξαναβάψεις τους τοίχους του μυαλού σου. Γιατί τελικά αυτή είναι η φυλακή, το μυαλό σου. Όλα στο μυαλό σου είναι, κι η ζωή, κι ο φόβος, κι η ρουτίνα. Και κυρίως τα όνειρα. Τα όνειρα είναι η μορφίνη μας. Κι εκείνοι που λένε ότι δεν τη χρειάζονται, ότι μπορούν να ζουν χωρίς να ονειρεύονται, χωρίς να προσπαθούν να απαλύνουν τον πόνο, εκείνο που δεν έχει αιτία και λόγο ύπαρξης, είναι κι εκείνοι που θα έπρεπε να τους χορηγείται η μεγαλύτερη δόση ζωής μορφίνης. Ναι όλοι ασθενείς είμαστε αφού είμαστε μισοί και μίζεροι, αν αυτό αναρωτιέσαι.


Βροχοποιός

Είχα καιρό να υπογράψω κείμενό μου, αν και ότι δημοσιεύεται εδώ είναι δικό μου. Απλά τώρα νιώθω ότι ανοίγω επικύνδινα τις σκέψεις μου.