Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Χρυσόψαρα

Σεπτέμβρης του '11
"Γεια είμαι μεθυσμένη" είπε η κοπέλα καθώς πλησίζε τον νεαρό. Τον αγκάλιασε υπό τον γνώριμο ήχο από ανόητες αγάπες κι ύστερα τον φίλησε. "Δεν ξέρω αν είσαι εσύ αλλά δεν έχασα κάτι. Εξάλλου φιλάς ωραία" του είπε ενώ γελούσε. "Πέρνα του χρόνου τέτοια μέρα κι ώρα από τη Λότζια, αν το θυμηθώ θα περάσω κι εγώ να σου πω συγγνώμη." Εκείνη έφυγε την ώρα που τα πλοία σκόνταυταν στο φάρο. Εκείνος έμεινε εκεί. Ασάλευτος. Έκπληκτος.

Σεπτέμβρης του '12.

Είχε κουραστεί από το περπάτημα -τρέξιμο καλύτερα- πάνω κάτω. Από την ακρόαση τόσων διαφορετικών ιστοριών, από την αναζήτηση τόσων λύσεων σε προβλήματα διαφορετικής φύσεως. Είχε κουραστεί και πονούσε. Κάθισε στο πρώτο παγκάκι που βρήκε λαχανιασμένη. Η σωματική της κούραση μπερδευόταν με αυτή του μυαλού. Όχι πνευματική ακριβώς, την κούραση που νιώθεις μετά από το πολύωρο κι ίσως χωρίς αποτέλεσμα στίψιμο του μυαλού σου. Τα ξύλα στο παγκάκι ήταν σκληρά, τώρα πονούσε περισσότερο. Ένας περαστικός κάθισε δίπλα της. Έμοιαζε να περιμένει για κάποιον/κάτι γιατί κάθε δύο λεπτά κοιτούσε ανυπόμονα την ώρα από την οθόνη του κινητού του. "Έχεις κανένα ντεπόν μήπως;" τον ρώτησε εκείνη με προσμονή, ή ίσως απλά ήθελε να του πιάσει τη συζήτηση για να ξεχαστεί. Έπρεπε να μαζέψει δυνάμεις για να φτάσει σπίτι. Ίσως να μην ήθελε να φτάσει σπίτι και να ξανακλειστεί στο μοναχικό κελί της."Εεε όχι. Ίσως να έχει στο περίπτερο απέναντι" της απάντησε εκείνος κοφτά και αδιάφορα. Εκείνη έκανε πως δεν τον είχε ακούσει. Τρεις ματιές στην οθόνη του κινητού του για να σιγουρευτεί ότι πράγματι η ένδειξη που έβλεπε ήταν η σωστή. Σηκώθηκε βιαστικά και ένα λεπτό μετά στεκόταν μπροστά της με ένα μπουκάλι νερό. "Τα περίπτερα δεν είναι φαρμακεία, συγγνώμη ήμουν αφηρημένος. Ίσως αυτό σας βοηθήσει" της είπε με φιλικότερο τόνο από πριν. Ξανακάθισε στο παγκάκι, πιο κοντά της τώρα. Εκείνη μπορούσε να μυρίσει καθαρά το αλκοόλ γύρω του. "Ίσως τελικά τζάμπα προσπάθησες να χαλαρώσεις με το κρασί. Από ότι φαίνεται δε θα έρθει" του είπε απότομα παίρνοντας από το χέρι του το μπουκάλι με το νερό. Δεν ήθελε να είναι άλλο καλή, δεν ήθελε να ψάξει άλλες λύσεις για τα προβλήματα του κόσμου, δεν ήθελε να ζει άλλο μέσα από τις περιπετειώδεις ζωές των γύρω τις, και να προσπαθεί να τις βελτιώσει. Ξεσπούσε σ'έναν άγνωστο, εκείνος δεν την ήξερε. Θα την έκρινε, μα δε θα ξαναβρίσκονταν. Θα την έβριζε, μα σε δυο βδομάδες δε θα μπορούσε καν να θυμηθεί τη στιγμή εκείνη. "Ίσως και να έχεις δίκιο." της απάντησε εκείνος καθώς φορούσε τα ακουστικά του, δηλώνοντας πως επιθυμούσε η συζήτηση να λάβει τέλος. Της άρεσε που δε διαφώνησε μαζί της, που δε σηκώθηκε να φύγει και που δεν την έβρισε -τουλάχιστον όχι δυνατά. Δεν πονούσε όσο στην αρχή, είχε χαλαρώσει και ξεκουραστεί λίγο με το νερό. Έβαλε το ένα ακουστικό του στο αυτί της και ένα ρίγος τη διαπέρασε. Την ίδια στιγμή χτύπησε το κινητό της με ήχο ίδιο με αυτόν που ερχόταν από τα ακουστικά. Κοιτάχτηκαν πριν εκείνη προλάβει να απορρίψει την εισερχόμενη κλήση. "Είσαι το παιδί από τη συναυλία, έτσι; Γι αυτό δεν έφυγες όταν έγινα αγενής ως απάντηση στη δική μου αγένεια!" Είπε εκείνη ενώ κοκκίνιζε. Τώρα είχε τύψεις. Εκείνος χαμογέλασε αφήνοντας να φανούν τα ίσια λευκά δόντια του. Είχε γοητευτικό χαμόγελο. "Ίσως τελικά να μην πήγε τόσο τζάμπα το κρασί" απάντησε εκείνος κλείνοντάς της το μάτι. Σηκώθηκαν και περπάτησαν μέχρι τη θάλασσα. Μίλησαν για ώρες, ύστερα εκείνη τον φίλησε."Κανονικά εδώ πρέπει να σου πω συγγνώμη" του είπε κοιτάζοντας κάτω. Ύστερα ανέβασε το βλέμμα της στα γαλάζια του μάτια. "Όμως δε θα το κάνω. Δε μετανιώνω για μια από τις καλύτερες αυθόρμητες κινήσεις που έκανα σε μια από τις χειρότερες για μένα ώρες." του είπε. Εκείνος την αγκάλιασε και ξεκίνησαν να ανηφορίζουν. " Αν και από ότι βλέπω ξεκουράστηκες και περπατάς άνετα...Επειδή είμαι με το αυτοκίνητο..Μήπως θέλεις να σε πετάξω μέχρι το σπίτι σου; " Τη ρώτησε δισταχτικά, κι ύστερα πέταξε ένα από εκείνα τα υπέροχα χαμόγελά του.



*Τα χρυσόψαρα μου θυμίζουν το τέλος του καλοκαιριού, και τη μέρα που είχαμε πάει θάλασσα τελευταία φορά -μέσα Σεπτέμβρη κάπου...-

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

Απλά,

Κι αν μπορούσαμε να σκεφτούμε πέρα από τη λογική, τους κανόνες και τα άγχη μας; Αν προσπαθούσαμε να ξεφύγουμε από την καθημερινότητα που μας στοιχειώνει; Τότε απλά θ' απελπιζόμασταν με την ομορφιά που κρύβει ο κόσμος, θα προσπαθούσαμε να τη ζήσουμε μα δε θα τα καταφέρναμε, πολύ απλά επειδή θα μας ήταν αδύνατο να συνειδητοποιήσουμε ότι πράγματι μπορούμε να τα καταφέρουμε και χωρίς όρια. Έτσι θα βάζαμε εμείς όρια στους εαυτούς μας, θα επιστρέφαμε στις ζωούλες μας και στις υπεκφυγές μας. Θα ζούσαμε με δικαιολογίες του τύπου "η ευτυχία βρίσκεται σε μικρά καθημερινά πράγματα" και απλά θα συμβιβαζόμαστε. Ίσως όμως να μη μπορούμε να τα καταφέρουμε μόνοι μας, ίσως πράγματι να χρειαζόμαστε κάποιον να βάζει όρια σε εμάς, είτε άλλους είτε τον ίδιο μας τον εαυτό ... Οι κανόνες από τους άλλους -οι υποσχέσεις κι οι απαιτήσεις- τόσο εύκολα σπάνε όμως..Ενώ εκείνοι που βάζουμε εμείς στους εαυτούς μας -οι ελπίδες, τα πρέπει και τα δεν πρέπει- μπορούν να είναι ακατανίκητα, μιας και τότε δυσκολευόμαστε να αφήσουμε τον εγωισμό μας να πληγωθεί. Και τελικά, είμαστε όλοι εγωιστές είτε φανεροί, είτε κρυφοί...Ίσως και κρυφοί και από εμάς τους ίδιους μέχρι να έρθει η μέρα να το ανακαλύψουμε.



Θ'ακολουθήσει κάποια στιγμή κείμενο-απολογισμός μιας χρονιάς, σαν όλες τις άλλες και τόσο διαφορετικής από αυτές συνάμα.

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Είσαι εδώ μα απέχεις

Scenario 1.
Η κοπέλα φορούσε χρωματιστά ρούχα, είχε μαλλιά ελεύθερα, σγουρά, κι έτρεχε στο λιμενοβραχίονα. Ήταν καλοκαίρι κι είχε ήλιο. Το αγόρι της κρατούσε το χέρι. Ανέβηκαν πάνω στο μικρό τειχάκι που έκρυβε τη θάλασσα. Η κοπέλα ένιωθε το ερασιτεχνικό εκείνο φιλί και δε σκεφτόταν τίποτα άλλο. Ήταν χαρούμενη. Πριν βραδυάσει αποχαιρετάει το αγόρι και περπατάει προς την πλατεία. Τα πόδια της είναι λες και φορούν φτερά. Το χρωματιστό φαρδύ παντελόνι της παρασύρεται από τον ανάλαφρο καλοκαιρινό αέρα. Τα κουδουνάκια στα χέρια της ηχούν ευχάριστα καθώς εκείνη πετάει.

Scenario 2.
Η κοπέλα ήταν ντυμένη στα μαύρα κι είχε μαλλιά ίσια, επιμελημένα.Η παραμικρή λεπτομέρεια πάνω της ήταν φροντισμένη. Ήταν απόκριες κι εκείνη είχε επιλέξει να ντυθεί η σκιά του εαυτού της, ή ο εαυτός της ο ίδιος, ποιος ξέρει; Κατηφόριζε το δρόμο κρατώντας προσεκτικά την ομπρέλλα της. Είχε καταφέρει να αποφύγει κάθε επίθεση με αφρούς και χρωματιστές σερπαντίνες μέχρι που έφτασε στη μέρση περίπου της Χάνδακος. Έστριψε αριστερά και χώθηκε σε μια καφετέρεια με πολλές χάρλευ απ'έξω. Είδα ένα αγόρι να τη φιλάει, ουδέτερα λίγο, μα με πάθος. Λίγο μετά η κοπέλα ανέβαινε τον ίδιο δρόμο πίσω, προσπαθούσε ακόμα να προστατευτεί από τα χαρούμενα παιδιά που έτρεχαν γύρω της ντυμένα με φανταχτερές στολές.


Scenario 3.
Η κοπέλα ήταν απλή, φυσική. Περαστική από το κέντρο, δε σκόπευε να μείνει πολύ, βρισκόταν μεταξύ μαθημάτων. Μπήκε αποφασιστικά στην καφετέρεια με τα τζάμια και τον ξύλινο τοίχο και ζήτησε ένα νες σκέτο. Κάθε φορά έπινε τον καφέ της αλλιώς, ήθελε η ζωή της να έχει ποικιλία. Λίγο μετά είδα έκπληκτη κάποιον να κάθεται απέναντί της. Μίλησαν αρκετή ώρα, εκείνος έμοιαζε στοργικός. Τη φίλησε, στοργικά, και με πάθος ταυτόχρονα. Η κοπέλα έμοιαζε να ανταποκρίνεται. Ύστερα έφυγε, είχε να προλάβει το μάθημα.

Την παρακολουθώ απ'όταν γεννήθηκε, την ξέρω καλύτερα από τον καθένα μα με ξαφνιάζει τόσο συχνά που με κάνει να πιστεύω ότι δεν την έχω ξαναδεί ποτέ. Ξέρω πράγματα γι αυτήν που δεν τα ξέρει κανείς, προσπαθώ να την ελέγξω, να την περιορίσω, μ'ανακαλύπτω ότι δεν μπορώ. Ξέρω ότι κάνει συλλογή από φουλάρια, ότι πίνει διαφορετικά τον καφέ της κάθε φορά, ότι της αρέσει να κοιτάζει τη βροχή από το τζάμι, να φοράει μάλλινα και να σχεδιάζει. Ξέρω ότι της αρέσει να διαβάζει και να τραγουδάει, να μιλάει και να γράφει, να επικοινωνεί και να βοηθάει, να χαμογελάει και να φωτογραφίζει με τη μνήμη της. Είναι από τα άτομα με την πιο καταπληκτική μνήμη που έχω συναντήσει ποτέ. Όμως χτες δέχτηκα μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις.

Scenario 4. 
Η κοπέλα είχε δακρύσει και σκεφτόταν. Τα μάτια της ήταν λες κι είχαν μείνει κενά, μα κόκκινα και κενά. Η κοπέλα ήταν παθητικός δέκτης των καταστάσεων, δεν την είχα ξαναδεί έτσι. Η κοπέλα συλλογιζόταν ένα άλλο φιλί. Η κοπέλα ένιωθε χαμένη, μπερδεμένη, αποπροσανατολισμένη. Μα το φιλί που συλλογιζόταν ούτε είχε υπάρξει ούτε και θα υπήρχε ποτέ. Πώς άλλωστε θα μπορούσε να συνυπάρξει έστω και για μόνο στιγμή ο ένας της εαυτός με τον άλλο; Πώς θα μπορούσε να συμφιλιωθεί με τις διαφορετικές εικόνες και τους διαφορετικούς εαυτούς της; 

Εγώ όμως ήξερα. Οι άνθρωποι που τα καταφέρνουν, που βρίσκουν τους εαυτούς τους, τους πραγματικούς, και τους διαχωρίζουν από τις χίλιες δυο πλαστές παροδικές εικόνες, είναι αυτοί που τα καταφέρνουν. Αυτοί που δέχονται τελικά αυτό το φιλί, το φιλί που τους βαφτίζει ολοκληρωμένους, που τους λυτρώνει.


Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Εκεί στο πουθενά

Ένα λάθος δικό της σηματοδότησε την αρχή του τέλους του. Εκείνη έφταιγε, εκείνη κι ο εγωισμός της. Δε μπορούσε να δεχτεί ότι ήταν απλά αδιάφορη σε κάποιους ανθρώπους. Προτιμούσε να τη μισούν, να τη ζηλεύουν...επειδή τότε ασχολούνταν πραγματικά μαζί της.Οδηγούσε και σκεφτόταν. Ένα λάθος δικό της, η ματαιοδοξία, ο εγωισμός της. Δε μπορούσε να δεχτεί ότι ίσως εκείνος κάποια μέρα δεν την ήθελε πια, ότι ίσως εκείνος την παρατούσε. Κι έτσι έφυγε εκείνη, σηματοδοτώντας το δικό του τέλος, γιατί απλά τα πράγματα δεν ήταν έτσι όπως φαίνονταν. "Στις σχέσεις πρέπει οι δύο να είναι ίσοι. Έλα όμως που ποτέ δεν είναι. Πρέπει να είναι και αλληλοσυμπληρωματικοί. Αυτό ίσως να είναι..Γιατί συχνά αναρωτιόμαστε αν τελικά αν μας τραβάει το όμοιο ή το διαφορετικό, αλλά αυτό που μας τραβάει, αυτό που μας κάνει να το θέλουμε όσο τίποτα είναι εκείνο που δε μπορούμε να έχουμε. Είναι ο δικός μας τελειοποιημένος εαυτός ή αυτοί που θα θέλαμε να είμαστε. Είναι ένα "όμοιο" με εμάς, μα τόσο διαφορετικό. Όμως συνήθως εμείς βλέπουμε μόνο μια από τις δυο πλευρές..ή το όμοιο ή το διαφορετικό. Κι έτσι οι σχέσεις τελειώνουν γιατί όταν βλέπουμε το όμοιο λείπει το διαφορετικό κι αντίστροφα..." Σκεφτόταν ενώ οδηγούσε. Κι εκείνη νόμιζε ότι αυτός ήταν τόσο ίδιος μ'αυτήν. Νόμιζε ότι δε θα δίσταζε να την εγκαταλείψει, ότι ίσως την πλήγωνε, επειδή εκείνη αυτό συνήθιζε να κάνει. Κι όμως στο τέλος ανακάλυψε ότι εκείνος είχε ότι της έλειπε, ότι εκείνος δεν πρόκειται να την άφηνε πρώτος. Και φοβήθηκε. Φοβήθηκε το άγνωστο, κι ας ήταν αυτό που έψαχνε, το αλληλοσυμπληρωματικό. "Βλακείες" ψιθύρισε σαν απάντηση στις σκέψεις της, προσπαθώντας να διαλύσει τον ειρμό τους. Έψαξε στην τσάντα της για τον αναπτήρα με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κρατούσε το τιμόνι. Ένα δευτερόλεπτο ήταν αρκετό..Ίσως να ήταν και κλάσμα του. Εξάλλου ο δρόμος γλιστρούσε, κι η ομίχλη την είχε σχεδόν καταπιεί. Ίσως και να 'ταν η ομίχλη της καρδιάς της, βέβαια..

Η κοπέλα προχώρησε αργά προς το παράθυρο. Ήταν ειδικά διαμορφωμένο ώστε να ξεκινάει από το πάτωμα για να της επιτρέπει να βλέπει την πόλη να κινείται. Είχε περάσει δύο χρόνια σ'αυτήν την καρέκλα με τις αλουμινένιες ρόδες. Δεν είχε περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να σκεφτεί να ανοίξει το παράθυρο κι απλά να σηκώσει τον εαυτό της. Να προσπαθήσει να κάνει ένα βήμα, ένα βήμα προς την ελευθερία. Όμως δίσταζε. Ήταν ωραία η ζωή, είναι ωραία η ζωή. Κι εκείνη ήλπιζε μετανιώνοντας...Το λάθος .. Εκείνο το λάθος, το μεγαλύτερο της ζωής της. Κι όχι για τη σωματική ακεραιότητά της, αυτό ήταν το λιγότερο...Ήταν λάθος για την ψυχική ακεραιότητά της..Ήταν λάθος να δειλιάσει, να φύγει..."Όταν δοκιμάσεις έστω μια τζούρα από την ευτυχία και τη θυσιάσεις από επιλογή θα είσαι καταραμένος να μετανιώνεις..." ψυθίρισε. 
"Έλλη τι είπες;" ψυθίρισε κάποιος κι εκείνη κατάλαβε ότι το παράθυρο υπήρχε μόνο στη σκέψη της...Κατάλαβε ότι πάλι άνοιγε παράθυρα στις σκέψεις της προσπαθώντας να ξεφύγει...
"Έλλη με ακούς;" Πάλι άκουγε φωνές να έρχονται από εκείνα τα καταραμένα παράθυρα. Με όλη της τη δύναμη τράβηξε τις κουρτίνες...Εξάλλου εκείνος δε θα περνούσε απ'έξω...Εκείνος θα έμπαινε από την πόρτα, είχε κλειδιά..Μόνο εκείνος είχε κλειδιά...Έσφιξε τις γροθιές της τραβώντας τα παράθυρα για να κλείσουν.

"Πηγαίνετε να ξεκουραστείτε...Είστε τόσες ώρες εδώ καθημερινά, δύο χρόνια τώρα. Αν κάποια στιγμή ξυπνήσει θα είστε ο πρώτος που θα ενημερωθείτε."
"Νομίζω ότι με άκουγε πριν..Νομίζω ότι με ένιωθε όταν έσφιγγα τα δάχτυλά της..."
"Βρίσκεται σε κώμα τόσο καιρό...Ξέρετε ότι η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη ωστόσο προσπαθήστε να μην κατασκευάζετε σενάρια εξωπραγματικά.."
Μα εκείνος ήταν τόσο σίγουρος...

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Θα σε πουλήσουν,


Είναι κάποιες φορές που το μόνο που ελπίζεις είναι το εικοσιτετράωρό σου να είχε τριάντα ώρες. Καλά, και εικοσιπέντε θα μου έφταναν πιστεύω.
Και που να δούμε τα χειρότερα σε λίγο καιρό.
Ευτυχώς που υπάρχει κι αυτή η ανυπομονησία που μας γεμίζει ελπίδα κάποιες φορές, κι ευτυχώς που υπάρχει η ελπίδα να μην είναι χαμένες οι ελπίδες μας. Κι ευτυχώς που η ελπίδα είναι στη φύση μας κι έτσι ακόμα και στις χειρότερες καταστάσεις αρκεί να βρεθεί ένα άτομο για να μας δείξει το δρόμο, ένα άτομο να ανάψει στο σκοτάδι το φως ή να διώξει τη χειμωνιάτικη ομίχλη.
Πάντως αυτό που χρειάζομαι εγώ είναι ένα άτομο που θα αυξήσει το εικοσιτετράωρό μου, όπως προανέφερα.

 Εξάλλου, αν γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα. Κι επειδή αν δεν το υπερασπιστείς εσύ ή κάποιος άλλος, το παιδί θα προσπαθήσει και μόνο του.Κι ας ελπίσουμε ότι θα τα καταφέρει!

Καληνύχτα!

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Μιλούσες για το χρώμα της μοναξιάς..

Τα σύννεφα έξω από το παράθυρο μοιάζουν σαν χιονισμένη πλαγιά ή σαν αφρισμένη θάλασσα. Με συμφέρει να σκέφτομαι το δεύτερο, μιας κι η θάλασσα είναι σε κάθε περίπτωση φιλικότερη από το κρύο. Ακόμα κι όταν είναι μανιασμένη, κι όταν σε απειλεί, ή όταν σε καταπίνει -για λίγο ή για πάντα-. Η θάλασσα είναι σαν όλους μας μα και σαν κανένα από μας, είναι σαν άλλο ένα άτομο ανάμεσά μας, μα κατέχει έναν πιο ιδιαίτερο ρόλο. Μπορεί να τη μισείς, μπορεί να τη λατρεύεις, μπορεί να τη σκέφτεσαι και να χαμογελάς, μπορεί να σου φέρνει αναμνήσεις, όμως σε καμία περίπτωση δε θα σου είναι αδιάφορη. Με τους υπόλοιπους ανθρώπους δε συμβαίνει το ίδιο. Οι άνθρωποι φεύγουν κι έρχονται, κι ακόμα κι όταν πιστεύουμε ότι τους έχουμε διώξει μια για πάντα από τη ζωή μας, εκείνοι επιστρέφουν. Και κάποιες φορές μπορούν να κάμψουν τις αντιστάσεις μας πιο εύκολα από όσο θα θέλαμε. Κάποιοι άνθρωποι όμως -είτε τους καταπιεί ή θάλασσα, είτε η χιονισμένη πλαγιά, είτε η άσφαλτος, είτε ο εαυτός τους και οι συνθήκες- δεν ξεχνιούνται, γιατί αγαπήθηκαν. Κι όταν αγαπάς δεν ξεχνάς, γι αυτό και δέχεσαι πίσω όσους νόμιζες πως είχες διαγράψει, γι αυτό οι άνθρωποι ξέρουν τις δυνατότητές τους μαζί σου και αντιλαμβάνονται πως νιώθεις γι αυτούς, ακόμα κι όταν προσπαθείς να το κρύψεις. Ξέρουν αν τους είσαι απαραίτητος, ξέρουν αν τους συμπαθείς ή όχι, και πράττουν ανάλογα. Σήμερα ένας καθηγητής μας είπε ότι ο άνθρωπος είναι σχέσεις. Κι εγώ θα συμφωνήσω. Όλη η αξία μας μπορεί να φανεί σε πολλούς, όμως μόνο όσοι είναι πιο κοντά μας θα την εκτιμήσουν, θα την καταλάβουν. Μόνο οι πιο κοντινοί θα μας επικροτήσουν πραγματικά, θα χαρούν με τη χαρά μας, και θα μας αγκαλιάσουν όταν θα το χρειαζόμαστε. *Η αγάπη, σε κάνει ευάλωτο, ανασφαλή...*. Είναι μνήμες ο άνθρωπος, συμπλήρωσε...Κι όνειρα, συμπληρώνω εγώ. Και γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή αυτό μένει από εμάς, οι σχέσεις -τα όσα νιώσαμε, τα όσα ένιωσαν οι άλλοι για μας, όσοι μας βοήθησαν κι όσοι βοηθήθηκαν κι έμαθαν από εμάς- οι μνήμες -όσα ζήσαμε, όσα καταφέραμε, και το χαμόγελό μας ή τα χαμόγελα που εμείς προκαλέσαμε- και τα όνειρα - όσα καταφέραμε, όσο θελήσαμε, όσα υλοποιήσαμε κι όσα δεν προλάβαμε-.

Όσο κι αν απ'το ένα παράθυρο βλέπω τη λευκή καταχνιά, τα σύννεφα.., από το άλλο βλέπω ένα μέρος της πόλης που ποτέ δεν παύει να ζει, ποτέ δεν κοιμάται, ποτέ δε σβήνει. Σαν τη ζωή. Μπορεί να σβήσει, να χαθεί στην καταχνιά, όμως αυτό δε σημαίνει ότι θα σταματήσει να υπάρχει ο κόσμος. Δυστυχώς ή ευτυχώς;


Νομίζω ότι πρέπει να σταματήσω τις παρομοιώσεις. Και πρέπει να σταματήσω να αναμασάω τα ίδια. Όμως τι να κάνουμε, όλα μέσα στη ζωή είναι, ειρωνία...

Καλό μεσημέρι:)

Υ.Γ. Να μη μιλάς γι αυτά που ούτε στο τόσο δεν αγγίζεις,διάβασα κάπου.

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

Ζωές σε φακέλους.

"....Εξάλλου τα πάντα τελειώνουν, λες. Κι εγώ διαφωνώ, η ύλη δεν τελειώνει, ούτε κι ενέργεια. Και το ηλεκτρικό φορτίο διατηρείται κι οι αριθμοί φτάνουν στο άπειρο, που είναι όμως όριο νοητό. Κι εσύ συμπληρώνεις ότι δε μιλάς για ύλη, δε μιλάς για έννοιες αόριστες, περαστικές. Μιλάς για κάτι ανθρώπινο, μα ο άνθρωπος τελειώνει και τότε μόνο παίρνει καθετί μαζί του...ή και τίποτα. Τελειώνει κι αφήνει πίσω του την ύλη, κι ότι αγαπούσε ή ότι αγαπούσαν οι άλλοι σ'αυτόν. Στη ζωή όλοι σκεφτόμαστε και κρίνουμε με τα μάτια, στο θάνατο όμως με την καρδιά. Ποτέ δε λες "τι κρίμα που πέθανε μια τόσο όμορφη κοπέλα" και να εννοείς ωραία. Θα στεναχωρηθείς, θα νιώσεις τον πόνο μόνο όταν φύγει ένα όμορφο άτομo, ένα άτομο μοναδικό για σένα. Θα λυπηθείς γιατί αγάπησες την προσωπικότητα, τις κινήσεις, τις λέξεις του, θα σου λείψει η παρέα του κι όχι τα πράσινα μάτια του επειδή ήταν πράσινα. Θα σου λείψουν γιατί τα κοίταζες και έσταζαν αγάπη." Ήταν σ'ένα λευκό φάκελο που βρήκα σ'ένα παγκάκι, κάτω προς το λιμάνι. Κατά καιρούς μαζεύω τέτοια γράμματα, απ'αυτά που γράφουν οι άνθρωποι κι αφήνουν σε μέρη με συναισθηματική αξία. Έτσι ξεσπούν. Τα γράμματα αυτά συχνά δεν τα βρίσκει κανείς και καταλήγουν στους υπονόμους, στους κάδους ή -τα πιο τυχερά- στη θάλασσα. Ένα άλλο όμορφο γράμμα που είχα βρει ήταν και πάλι σ'ένα παγκάκι, αυτή τη φορά έξω από την "Όαση", δίπλα στο κηποθέατρο.Τα γράμματα ήταν προσεγμένα, καλλιγραφικά σχεδόν, αν και λίγο βιαστικά, σαν να'σουν νευρικός κι ανήσυχος όσο έγραφες, μα ήθελες να το κρύψεις..."Ένα Σάββατο,πάνω από ένα μήνα πριν, βρέθηκα εδώ κοντά, λίγο πιο πάνω, λίγο πιο κάτω. Ξεκίνησα από αλλού και κατέληξα εδώ, πάντα καταλήγω σε διαφορετικό σημείο από εκείνο θέλω. Κάτι πάντα στραβώνει στη διαδρομή. Δεν ξέρω τι με έπιασε, νομίζω είχα πιει..Σίγουρα είχα πιει, αρκετά απ'όσο μου είπαν μετά. Ήταν πολλά άτομα, όμως εγώ ένιωθα μόνη, συχνά νιώθω μόνη ανάμεσα σε πολλά άτομα. Σε λίγο καιρό ίσως ξαναβρεθώ στο ίδιο σημείο με τα ίδια άτομα. Δεν είναι ότι δε θέλω. Έχω καιρό να τους δω, μου έχουν λείψει σίγουρα, μου έχει λείψει το γέλιο τους, το γέλιο όλων μας, οι συζητήσεις όλων μας κι οι αγκαλιές τους. Όμως φοβάμαι. Γιατί εκείνο το περασμένο Σάββατο συνέβη κάτι τόσο περίεργο. Κατάλαβα ότι υπάρχουν κι άλλα πράγματα που δεν τελειώνουν, όχι μόνο η ύλη, η ενέργεια, οι αριθμοί και το ηλεκτρικό φορτίο. Για να είμαι ακριβής, "που δεν τελειώνουν εύκολα" μιας και ποτέ δεν υφίσταται πρακτικά, είναι μια εντελώς θεωρητική κι αφελής έννοια. Ούτε η αγάπη φεύγει εύκολα, ούτε η πραγματική φιλία διαλύεται μέσα από βλακείες. Εδώ, λοιπόν, στο παγκάκι αυτό που γράφω τώρα συνέβη αυτό το δυσάρεστο για μένα γεγονός. Όμως συνειδητοποίησα κάποια πράγματα. Η συγχώρεση είναι κάτι όμορφο. Κι ο χειμώνας είναι κάτι όμορφο, αν και τα χέρια μου έχουν ξυλιάσει όσο γράφω...Το πιο σημαντικό απ'όλα όμως είναι ότι δε διαλέγουμε εμείς σε ποιους θα αρέσουμε και σε ποιους όχι, αυτό συμβαίνει από μόνο του. Και κάποιες φορές απλά πρέπει να δεχόμαστε τις καταστάσεις και να προχωράμε. Να μη δείχνουμε ότι πονάμε, κι ίσως καλύτερα να προσπαθούμε να ξεχνάμε. Κι εσύ περαστικέ που θα βρεις το γράμμα μιας άγνωστης που βρήκε την ελπίδα μες στη μοναξιά της φρόντισε να συγχωρείς, γιατί μόνο έτσι γίνεσαι καλύτερο άτομο." . Σκεφτόμουν να γράψω κι εγώ ένα τέτοιο γράμμα, να το αφήσω έξω από μια μεγάλη εκκλησία με ημικυκλικά σκαλιά και να σηκωθώ να φύγω. Μέσα όμως θα έχει μια κενή λευκή κάρτα. Έτσι θα διαλύσω τις ελπίδες κάποιου ανθρώπου και θα τον ωθήσω να γράψει κι εκείνος ένα τέτοιο γράμμα, πραγματικό όμως, να βγάλει από μέσα του ότι τον καίει και να νιώσει καλύτερα. Έτσι θα γίνω κι εγώ καλύτερος άνθρωπος."


Αυτά έλεγε το γράμμα που βρήκα στο παγκάκι της πλατείας, όμως εγώ δεν ξέρω τι να κάνω, ή τι να γράψω..

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

θέλω τη μέρα που θα φύγεις,

Ήταν λες και το πόδι του είχε κολλήσει αποφασιστικά στο γκάζι. Οι πινακίδες διαδέχονταν ακατάπαυστα η μια την άλλη, όμως εκείνος δε σταματούσε, δεν έστριβε. Προχωρούσε ευθεία. Ώρες πίσω του η Λυόν. Μέχρι που έφτασε στο τέλος του εθνικού, έπρεπε να διαλέξει. Δεξιά για Μονπελιέ κι αριστερά για Μασσαλία. Έκλεισε τα μάτια για κλάσματα του δευτερολέπτου. Άφησε τον εαυτό του ελεύθερο. Το τιμόνι έστριψε σχεδόν μόνο του δεξιά. Μονπελιέ. Δεν είχε ξαναπάει εκεί. Είχε δει όμως πολλές φορές αγώνες της ομώνυμης ομάδας στην τηλεόραση. Είχε δει πολλά στην τηλεόραση, κι άλλα τόσα στο δρόμο. Το πόδι του παρέμενε κολλημένο στο γκάζι. Η γύρω περιοχή ήταν απογυμνωμένη από δάση, έτσι ήταν γενικά ο γαλλικός νότος. Νότος. Το μυαλό του έκανε δυο συνειρμούς ταυτόχρονα. Έτσι δαιδαλώδες ήταν πάντα το μυαλό του. Νότος.καλοκαίρι,αναμνήσεις,παρέα,φίλοι,νεότητα,ανεμελιά,συναυλίες,διάβασμα,διακοπές,ταξίδια,γέλια,γέλια πολλά,κρασί και τάβλι και καφές μέτριος...Ήταν λες κι εστίαζε ολοένα και πιο συγκεκριμένα. Νότος. Όπως νόστος. Όχι δεν ήθελε να γυρίσει πίσω, δε μπορούσε να γυρίσει πίσω. Είχει υποσχεθεί στον εαυτό του καινούρια αρχή. Μόνο δυο τρία πράγματα είχε κρατήσει από την παλιά του ζωή, κι αυτά δεν ήταν πράγματα. Ήταν αναμνήσεις απ'αυτές που χαράσσονται βαθιά, επιθυμίες ανικανοποίητες,απωθημένα, και τύψεις. Προς τι οι τύψεις; ρωτούσε ο άλλος του εαυτός...Μα εκείνος απέστρεφε το βλέμμα, δεν είχε όρεξη για εσωτερικούς μονολόγους. Ήταν εξαντλητικοί, κι εκείνος είχε δρόμο πολύ ακόμα μπροστά του. Προς τι οι τύψεις; ρώτησε ξανά ο άλλος του εαυτός. Εκείνος πάτησε το πλήκτρο της αναπαραγωγής στο σιντί. Δεν είχε όρεξη για γαλλική μουσική τώρα. Ήθελε κάτι δικό του...δικό του. Προς τι οι τύψεις; τώρα άκουγε τη φωνή της στο αυτί του, να ψιθυρίζει, με ένα τόνο ειρωνικό,πληγωμένο και γλυκό ταυτόχρονα. Προς τι οι τύψεις αγάπη μου; 
Σταμάτα. Ήθελε να φωνάξει εκείνος. Σταμάτα. Οι τύψεις..οι τύψεις, κοριτσάκι, είναι γιατί δε μπόρεσα να κρατήσω τον εαυτό μου. Γιατί δεν ήθελα να είσαι δική του ή του οποιοδήποτε. Γιατί σε ήθελα για μένα και μόνο. Και τόλμησα, σε διεκδίκησα, σε κατέκτησα, μέχρι που μου παραδόθηκες ολοκληρωτικά. Μέχρι που κατείχα το σώμα, την ψυχή, το πνεύμα και τη σκέψη σου. Μέχρι που κατέκτησα το είναι σου. Αλλά μετά με φόβησε. Με φόβησες. Με φόβησε το να ξέρω ότι θα μπορούσα να σε πληγώσω όποτε ήθελα. Ήξερα ότι κι εσύ το ίδιο θα μπορούσες να κάνεις. Όμως..Όμως εσύ δε θα το έκανες. Γι αυτό ένιωσα ότι δε θα χάσω τίποτα αν δοκίμαζα τη δύναμή μου. Κι έτσι σε πλήγωσα, χειρότερα απ'τον καθένα. Εγώ, πρώτα σε κατάκτησα ολοκληρωτικά, ύστερα σ'αγαπησα πραγματικά και τέλος σε έκαψα, αγάπη μου, η φωτιά της αγάπης σου έκαψε τον κόσμο μου, ολοσχερώς. Γι αυτό έφυγα. Ίσως κι η φυγή μου να ήταν αυτή που σε κατέστρεψε. Δεν ξέρω πότε έριξα το πρώτο σπίρτο. Τώρα φεύγω. Έφυγα. Σ'άφησα. Δε σε δοκιμάζω. Ξέρω ότι οι μεγάλοι έρωτες σαν τον δικό μας δεν είναι για δοκιμές. Είναι για τα άκρα. Κι επειδή έφυγα εσύ θα θυμώσεις, θα ξεσπάσεις, θα κλάψεις και θα το ξεπεράσεις. Εσύ θα αναγεννηθείς απ'τις στάχτες σου κι εγώ θα ξαναφυτέψω την καμμένη πλαγιά μου.
Το αυτοκίνητο κατάπινε τα χιλιόμετρα κι η μουσική κατάπινε το ατοκίνητο, κι ύστερα όλα μαζί κατάπιναν εμένα. Ήμουν στο Μονπελιέ. Δυο ώρες μετά έβγαινα από το δωμάτιο του ξενοδοχείου. Είχα ξεμείνει από καπνό. Κι εσωτερικός μονόλογος χωρίς καπνό δεν υφίσταται. Έπεσα πάνω της στο διάδρομο. Βγήκε από την απέναντι πόρτα. -Ποια είσαι; τη ρώτησα κοκαλωμένος. -Αυτή που δε θα σε αφήσει να τη διαλύσεις. Αυτή που λάτρεψε τη φωτιά αντί να την πολεμήσει..Αυτή που έκανε τη φωτιά ένα με το είναι της, μου απάντησε κι ύστερα έσπρωξε την πόρτα του δωματίου μου. Έκλεισε δυνατά την πόρτα πίσω της καθώς με έριχνε στο κρεβάτι. Έβγαζε τα ρούχα μου κι ήταν σαν να πετούσαν πάνω μου σπίρτα αναμένα κι εγώ να ήμουν αλειμένος με πετρέλαιο. Άναβα, όλο και πιο πολύ. Κι εκείνη χαιρόταν, ήταν λες και τα μάτια της πετούσαν τις φλόγες που με κατέκλυζαν. Ήταν λες και τα χείλη της όταν ακουμπούσαν τα δικά μου μετέδιδαν αέρα καυτό που δε μ'άφηνε ν'αναπνεύσω, έπαιρνε όλο μου το οξυγόνο εκείνη για να συνεχίσει να παράγει τη φωτιά της. Έπειτα ήμουν μέσα της. Μέσα στο σώμα, στο μυαλό, στην ψυχή της ξανά. Κατέκλυζα κάθε μόριό της κι εκείνη κάθε δικό μου, μα εκείνη μ'έκαιγε. Διψάω, ψιθύρισε σιγανά δίπλα στ'αυτί μου, κι ήταν λες και έκαιγα ακόμα περισσότερο εγώ. Μα βέβαια, με τόση φλόγα που τροφοδοτούσε και πετούσε σ'εμένα πώς να μη διψάσει; Έτσι κι εγώ της πρόσφερα το μοναδικό πράγμα που μπορούσα. Αφού την κατέστρεψα, αφού την έκαψα κι εκείνη μπόρεσε κι έσβησε τον εαυτό της, κι ύστερα κατάφερε να κάψει εμένα, έπρεπε να σβήσω και τους δυο μας, έπρεπε. Μπορούσαμε να λυτρωθούμε, το ήξερε, γι αυτό ήρθε, γι αυτό τα κατάφερε. Κι έτσι την ξεδίψασα, έτσι έσβησα όλοι τη φωτιά της, έτσι μας έσβησα και τους δυο κι εκείνη ούρλιαζε καθώς το δικό μου νερό έσβηνε τη φωτιά της. Κι όταν οι θερμοκρασίες μας εξισώθηκαν κι εγώ βγήκα απ'το σώμα της, ήξερα ότι δεν είχα βγει από την ίδια. Ήξερα ότι ήμουν, είμαι και θα είμαι τα πάντα. Όμως τώρα πια πιο πολύ θα είναι εκείνη η φωτιά κι η καταστροφή μου κι εγώ θα είμαι το νερό της. Ίσως και να τα καταφέραμε, πού ξέρεις..Ίσως και να'μαστε κι οι δυο πια ίσοι ... Πάντως συμπληρωμένοι είμαστε σίγουρα.


Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Φοβίες

"Όταν πιέζεις τον εαυτό σου τα καταφέρνεις. Τότε  είναι που τα καταφέρνεις καλύτερα από κάθε φορά". Η φωνή του ηχούσε ακόμα στ'αυτιά της όσο εκείνη περίμενε το ασανσέρ. Δεν ήξερε αν ήθελε να πάει. Η χάλκινη πλάκα στην είσοδο της πολυόροφης πολυκατοικίας, που η ίδια είχε σχεδιάσει, είχε πάνω χαραγμένο το όνομά του. Το ασανσέρ ήταν στο δεύτερ, όμως φαίνεται πως το ξανακάλεσαν γιατί άρχισε να ανεβαίνει και πάλι. Η υπομονή της κόντευε να εξαντληθεί. Η ανασφάλειά της και η αβεβαιότητά της για το αν ήθελε να επισκεφτεί εκείνο το οίκημα, στο οποίο είχε ξαναμπεί πριν λίγα χρόνια -όσο αυτό ακόμα χτιζόταν- της προκαλούσαν νεύρα. Ωστόσο ήξερε ότι δεν ήταν αυτή η πραγματική αιτία που την ωθούσε να κουμπώνει και να ξεκουμπώνει βιαστικά τα κουμπιά του μοντγκόμερύ της. Το συγκεκριμένο γραφείο ήταν. Που απ'έξω θα είχε μια χάλκινη πλάκα πανομοιότυπη μ'εκείνη της εισόδου. "Μηχανολόγος Μηχανικός" , έτσι έγραφε κάτω από το όνομά του. Αλλά δε θα μπορούσε να ξέρει. Μέχρι πριν φτάσει στην είσοδο δεν ήξερε ποιος ήταν ο μηχανολόγος στον οποίο την έστειλαν από την κατασκευαστική εταιρία που δούλευε.
Η ψηλή ξανθιά γραμματέας της είπε να περιμένει. Αρχικά δεν αναγνώρισαν η μια την άλλη. Έπειτα η κοπέλα πρόσεξε το όνομα της υπαλλήλου  μπροστά στο γραφείο της. "Ζένια;" τη φώναξε ξαφνιασμένη. "Βιολέττα;" της απάντησε το ίδιο ξαφνιασμένη και η γραμματέας. Μια κοφτή και βαθιά φωνή διέκοψε την ανάλαφρη συζήτησή τους. "Ζένια πες στον αντιπρόσωπο της κατασκευαστικής να περάσει". Η Βιολέττα κοκάλωσε. Μόνο τα πόδια της κινούνταν, μα προς τη λάθος κατεύθυνση. Έπρεπε να φύγει, να τρέξει προς τις σκάλες, να αναπνεύσει. Άκουσε τη Ζένια να τη ρωτάει αν είναι καλά και κατάλαβε ότι είχε αφαιρεθεί. Μπήκε βιαστικά στο γραφείο του και έκλεισε την πόρτα. Εκείνος ήταν σκυμένος πάνω από μία τεράστια στοίβα χαρτιών. "Κάθισε. Σε λίγα λεπτά τα χαρτιά θα έχουν τυπωθεί και θα τα υπογράψω" είπε, χωρίς να την κοιτάξει καν. Εκείνη δεν απάντησε, το βλέμμα της είχε καρφωθεί στις φωτογραφίες πάνω στο γραφείο του. Ο ίδιος, και δύο άντρες που γνώριζε πολύ καλά, ο γιατρός και ο δικηγόρος της συγκεκριμένα. Και οι τρεις πολύ κομψά ντυμένοι και χαμογελαστοί. Δεύτερη φωτογραφία. Οι ίδιοι τρεις άντρες ανάμεσα σ'άλλους πολλούς, μα αυτοί ξεχώριζαν, στέκονταν δίπλα δίπλα και χαμογελούσαν σε μια φωτογραφία γεμάτη σοβαρούς, μουντούς, κουστουμαρισμένους τύπους. Εκείνος ήταν άκομα πάνω από τα χαρτιά του. Κάθε λίγο γύριζε να κοιτάξει την οθόνη του υπολογιστή. Γύρισε ξαφνικά να πιάσει τα ζεστά αντίτυπα που έβγαιναν από τον εκτυπωτή. "Δεν έχεις καμιά φωτογραφία μαζί της;" τον ρώτησε εκείνη. Τα αντίτυπα σκόρπισαν στο πάτωμα ενώ εκείνος γύρισε να την κοιτάξει. Είχε ξεχάσει τις λεπτομέρειες του προσώπου της, είχε ξεχάσει το βλέμμα της, σχεδόν τελείως. "Με τη Ζένια εννοώ, που είναι έξω ως γραμματέας σου" συμπλήρωσε εκείνη. "Είναι παντρεμένη κι έχει παιδιά. Όχι μαζί μου. Είδες όμως, τα κατάφερα τελικά. Την αγόρασα. Τώρα εξαρτάται σε τεράστιο βαθμό από μένα" της απάντησε. "Ναι το βλέπω. Όλα τα αγόρασες, και το γραφείο, και τη γυναίκα,και το σπίτι και το αυτοκίνητο. Όσο για τις κοιωνικές επαφές ας μη θίξουμε το θέμα καλύτερα. Αποτελείς πια ένα από τα πιο δημοφιλή κοσμικά πρόσωπα της πόλης. Οπότε τα κατάφερες" και με μια μικρή παύση, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία της συμπλήρωσε "κατάφερες να αγοράσεις την ευτυχία. Πώς σου φαίνεται λοιπόν;". Εκείνος την κοίταξε απευθείας στα μάτια "Ξέρεις πολύ καλά πως είναι η κατάσταση που αγόρασα. Κι εγώ ήξερα απ'την αρχή ότι έτσι θα είναι η ευτυχία".
"Κι εξακολουθείς,λοιπόν, να πιστεύεις ότι αυτή είναι η πραγματική ευτυχία; Αυτή είναι η ευτυχία που αξίζεις; Ή έχεις βολευτεί απλά σε αυτή; Δε θέλω να πιστέψω ότι είσαι τόσο αφελής για να πιστέψεις ότι αυτό είναι το καλύτερο που μπορείς να έχεις, τα χρήματα. Δε θέλω να πιστέψω ότι είσαι επιφανειακός, ότι νοιάζεσαι μόνο για την εικόνα σου." δήλωσε εκείνη πεισματικά, ενώ σημάδια έξαψης εμφανίστηκαν στο πρόσωπό της.

"Με ήξερες καλύτερα από τον καθένα, και ξέρεις ότι έτσι είμαι."
"Το θέμα δεν είναι αυτό. Είναι το αν είσαι ικανοποιημένος από τη ζωή σου ή αν προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι είσαι ικανοποιημένος." απάντησε εκείνη. "Οπότε απάντησέ μου σε παρακαλώ. Ελικρινά. Αν είσαι χαρούμενος με την πορεία σου, με τη ζωή σου, με όλα,...κι ύστερα μπορείς να μου δώσεις τα χαρτιά και να κάνουμε σαν αυτή η συζήτηση να μη συνέβη ποτέ."
"Αλλιώς;" ρώτησε εκείνος, ψάχνοντας κάτι στα συρτάρια του μεγάλου ξύλινου γραφείου του.
"Αλλιώς...αλλιώς ότι θέλεις. Τι θέλεις;"
Εκείνος επιτέλους βρήκε ό,τι έψαχνε στο συρτάρι. Άνοιξε ένα λευκό φάκελο κι έβγαλε από μέσα τέσσερις εικόνες. Η Βιολέττα γνώριζε τόσο καλά εκείνες τις εικόνες. Σε όσες δεν ήταν μέσα κατείχε το ρόλο του φωτογράφου.Αναγνώρισε και το γραφικό της χαρακτήρα στο εξώφυλλο του φακέλου, ακόμα. "Αυτό θέλω. Μπορείς να μου το δώσεις;" 
Εκείνη δίστασε. "Στέφανε, αυτό...αυτό...ήταν δεκαπέντε χρόνια πριν. Όλοι έχουμε αλλάξει από τότε. Όσοι ήταν να κρατήσουμε επαφή κρατήσαμε και αυτό το ξέρεις πολύ καλά."
"Όπως ξέρω πολύ καλά κι ότι οι μόνοι που δεν κράτησαν επαφή από εκείνη την παρέα ήμασταν εμείς...Γιατί Βιολέττα;"
"Επειδή πονάει. Πονάει να ξέρω ότι αποδέχεσαι μια ευτυχία που είναι κατώτερή σου. Πονάει να ψάχνεις στα λάθος μέρη και πονάει να βλέπω τις ανασφάλειές σου να πολλαπλασιάζονται. Για μένα πονούσε δυο φορές πιο πολύ. Μια επειδή πονούσες εσύ...ΕΣΥ. Και μια γιατί είχα αποτύχει, είχαμε αποτύχει, το ανθρώπινο είδος είχε αποτύχει. Και γιατί δεν ξέραμε τι θέλαμε.Θα σε ξαναρωτήσω μια και τελευταία φορά. Και μετά θα κάνω ότι μου πεις. Είτε θα φύγω, είτε θα μείνω-
"Για πόσο θα μείνεις;" την έκοψε εκείνος.
"Για όσο χρειαστεί. Η ερώτησή μου είναι η προηγούμενη. Δε θέλω να ξέρω αν είσαι ικανοποιημένος. Θέλω να ξέρω αν είσαι ευτυχισμένος", είπε εκείνη. Προχώρησε προς το μεγάλο παράθυρο του τέταρτου΄. Κοίταζε κάτω. Ήξερε ότι κι εκείνος κάθε μέρα κοίταζε κάτω. Το ένιωθε. Ένιωθε ότι κάθε μέρα που εκείνος κοιτούσε το γκρίζο -γκρίζος ο δρόμος κάτω,γκρίζα και τα κτίρια γύρω γύρω,γκρίζος κι ο ουρανός πάνω..- σκεφτόταν το τέλος. Το τέλος της ζωής του. Σκεφτόταν ότι δεν ήθελε να είναι γκρίζο, ότι δεν ήθελε να είναι όπως τώρα. Δεν είχε όμως τη δύναμη να προσπαθήσει, δεν ήταν σίγουρος. Ποτέ δεν ήταν σίγουρος για τίποτα. Αυτή η ανασφάλεια κατέκλυζε κάθε μόριο του χαρακτήρα του και τον εμπόδιζε να ανακαλύψει πόσο όμορφο άτομο ήταν. Έψαχνε στην τσάντα τα τσιγάρα της, ήθελε να τα πετάξει μέσα στο γκρίζο. Ήθελε να εξαλείψει κάθε ίχνος γκρίζου από τη ζωή της, από τη ζωή του, από τις ζωές τους, από τη ζωή τους.
"Να μείνεις θέλω. Για όσο χρειαστεί", είπε εκείνος και στα μάτια του φαινόταν ότι το εννοούσε.

 

Καληνύχτα:)

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

la brasserie.




Θυμάμαι εκείνες τις καλοκαιρινές νύχτες.
Περπατούσαμε πάνω κάτω το λιμενοβραχίονα όλοι μαζί.
Κάποιες φορές φύσαγε και τα κύματα υψώνονταν τρομακτικά.
Κι εμείς μέναμε πριν το κάστρο, δεν περνούσαμε ποτέ το σημείο με τα κύματα.
Ίσως αυτό να ήταν το πρόβλημα, ότι και οι δύο φοβόμασταν πολύ να περάσουμε εμπόδια.
Κι έτσι μέναμε σ'εκείνο το παγκάκι.
Μόνο την τελευταία μέρα πριν φύγεις περάσαμε το στενό σημείο δίπλα στο κάστρο.
Και τότε φύσαγε, αλλά δε φοβηθήκαμε τα κύματα.
Εξάλλου ήμασταν όλοι μαζί, είχε φεγγάρι και σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε η τελευταία μέρα.
Είδες, στο τέλος τολμήσαμε, και τελικά δεν ήρθε πάνω μας ούτε σταγόνα.
Έχω να πλησιάσω το λιμενοβραχίονα από εκείνη τη μέρα, όχι εσκεμμένα, απλά έτυχε.
Το έχουν αυτό οι άνθρωποι. Μοιάζουν πάντα πιο όμορφοι, την ώρα που φεύγουν.” 
διάβασα κάπου πρόσφατα.




Καληνύχτα.


Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Διάφανες διαφωνίες

- Θα βρέξει.
- Δεν νομίζω, δεν έχει καν σύννεφα.
-Ξεχνάς ότι είμαστε σε διαφορετικά μέρη; Διαφορετικές πόλεις, και μάλιστα πόλεις που απέχουν αρκετά μεταξύ τους!
Μα αυτό είναι το θέμα, σκέφτηκε. Ότι οι άνθρωποι αναγκαστικά χωρίζονται, τραβούν διαφορετικούς δρόμους. Φεύγουν για να προσαρμοστούν αλλού, να γνωρίσουν άλλα άτομα κι άλλα μέρη, κι έτσι πρέπει, γιατί αυτό είναι η ζωή, το ταξίδι. Γέμισε ένα μικρό βαζάκι με νερό και σκεφτόταν τι χρώμα να το βάψει. Τελικά το άφησε έτσι όπως ήταν, διάφανο, διαυγές, διφορούμενο. Απ'τη μια ξεκάθαρο, χωρίς μυστήρια. Απ'την άλλη το διάφανο αποτελούσε από μόνο του ένα μυστήριο. Έτσι είναι όλα τα νοήματα στη ζωή, σαν του χρησμούς της Πυθίας, διφορούμενα. Εμείς επιλέγουμε πως θα τα εκλάβουμε, εμείς επιλέγουμε πως, γιατί κι υπό ποιες συνθήκες θα τα αποκρυπτογραφήσουμε. Εμείς επιλέγουμε τι θα πιστέψουμε. Κι έτσι ξέρουμε ότι κρατάμε τη ζωή μας στα χέρια μας, νομίζουμε...Την ελέγχουμε, νομίζουμε. Δεν υπάρχει τύχη, ή πεπρωμένο για εμάς, αυτές είναι έννοιες αόριστες, εμείς πραγματοποιούμε τις επιλογές μας, νομίζουμε. Κι έτσι είναι. Απλά υπάρχει ένας αστάθμητος παράγοντας, τα συναισθήματά μας. Κι είμαστε τόσο κυκλοθυμικοί. Τη μια χανόμαστε στη μελαγχολία μας, την άλλη στα νεύρα μας, κι ίσως κάπου κάπου στη χαρά μας, μέχρι να ξαναβρεθούμε μόνοι μας μπροστά στο διάφανο αυτό βαζάκι της ζωής, να το κοιτάμαι γονατιστοί και ν'αναρωτιόμαστε τι χρώμα να του ρίξουμε μέσα. Μέχρι που κάποια στιγμή το λεπτό κρύσταλλο θα σπάσει και το υγρό θα γίνει ένα με το δάπεδο, και διαφανές καθώς θα -γιατί ποτέ δεν προκλαβαίνουμε τελικά να το χρωματίσουμε- είναι θα το χάσουμε μια για πάντα. Θα εξαφανιστεί αφήνοντας ίχνη ανύπαρκτα, ίχνη άυλα, ίχνη που μόνο εμείς αντιλαμβανόμαστε, γιατί θυμόμαστε το βαζάκι. Θα μιλάμε σε όλους γι αυτό, θα λέμε "Ξέρεις, όταν ήμουν μαθήτρια" , "Όταν ήμουν φοιτητής", "Όταν πήρα ένα τυχαίο λεωφορείο..","Όταν έγραψα ένα βιβλίο...","Όταν φίλησα την τάδε..","Όταν γέννησα το γιο μου" περιγράφοντας τόσο λεπτομερώς τη σύσταση του διάφανου υγρού. Θα θυμόμαστε τη γεύση, την οσμή, την αίσθηση του κάθε υλικού, μα ποτέ δε θα'μαστε σε θέση να το φτιάξουμε εμείς. Ούτε βέβαια να το μαζέψουμε, γιατί το βαζάκι θα'χει σπάσει, και τα υγρά δεν έχουν καθορισμένο σχήμα, παίρνουν το σχήμα του δοχείου που τους διατίθεται. Θα διασκορπιστεί, λοιπόν, το διάφανο εκείνο υγρό, παντού γύρω μας, κι εμείς θα το ψάχνουμε στα τυφλά. Όμως δε θα το βρούμε ποτέ, γιατί πάντα ψάχνουμε με τα μάτια και ποτέ με την καρδιά.

-Πρέπει να βγω.
-Κι εγώ, έχω διάβασμα.
-Γεια.
-Τα λέμε.
Κάποτε, κάπου, κάπως, με κάποιους ή χωρίς. Απλά, να, θα 'θελα να ξέρω ότι δεν προσπαθώ μόνο εγώ γι αυτό.


Υ.Γ. Θα πάω θα πάω θα πάω θα πάω. Ζήλεια!

Υ.Γ.2. Έχε το νου σου να παραλάβεις ένα φάκελο αύριο-μεθαύριο.

Καλό απόγευμα :)


Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Μέσα από σένα

Προσπαθώ πάνω από έξι φορές μα ο αναπτήρας δεν ανάβει. Γυρνάω τη ροδέλα, απότομα. Μαυρίζει το δέρμα στον αντίχειρά μου μα η πολυπόθητη φλόγα δε λέει να εμφανιστεί.Τον παρατάω στην κουπαστή της σκάλας του μετρό και τον παρακολουθώ να ακολουθεί την κυλιόμενη λωρίδα. Χτυπάει τον αγκώνα ενός νεαρού. Φεύγω, εξαφανίζομαι.

Ο αναπτήρας χτύπησε ξαφνικά το χέρι μου, γύρισα να δω, μα όποιος τον άφησε είχε φύγει ή δεν έμοιαζε να νοιάζεται. Τον έβαλα στην τσέπη μου ασυναίσθητα. Δεν κάπνιζα ή τουλάχιστον δε θεωρούσα τον εαυτό μου καπνιστή όσο κι αν σε κάποιες περιπτώσεις ένιωθα εκείνη την όρεξη να ανάψω τσιγάρο. Βγαίνοντας από το σταθμό του μετρό εκείνο το απόγευμα με περίμενε η τότε κοπέλα μου στη στάση για να μου ζητήσει "χρόνο". Μαλακίες ρε, είχε βρει έναν τύπο εκεί πέρα και δεν είχε καν τα κότσια να είναι ειλικρινής. Μου είχε γαμήσει την ψυχολογία. Εκείνο το απόγευμα σηματοδότησε την περίοδο που ξεκίνησα να καπνίζω, και πάλι όχι φανατικά. Δε μου το επέτρεπε ο αναπτήρας, ήθελε πολλή δύναμη και συνήθως μέχρι να ανάψω το τσιγάρο μου είχε φύγει η όρεξη. Σε μια τέτοια γαμημένη φάση πάνω ο αναπτήρας μου έδωσε τόσο στα νεύρα που τον παράτησα στο παγκάκι στο Σύνταγμα κι έφυγα.

Κάθισα στο παγκάκι ζαλισμένη, έτοιμη να λιποθυμίσω από τη ζέστη της αποπνικτική Αθήνας. Κι εκεί με περίμενε η μεγαλύτερη έκπληξη! Ο αναπτήρας που μες στα νεύρα μου είχα πετάξει στο μετρό εκείνη τη μέρα που με απέλυσαν απ' τη διαφημιστική. Η Αθήνα δεν παλεύεται πραγματικά μέρες σαν κι αυτές. Έτσι αποφάσισα να κάνω μια τρέλα κι εγώ, εκεί στα εικοσιπέντε μου πια, λες κι ήμουν καμιά κοπελίτσα που μόλις τέλειωσε το σχολείο κι έψαχνε την ελευθερία της. Μα κι εγώ έτσι ήμουν, την ελευθερία μου έψαχνα, απλά δεν το ήξερα ακόμα.

Ξαναβρήκα τον αναπτήρα ξεχασμένο ανάμεσα στα καθίσματα του κτελ μόλις κι οι τελευταίοι επιβάτες αποβιβάστηκαν στη Θεσσαλονίκη κουρασμένοι απ'το εξάωρο ταξίδι. Μου άρεσε να μένω τελευταίος, να κόβω βόλτες στο άδειο τραίνο πριν με κατεβάσει το προσωπικό. Ο αναπτήρας ήταν πανομοιότυπος με εκείνον που είχα βρει στο σταθμό του μετρό τη μέρα που με παράτησε η Έλενα τέσσερα χρόνια πριν. Τώρα πια σπούδαζα εδώ, ζούσα εδώ, μα πηγαινοερχόμουν τακτικά στην Αθήνα ίσα να παίρνω τάπερ με φαγητό απ'τη μάνα μου. Ο αναπτήρας εκείνος ήταν που με έκανε να αρχίσω το κάπνισμα τότε στα δεκαεφτά μου...Και δεν είχε και τίποτα ιδιαίτερο να φανταστείς, μόνο ημερομηνίες σκαλισμένες πάνω του. Κάθε φορά που με ξανάβρισκε είχε και μια καινούρια και κάθε φορά που νευρίαζα μαζί του, πριν τον ξεφορτωθώ χάραζα κι εγώ μια. Μα σήμερα όλες οι ημερομηνίες είχαν καλυφτεί από μια φράση μοναχά "Μην ψάχνεις αυτό που κάποτε θα έρθει σε εσένα, ζήσε εκείνο το διάστημα ελευθερίας πριν σε ξαναβρεί". Όχι ρε πούστη μου, τώρα δεν έχει χώρο για άλλες ημερομηνίες, σκέφτηκα νευριασμένος και παράτησα τον αναπτήρα πίσω στο κάθισμα μια για πάντα..
 



Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Αντικατοπτρισμοί

Κοίταζα απ'το παράθυρο, όπως κάνω κάθε φορά που βαριέμαι διαβάζω. Ξαφνικά τράβηξε την προσοχή μου ένας άντρας στην απέναντι βιτρίνα. Κοίταζε φαινομενικά προσηλωμένος, πιο προσηλωμένος απ'όσο οποιονδήποτε άλλον, ειδικά αν σκεφτείς ότι η βιτρίνα απέναντι ανήκε σ'ένα κενό εγκαταλελειμένο κτίριο. Ύστερα έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί από το μεγάλο ταξιδιωτικό σάκο του, έγραψε κάτι, και το κόλλησε στη βιτρίνα. Μου είχε κινήσει τόσο πολύ την περιέργεια που παρά το κρύο βγήκα έξω με τις πιτζάμες και το φλυτζάνι καφέ στο χέρι κι έτρεξα να διαβάσω το σημείωμα. Όταν έφτασα μπροστά στη βιτρίνα ο άντρας ήταν άφαντος-όπως περίμενα. "Ονομάζομαι Ντέιβιντ Ένστελ και τα ελληνικά μου δεν είναι τόσο καλά. Είμαι ζωγράφος. Ψάχνω ένα μέρος, παλιό κατά προτίμηση,, που δε χρησιμοποιείται για να το κάνω στούντιο. Αντί ενοικίου προσφέρω πίνακες ζωγραφικής" Από κάτω υπήρχε το τηλέφωνό του. Πήρα το χαρτάκι κι έτρεξα πίσω στο σπίτι. Δεν είχα καμιά λύση στο πρόβλημά του. Ήμουν ανήλικη έτσι κι αλλιώς. Απλά κάτι σ'αυτόν τον άντρα, κάτι στην έκφραση, στην κορμοστασιά, στις κινήσεις του. Φαινόταν τόσο γνώριμο. Μετά από λίγα τουυυυτ της γραμμής ακούστηκε μια βαθιά, μπάσσα φωνή, με ξενόφερτη προφορά. 
-Παρακαλώ;
-Βρήκα ένα σημείωμά σας. Τι ζωγραφίζετε;
-Τα πάντα. Πιο πολύ τοπία ή χώρους. Αλλά κι οτιδήποτε άλλο. Έχετε χώρο σαν αυτό που ψάχνω;
-Θα ήθελα να δω πρώτα έργα σας. 
Του είπα να περάσει από το σπίτι σε ένα δύωρο. Θα είχε γυρίσει και η Στέλλα (η μάνα μου) και δε θα ήμουν μόνη εδώ. Δεν ξέρω τι έψαχνα από αυτόν τον άντρα. Έμοιαζε πολύ μεγαλύτερος. Ήταν. Η ώρα περνούσε, όμως εκείνος ήταν άφαντος. Δεν του είχα πει οτιδήποτε για την ηλικία μου ή για το ότι δεν διέθετα καν αυτό που ζητούσε. Απλά ίσως βρήκε αυτό που να έψαχνε. Ίσως, ίσως. Δε θα μάθαινα ποτέ γιατί ένιωθα ότι συνδεόμουν τόσο με αυτόν τον άνθρωπο.

Μετά από δύο μήνες πίσω στην Ελλάδα νομίζω ότι το βρήκα, αυτό που έψαχνα. Γύριζα κάθε μέρα την πόλη, με διαφορετική ταυτότητα κάθε λίγο. Προσποιούμενος ότι έψαχνα για κάτι διαφορετικό κάθε φορά. Όμως στην πραγματικότητα ένα πράγμα έψαχνα, εκείνη. Έπαιρνα όποια ιδιότητα μου τη θύμιζε, ζωγράφος, φωτογράφος, πλανόδιος μουσικός, άλλαζα τις δουλειές σε κτίρια και συνοικίες σαν τα πουκάμισα ψάχνοντας για εκείνη. Κι ενώ περνούσα το κατώφλι της πολυκατοικίας που με είχαν προσκαλέσει για την τωρινή αναζήτησή μου-έχοντας ήδη καθυστερήσει αρκετά-, κάποιος μου κράτησε την πόρτα του ασανσέρ ανοιχτή για να περάσω. Μέχρι που γύρισε και με κοίταξε. 
-Στέλλα; Η φωνή μου ήταν αβέβαιη. Δεν ήξερα αν με είχε αναγνωρίσει, αν ήταν πράγματι αυτή ή αν την έβλεπα επειδή ήθελα να τη δω. Η έκπληξή της ήταν ολοφάνερη, αλλά αντέδρασε με τρόπο που με ξάφνιασε. Η πόρτα του ασανσέρ έκλεισε απότομα μπροστά στα μάτια μου. Κι εγώ μετά από δύο κλάσματα του δευτερολέπτου ξεκίνησα να ανεβαίνω τρέχοντας τις σκάλες προσπαθώντας να προλάβω το ασανσέρ την ώρα που θα σταματούσε. Έφτανα στον τρίτο όταν άκουσα την πόρτα να ανοίγει.
-Στέλλα περίμενε. Σε έψαξα, σε έψαχνα, μήνες, χρόνια τώρα. Κοίτα με, μίλα μου.
Η γυναίκα προχωρούσε ακάθεκτη, μέχρι που τον ένιωσε να τη γραπώνει. 
Όχι, δεν έπρεπε να τον κοιτάξει, δεν έπρεπε να του μιλήσει.Είχε να τον δει δεκαέξι χρόνια αλλά το ήξερε ότι θα έλιωνε ξανά, θα κατρακυλούσε, θα έτρεχε στην αγκαλιά του όπως κάθε φορά. Και πάλι θα τον ξανάχανε όταν εκείνος θα βαριόταν, όταν η ανήσυχη φύση του θα έψαχνε και πάλι κάτι καινούριο -είτε ταξίδι, είτε ασχολία, είτε μανία-, για να ξαναγυρίσει πάλι σ'εκείνη λίγο καιρό μετά. Στα λίγα δευτερόλεπτα που δίστασε, στα λίγα δευτερόλεπτα που σταμάτησε για να σκεφτεί, να αναλογιστεί τα περασμένα, εκείνος την έσφιξε στα χέρια του, τον ένιωσε πάλι κοντά της, ένιωσε πάλι την καρδιά της να ξυπνά.

Ακούγονταν φωνές απ'έξω, κάποιος φώναζε τη μητέρα μου. Η φωνή ακουγόταν γνώριμη αλλά δε μπορούσα να σκεφτώ ακριβώς. Άνοιξα την πόρτα τρομοκρατημένη και δυο μάτια καταγάλανα, ίδια με τα δικά μου, με κοιτούσαν απωθητικά, σαν να παραβίαζα την πιο κρυφή στιγμή τους. Ήξερα καλά αυτό το βλέμμα, το έβλεπα τόσο συχνά στον καθρέφτη. Μα και τώρα έτσι ήταν, σαν να κοίταζα πάλι στον καθρέφτη.





Συνέχισα να διαβάζω. Είχα δυσκολία να συγκντρωθώ. Έπλαθα συνέχεια ιστορίες. Κοίταξα κλεφτά απ'το παράθυρο. Η απέναντι βιτρίνα ήταν άδεια. Ο δρόμος ήταν άδειος. Δε θα γνώριζα ποτέ τον πατέρα μου.
Δύο δευτερόλεπτα μετά χτύπησε το κουδούνι.
Έτρεξα να ανοίξω και κόντεψα να λιποθυμίσω. "Ονομάζομαι Ντέιβιντ Ένστελ" ξεκίνησε να λέει ο κουστουμαρισμένος άντρας στην εξώπορτα, μα κοκάλωσε κοιτάζοντας τα μάτια μου, και μ'έσφιξε στην αγκαλιά του.

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

Οπτασίες (κι ένα μπλογκ δύο χρόνων!)

Έτρεχε σ'ένα λευκό διάδρομο. Οι τοίχοι ήταν λευκοί, τα πλακάκια και το ταβάνι το ίδιο. Εκείνη φορούσε ένα φόρεμα κόκκινο, μέχρι το γόνατο, αέρινο, και τα μάτια της ήταν δεμένα με μια κορδέλα μαύρη. Δεν έβλεπε, μα και να τα άνοιγε δε θα'βλεπε μέσα στη λαμπερή μονοτονία του λευκού. Διένυε χιλιόμετρα λευκής έκτασης καθημερινά. Ήξερε ότι απ'την ανατολή έως τη δύση θα προλάβαινε να διανύσει το λευκό διάδρομο. Απ'την ανατολή έως τη δύση του ήλιου. Απ'την αρχή ως το τέλος του διαδρόμου. Και την νύχτα η αντίθετη πορεία. Απ'το πέρας πάλι πίσω στην αρχή. Απ'τη δύση στην ανατολή, ξημέρωσε. Όμως ο διάδρομος δε μαύριζε τη νύχτα, παρέμενε λευκός. Γι αυτό προτιμούσε να διανύει διαδρόμους αντί για δρόμους, να αγγίζει τοίχους αντί για ανθρώπους, να 'ναι όλα γύρω της λευκά κι αυτή να βλέπει μαύρα αντί να 'ναι όλα κατάμαυρα κι αυτή να τα νομίζει ως άσπρα. Χίλιες φορές ντυμένη κατακόκκινα -να αντιτίθεται και να ξεχωρίζει- απ'ότι να 'ταν στα μαύρα ή στα λευκά. Δεν υπήρχαν άλλα χρώματα, μόνο το λευκό, το δέρμα της, το μαύρο, τα μαλλιά της, το κόκκινο τα ρούχα της. Πάντα αυτά τα χρώματα υπήρχαν, μόνο που να, κάποτε άσπρα ήταν τα όνειρά της, μαύρη η ζωή της, και κόκκινη η ίδια, ματωμένη, πληγωμένη. Κι όμως, μπόρεσε να σηκωθεί ξανά.Ίσως να'ταν καλύτερα να μην είχε σηκωθεί ποτέ αν ήταν να φοβάται. Τώρα τριγυρνάει μόνη σε ένα λευκό διάδρομο κάθε μέρα για να νιώθει ζωντανή. Ξαφνικά το λευκό θάμπωνε. το μαύρο στα μάτια της θάμπωνε. Ένιωθε το φόρεμα να θαμπώνει κι αυτό να γίνεται ροζ, ύστερα πιο απαλό, κι ακόμα πιο απαλό και τέλος πάλλευκό, κι εκείνη να χάνεται, να απορροφάται από το άσπρο όπως και κάθετι άλλο.

-Δε θα καταφέρει να βγάλει το βράδυ, πρέπει να αποφασίσετε αν θα δωρίσετε τα όργανά της.
-Πάρτε ότι θέλετε. Μόνο τα όνειρά της αφήστε μου, μόνο τις σκέψεις και τις αναμνήσεις της, τα συναισθήματά της. Εγώ αυτά θέλω. Κλείστε τα σ'ένα από εκείνα τα λευκά κουτιά με τους κόκκινους σταυρούς και μεταφέρτε τα επειγόντως εκεί που οι άνθρωποι έχουν χάσει κάθε ελπίδα, κάθε ίχνος καλοσύνης κι ονείρου. Τα δικά της θα φτάσουν για όλους.

 

Κι αν θες να δεις τ'αληθινά να καίνε πρέπει στο ύψος της φωτιάς ν'ανέβεις!

Το μπλογκ έκλεισε αισίως δύο χρόνια, δίπλα μου ή μάλλον μαζί μου, ή μάλλον μέσα μου και παντού στη ζωή μου. Τις τελευταίες ημέρες σκεφτόμουν σοβαρά να το κλείσω, όπως με πιάνει ανά περιόδους, αλλά να'ναι καλά ο Β*. Ευχαριστώ όσους διαβάζουν τα κείμενά μου γιατί όπως και να το κάνουμε με κάνει να χαμογελώ το γεγονός ότι σε κάποιους αρέσει ο τρόπος που εκφράζομαι. Ωστόσο σκοπός μου παραμένει να είναι να εκφραστώ και μόνο, και να ξεσπάσω. Γι αυτό μπορεί να μην απαντάω στα σχόλιά σας τελευταία, ωστόσο θα φροντίσω να το διορθώσω αυτό. Καθυστερημένα καλό μήνα, και καληνύχτα. Βροχοποιός.


Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

And of an era

Και να'μαστε πάλι οι δυο μας, σε μια εύθραυστη κατάσταση. Μια απ'τις πολλές, μια απ'αυτές που πιστεύουμε ότι ποτέ δε θα διορθωθούν, ποτέ δε θα είναι όπως πριν. Κι όμως πάντα υπάρχουν οι προυποθέσεις να είναι καλύτερα από πριν. Απλά νομίζω ότι κατρακυλάω ξανά. Ανακαλύπτω μειονεκτήματα που είχα περιορίσει στο ελάχιστο, ή έτσι μου λένε. "Σταμάτα να παρεξηγείς τόσο εύκολα", ναι σωστά, όταν αντικρίζεις μια σκηνή που δεν περίμενες και δε φανταζόσουν ποτέ εσύ φταις που την είδες. Εξάλλου αν δεν την είχες δει, ποιος σου λέει ότι θα μάθαινες κι όλας γι αυτή; "Τι έγινε νευρίασες που δε σου το είπαμε;" Όχι ρε, αφού δε νευριάζω, πια. Ή μάλλον "νευριάζω" κάθε τρεις και λίγο, αλλά με μέγιστη διάρκεια εκατόν είκοσι δευτερόλεπτα. Απλά είναι εκείνη η απογοήτευση που νιώθεις, απ'τους γύρω σου αρχικά, κι έπειτα ανακαλύπτεις πως ο μόνος που φταίει είσαι εσύ, πως ο μόνος που δεν είναι αρκετός είσαι εσύ. Κάθε πέτρα που σηκώνεις είναι και μια νέα ανακάλυψη, απ'αυτές που σου αφήνουν πληγές ανεξίτηλες, από εκείνες που δε φαίνονται, που χαράζονται στην ψυχή σου με μελάνι διάφανο, με η κάθε χαρακιά πονάει. Κι εσύ συνεχίζεις να ανασηκώνεις πέτρες, από χαλίκια μέχρι βράχους, ακόμα κι όταν δεν έχεις τη δύναμη στο τέλος τα καταφέρνεις. Σε κάθε πέτρα που σηκώνεις ανακαλύπτεις κάτι που σε αλλάζει, σε σημαδεύει, σε πονάει. Όμως οι πέτρες δε λένε να τελειώσουν κι εσύ δε μπορείς να ηρεμήσεις αν δεν τις σηκώσεις όλες. Και στο τέλος τι θα γίνει; Στο τέλος θα χαθούν οι πέτρες, και το όποιο ενδιαφέρον υπήρξε στη ζωή σου μέχρι τώρα. Θα μείνεις μόνη κοριτσάκι, μα πάντα μόνη δεν ήσουν έτσι κι αλλιώς;



Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Σιωπή.

Σήκωσε το τηλέφωνο βαριεστημένα όμως η φωνή στην άλλη άκρη του ακουστικού ακουγόταν νευρική, βιαστική κι έμοιαζε να πνίγεται σε κάθε συλλαβή. 
"Τι συμβαίνει;" ρώτησε η κοπέλα.
"Η γιαγιά..δε θα ξαναέρθει στο σπίτι. Ούτε θα ξαναφορέσει εκείνη την πράσινη ρόμπα, ούτε θα μας ξαναπεί ιστορίες..." είπε η φωνή κι ύστερα αναλύθηκε σ'ένα λυγμό βαθύ. 
"Εννοείς ότι έφυγε;
"Ναι. Για πολύ μακριά. Για τ'άστρο εκείνο το μεγάλο που βρίσκεται δίπλα σ'ένα άλλο μικρούλι. Θυμάσαι που μας έλεγε πως μια μέρα θα ζήσει μόνιμα εκεί;" 
Πάτησε απότομα το κόκκινο κουμπί της συσκευής κλείνοντας το τηλέφωνο. Δεν ήθελε να μιλήσει σε κανένα, δε μπορούσε να αφήσει κανένα να της θυμήσει τις στιγμές που ήξερε πως δε θα ξεχνούσε ποτέ. Το σπίτι της γιαγιάς της δεν απείχε πολύ απ'το δικό της. Όμως δεν άντεχε να πάει, δεν άντεχε να αντικρίσει τις μάσκες θλίψης όλων αυτών που αγαπούσε, και πάνω από όλα δεν ήθελε κανένας να δει τη δική της μάσκα. Έτσι πήρε μαζί της ένα κενό τετράδιο, με σελίδες χωρίς γραμμές, ένα μολύβι και τα ακουστικά της. Δεν πήρε γόμα μαζί της. Δε θα επέτρεπε στον εαυτό της κανένα λάθος. Κλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματος και κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες.
Σε λιγότερο από δέκα λεπτά βρισκόταν στο σταθμό του κτελ με τα ακουστικά στα αυτιά της. Ήταν φθινόπωρο κι υπήρχαν παντού κόκκινα ξερά φύλλα. Το γκαζόν χρειαζόταν κούρεμα. Τουρίστες ακόμα πηγαινοέρχονταν στις κοντινές παραλίες του νησιού. Δεν της έμενε παρά να διαλέξει προορισμό. Ήταν πολύ πιο απλό βέβαια να μπει σε ένα τυχαίο λεωφορείο και να εξαφανιστεί μόνο για όσο χρειαζόταν. Και ξαφνικά ήξερε. "Ένα εισητήριο για Γούβες" είπε κοφτά και πλήρωσε απευθείας με ψιλά, 2.80, πριν καν ο ταμίας της πει το ποσό. Κάθισε στη θέση δίπλα στο παράθυρο και ξεκίνησε να σκιτσάρει. Σε λίγο η ζωγραφιά της είχε πάρει μορφή. Μια κοπέλα να κάθεται μπροστά σ'ένα μεγάλο παράθυρο έχοντας δίπλα της μια συσκευή τηλεφώνου από τις παλιές με το γρανάζι που γυρνάει, που δεν έχουν κουμπιά. Το ύφος της κοπέλας ήταν τρομοκρατημένο, μα και γαλήνιο. Ήταν κοπέλα κι ηλικιωμένη μαζί, ήταν νεκρή και ζωντανή μαζί. Δεν ήξερε τι ήταν, μόνο περίμενε. Ένα τηλέφωνο να χτυπήσει, ένα παράθυρο να κλείσει, μια ζωή να σβήσει. Περίμενε.
Σε μισή ώρα κατέβαινε απ'το λεωφορείο νιώθοντας τα πόδια της μουδιασμένα. Η στάση με την ξύλινη σκεπούλα. Με το που πάτησε το πόδι της εκεί οι αναμνήσεις την κύκλωσαν. Δεν ήξερε αν έπρεπε να μετανιώσει για την επιλογή της. Άφησε το σκίτσο της στο πεζούλι της στάσης και ξεκίνησε να περπατάει προς την παραλία. 


Εκείνος ένιωθε κουρασμένος. Απ'τη ζωή του, απ'τη δουλειά του -όσο κι αν του άρεσε- απ'τις σχέσεις του. Ένιωθε ότι δεν του αρκούσαν. Μετά από χρόνια που κυνηγούσε το ωραίο ήξερε ότι δεν του έφτανε μόνο αυτό πια. Χρειαζόταν το ουσιαστικό. Μα δεν ήταν διατεθειμένος να το διακινδυνεύσει. Δεν ήθελε να πληγωθεί, να απογοητευτεί. Είχε βολευτεί στη ζωή του όπως βολευόταν κάθε πρωί στη δερμάτινη πολυθρόνα στο γραφείο εκείνο απ'όπου έλεγχε τα οικονομικά της μεγάλης εταιρίας. Επικεφαλής του τμήματος πια. Μόλις στα τριάντα του. 

Το χτύπημα στην πόρτα διέκοψε τις σκέψεις του. Δε σκεφτόταν συχνά κάτι άλλο εκτός τη δουλειά ή τις επαγγελματικές σχέσεις του γενικά. 
"Το ραντεβού που είχατε σήμερα το απόγευμα μετακινήθηκε αύριο την ίδια ώρα, οπότε μπορείτε να φύγετε και να ξεκουραστείτε γιατί αύριο μας περιμένει πολύ δουλειά" είπε η κομψή γραμματέας χαμογελώντας. Εκείνος όμως δεν ήθελε να φύγει. Η ζωή του ήταν το γραφείο του. Ξαφνικά χτύπησε το κινητό του. Αλλά όχι με το γνωστό ουδέτερο ήχο κλήσης που χρησιμοποιούσε για όλους τους πελάτες ή τους γνωστούς του. Χτύπησε με εκείνο τον ήχο. Αρχικά τα έχασε. Είχε να ακούσει εκείνο τον ήχο πάνω από χρόνο. Ίσως πάνω από τρία χρόνια. Άλλαζε συχνά συσκευές. Αλλά σε όλες φρόντιζε να έχει τον ίδιο αυτό ήχο για τη συγκεκριμένη επαφή. Στη συνέχεια τα έχασε ακόμα περισσότερο. Η φωνή της έτρεμε. Η φωνή εκείνης δεν έπρεπε να τρέμει. Εκείνη ήταν δυνατή. Δεν έπρεπε να φοβάται ποτέ. "Τι συνέβη;" τη ρώτησε νιώθοντας μια τάση να λιποθυμίσει. "Έλα. Σε παρακαλώ. Στην παραλία", απάντησε εκείνη κι ύστερα έκλεισε το τηλέφωνο. Εκείνος έμεινε ασάλευτος μόνο για τρία δευτερόλεπτα. Έπειτα, μέσα σε ελάχιστα λεπτά είχε βρεθεί στο πάρκινγκ της εταιρίας με το κλειδί στη μίζα του ακριβού αυτοκινήτου του. Λίγα ακόμα λεπτά μετά έτρεχε ιλιγγιωδώς στην εθνική οδό. Πάτησε το πλήκτρο για να ξεκινήσει η μουσική απ'το σιντί. Είχε πάνω από χρόνο, ίσως πάνω από τρία χρόνια να ακούσει σιντί. Ήξερε όμως ποιο σιντί ήταν μέσα. Εκείνο που περιείχε τον ήχο κλήσης που προξένησε όλη αυτή την ξαφνική αναταραχή στη γνώριμη ρουτίνα του. Ένα τέταρτο αργότερα σταμάτησε μπροστά στη στάση για να βρει αυτό που περίμενε. Ένα σκίτσο, δικό της. Ένα υπέροχο σκίτσο, δικό της. Πάρκαρε πολύ πρόχειρα και ξεκίνησε να τρέχει προς την παραλία Είχε καιρό να τρέξει, αλλά δεν άντεχε να κάνει τη διαδρομή με το αυτοκίνητο. Πάντα την έκαναν με τα πόδια. Αυτός, εκείνη, κι εκείνοι.

Τη βρήκε καθισμένη στην ακροθαλασσιά. Έβγαλε τα παπούτσια του για να περπατήσει στην άμμο και μόλις έφτασε κοντά της τη σκέπασε με το σακάκι του. Εκείνη ήταν δακρυσμένη, κι έτρεμε από το κρύο. Αλλά δεν την ένοιαζε. Το βλέμμα της ήταν γεμάτο σκιές. Την αγκάλιασε κι έμειναν έτσι για λίγη ώρα.
"Η γιαγιά μου πέθανε" είπε η κοπέλα. 

"Εμένα πάλι έχει πεθάνει η ζωή μου εδώ και καιρό"
"Ξέρεις πολύ καλά ότι εσύ επέλεξες να ζήσεις έτσι. Και να μην αφήσεις και κανένα να είναι δίπλα σου. Με απομάκρυνες και κάθε φορά που προσπαθώ να σε πλησιάσω πια υψώνεις καινούρια τείχη. Γιατί;" τον ρώτησε.
"Επειδή δεν αξίζει." απάντησε εκείνος.
"Πρέπει να δώσεις αξία σε μια αρχική κατάσταση για να βρεις μια τελική που θα είναι πολύτιμη όσο τίποτα άλλο. Έτσι είναι η ζωή.", είπε ενώ σφιγγόταν πάνω του.



 
Το έχουν αυτό οι άνθρωποι. Μοιάζουν πάντα πιο όμορφοι, την ώρα που φεύγουν.” 

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Γατάκια.

-Τι;
-Τίποτα...
(Σιωπή)
-Τι έχεις;
-Δεν έχω κάτι! Εσύ τι έχεις;
-Τίποτα.
(Σιωπή)
-Λέγε.
-...
-Είπα λέγε.
-Ε, να μωρέ, δεν είναι τίποτα το σπουδαίο. Πες μου εσύ πρώτα τα νέα σου και θα σου πω μετά.
-Εγώ τίποτα, τα ίδια όπως τα ξέρεις. Τώρα λέγε τι έχεις.
-Μα γιατί να πρέπει να έχω κάτι;
-Έχω μάθει αρκετά καλά τη φωνή σου για να καταλαβαίνω πότε δεν είσαι καλά.

Κοίτα, δεν είναι ότι οι φιλίες που έχω με άλλα άτομα δεν είναι ουσιαστικές ή δε με ικανοποιούν. Ίσα ίσα, είναι ότι μπορώ και θέλω να προσφέρω σ'εκείνους, ίσως παραπάνω από αυτά που μπορώ-κι εκείνοι το ίδιο πιστεύω. Απλά να μωρέ. Είναι αλλιώς να έχεις ένα άτομο που υπερλατρεύεις και ίσως για αυτό το δέρνεις, γρατζουνάς, προσποιείσαι ότι μισείς. Επειδή φοβάσαι. Και φοβάσαι γιατί ξέρεις την επιρροή που σου ασκεί κι ασκείς σ'αυτό το άτομο, δε θέλεις να το δείχνεις και φοβάσαι να το παραδεχτείς. Ή κάτι τέτοιο. Ή τουλάχιστον έτσι το βλέπω εγώ. Εσύ θα πεις ότι λέω βλακείς ή δε θα πεις τίποτα ή θα πεις " Α διάβασα το άρθρο" κι εγώ θα ρωτήσω σε ποιο μπλογκ από τα δυο, κάνοντας ότι δεν κατάλαβα, κι εσύ θα απαντήσεις "στο επίσημο". Και θα σου πω "και;" κι εσύ θα πεις "καλό ήταν" κι αυτό. Και τότε θα αμφιταλαντεύομαι για το αν έπιασες το νόημα ή όχι, μα ξέρω ότι δε μπορεί, σίγουρα καταλαβαίνεις. Ε και ντάξει όπως και να το κάνουμε ρε φίΛε όλοι θα'θελαν ένα γαμάτο κολλητό στη Θεσσαλονίκη. Που κάποια στιγμή θα τους φιλοξενήσει στη Θεσσαλονίκη. Κι εδώ θα έλεγα "και που κάποια στιγμή θα σταματήσει να τους σπάει τα νεύρα" αλλά αν δε μου έσπαγες τα νεύρα δε θα ήσουν εσύ. Κι εγώ εμπιστεύομαι και χρειάζομαι εσένα. Οπότε καλά θα κάνεις να πιστέψεις και λίγο στον εαυτό σου.
Συμβουλή: Λέγε ό,τι νιώθεις κι ό,τι θέλεις. Δεν είναι πάντα εύκολο για τον άλλο να μαντέψει.

Υ.Γ. Όσο γι αυτό που σου είχα πει μια μέρα βγαίνοντας απ'το msn ισχύει. Ίσως να ήταν λίγο wrong place-wrong time φράση αλλά ίσως και να μην έχεις καταλάβει το νόημά της στο έπακρο. Καλά ίσως πάλι να μην το έχεις καταλάβει και καθόλου. Αλλά νομίζω ξέρεις τη σχέση μου με τέτοιου είδους φράσεις.
Υ.Γ.2. Ε και ντάξει υποθέτω ότι μετά από τόσες πολύωρες τηλεφωνικές συζητήσεις δε θα με χάλαγε και μια από κοντά. Αλλά πάλι θα μου πεις " Τι θέλεις να συζητήσουμε/ Τι θέλεις να μου πεις; " Και πάλι δε θα λέμε τίποτα, γιατί δε γίνονται έτσι οι συζητήσεις. Αλλά δεν κάνω σαν ψυχωτική γκόμενα έχω υπομονή. Τα χριστούγεννα λογικά, που θα ξανάρθεις:)





Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Θα'χει βροχή αστεριών την Κυριακή

When your day is long and the night
νιώθεις ότι οι μέρες δεν περνούν, ανυπομονείς να βρεθείς μακριά από όλους, να κλειστείς στον εαυτό σου
The night is yours alone
κι όταν επιτέλους το πετύχεις είσαι πιο δυστυχισμένος από ποτέ.
When you're sure you've had enough of this life, well hang on
Γιατί η ζωή ποτέ δεν ικανοποιείται όσο κι αν σε βασανίσει, όσα διλήμματα κι αν σου δώσει
Don't let yourself go
Εσύ όμως δεν πρέπει να μείνεις στάσιμος ή να απελπιστείς τόσο ώστε να τα παρατήσεις
Everybody cries and everybody hurts sometimes

Sometimes everything is wrong
Και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να αλλάξεις την κατάσταση όσο και να το θέλεις
Now it's time to sing along
πρέπει να μάθεις να ζεις με τα νέα δεδομένα, αλλά
When your day is night alone (hold on, hold on)
αλλά έχεις εκείνο το περίεργο συναίσθημα, θέλεις να είσαι μόνος και να έχεις κάποιον δίπλα σου την ίδια στιγμή
If you feel like letting go (hold on)
Χωρίς ίσως να λέτε τίποτα, ίσα να νιώσεις πιο ασφαλής
When you think you've had too much of this life, well hang on




Έχει βροχή αστεριών την Κυριακή, βγες στο μπαλκόνι.
Ακόμα κι αν τα φώτα είναι υπερβολικά κι ενοχλητικά,
ακόμα κι αν δε δεις κανένα πραγματικό αστέρι εκεί
θα είναι εξαιτίας του πέπλου αυτού της πόλης.
Τ'αστέρια όμως θα'ναι εκεί,
θα'ναι οι άνθρωποι που χάσαμε χωρίς να αποχαιρετήσουμε,
εκείνοι που αποχαιρετήσαμε κι ίσως να μην ξαναδούμε ποτέ,
όλες οι αντιθέσεις της ζωής μας μαζεμένες,
όλα αυτά που μας λείπουν, -κι εκείνοι που μας λείπουν-
οι στιγμές που ξέρουμε ότι θα ξαναζούμε μόνο στο μυαλό μας,
οι φωνές που θέλουμε να κρατήσουμε στη μνήμη μας,
τα προβλήματά μας που φαντάζουν μικροσκοπικά μπροστά σ'εκείνα άλλων,
κάποιες μελωδίες που κατακτούν το μυαλό μας,
πράγματα που πάντα θέλαμε να κάνουμε
κι όμως συνεχίζουμε να αναβάλουμε
μέχρι που θα καταλάβουμε ότι δεν τα θελήσαμε ποτέ αρκετά.
Θα'χει βροχή αστεριών, μου είπες.
Μα εγώ δε θα βγω στο μπαλκόνι ακόμα κι αν είμαι σίγουρη ότι τ'αστέρια φαίνονται απ'τη δική μου μεριά της πόλης, απ'τη δική μου σκοτεινή γειτονιά.
Δε θα βγω στο μπαλκόνι γιατί δε θα έχω χρόνο.
Βγες και για μένα και για όλους αυτούς που ήταν υπερβολικά επαναπαυμένοι στη ρουτίνα τους, υπερβολικά βολεμένοι στα "δεν έχω χρόνο", "δε μπορώ".
Και προσπάθησε να μη γίνεις ποτέ σαν κι αυτούς,
ευχήσου και γι αυτούς όταν θα βλέπεις πεφταστέρια
 When you think you've had too much of this life, well hang on
Everybody hurts
Take comfort in your friends.

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Heart shaped box

Κοίταζε πίσω του κάθε λίγα δευτερόλεπτα καθώς προχωρούσε. Είχε στ'αυτιά του και πάλι τα ακουστικά, με την ένταση δυναμωμένη στο τέρμα. Μετά από ένα τέταρτο περίπου σταμάτησε μπροστά στην είσοδο του παλαιοπωλείου και μπήκε μέσα χωρίς δισταγμό. Σταμάτησε μπροστά στον πάγκο του παλαιοπώλη αποφασιστικά κι έβγαλε τρία χαρτονομίσματα των πενήντα από την τσέπη του τζιν του κοιτάζοντας τον καταστηματάρχη έντονα στα μάτια. "Αυτά για το κουτί" είπε με τη βραχνή μπάσσα φωνή του. "Μα η δημοπρασία είναι αύριο! " απάντησε έκπληκτος ο ηλικιωμένος άντρας. "Αν νομίζεις ότι η υπομονή μου είναι απεριόριστη κάνεις λάθος. Όπως επίσης  κάνεις λάθος αν νομίζεις ότι οποιοσδήποτε θα έδινε περισσότερα γι ένα σάπιο κομμάτι ξύλο." Ο άντρας πήγε να ξαναπάρει τα χρήματα όμως ο παλαιοπώλης τον σταμάτησε ακουμπώντας βιαστικά ένα σκαλιστό ξύλινο κουτί από ξύλο κερασιάς πάνω στο γραφείο. "Όλο δικό σου, αν και το υπερεκτιμάς όπως κι εσύ ο ίδιος είπες".
Λίγα λεπτά αργότερα βρισκόταν στο ημιυπόγειο διαμέρισμά του έχοντας το κουτί στα χέρια του. Όπως το περίμενε το κλειδί που του έδωσε ο παλαιοπώλης δεν ταίριαζε με την κλειδαριά. Έβγαλε ένα μεγάλο σκουριασμένο κλειδί από ένα συρτάρι κι άνοιξε αμέσως το μπαουλάκι.  Χαμογέλασε νιώθοντας σίγουρος για τον εαυτό του. "Μετά από τόσα ψάξιμο, επιτέλους θα ανήκει σε εμένα. Επιτέλους θα αποκτήσω αυτό που τόσο καιρό θα έπρεπε να έχω.. Δικαιωματικά" . 
Όμως προς μεγάλη έκπληξή του το κουτί ήταν άδειο...Ήταν τελείως απροετοίμαστος γι αυτό το ενδεχόμενο, είχε ακολουθήσει σωστά όλα της τα βήματα, είχε ρωτήσει τους κατάλληλους ανθρώπους, είχε αποκτήσει όλες τις πληροφορίες από κοινούς γνωστούς τους από την ημέρα που εκείνη έφυγε και μετά. Είχε καταφέρει μετά από χρόνια να εντοπίσει εκείνο το κουτί και τώρα ήταν άδειο. Ξήλωσε προσεκτικά τα ξύλινα τοιχώματα, και πάλι τίποτα. "Εδώ μέσα υπάρχει όλη η αγάπη μου για σένα, να την προσέχεις και να τη φροντίζεις γιατί τώρα πια δε μπορώ να παράξω άλλη" της είχε πει πριν πολλά χρόνια. Όμως έκανε λάθος και πάλι, η αγάπη του δε βρισκόταν εκεί, την είχε χάσει για πάντα. Κι όμως της είχε πει να την προσέχει, της είχε πει να τη φυλάξει...
Δε στεναχωρήθηκε, νευρίασε. Πέταξε με δύναμη τα απομεινάρια του ξύλινου κουτιού στον τοίχο με αποτέλεσμα να σπάσει σε κομμάτια ακόμα μικρότερα κι ένας λευκός φάκελος να πέσει στο πάτωμα. " Ίσως να'ναι εδώ η αγάπη μου όλη" σκέφτηκε κι έτρεξε στο φάκελο με μάτια που έλαμπαν. "Δε μπορείς να φυλακίσεις την αγάπη σε κουτιά. Κράτα εσύ τη φυλακή γιατί αυτή σου άρεσε πάντα. Όμως η φυλακή είναι μόνο το περιτύλιγμα, η επιφάνεια. Εγώ θα κρατήσω όλη την αγάπη του κουτιού για τον εαυτό μου, θα την πάρω μαζί μου, κι όταν θα φύγω δε θα μπορέσεις να με ξαναβρείς. Αν όμως καταφέρεις να βρεις το κουτί αυτό σημαίνει πως επιτέλους κατάλαβες το λάθος της στάσης σου τόσα χρόνια. Αν καταφέρεις να ξεφύγεις από το κουτί σου, τη φυλακή σου, αυτή που έφτιαξες μόνος σου κι εγκλωβίστηκες ηθελημένα, ίσως τότε να σου επιστρέψω την πολύτιμη αγάπη σου, εκείνω που φυλώ πια μέσα μου και προσέχω σαν τίποτα άλλο, όπως εσύ ο ίδιος μου είχες κάποτε ζητήσει. Όμως θα πρέπει να έχεις προσπαθήσει πραγματικά." Έσκισε το σημείωμα βιαστικά και πέταξε τα κομμάτια του στο τζάκι.
"Και για ένα τόσο δα κομματάκι χαρτί εγώ κατέστρεψα το όμορφο κουτί μου",
είπε μαζεύοντας νευρικά τα απομεινάρια του ξύλου σαν να'ταν θησαυροί...


Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Φωτοσκιάσεις.

Άνοιξε τα μάτια της απότομα νομίζοντας ότι είχε παρακοιμηθεί. Κι όμως, το ρολόι έδειχνε ακόμη τέσσερις.. Θα αργούσε ακόμα να ξημερώσει κι ήξερε ότι δεν πρόκειται να ξανακοιμόταν. Σηκώθηκε προσεχτικά, προσπαθώντας να μην κάνει φασαρία για να μην ξυπνήσει το Χρήστο δίπλα της. Εκείνος κοιμόταν βαθιά, παίρνοντας ρυθμικές ανάσες. Η Μαριάννα κατέβηκε την ξύλινη σκάλα και βγήκε στη μεγάλη βεράντα. Ο ουρανός ήταν κατασκότεινος, μόνο εκεί πάνω από το λόφο απέναντί της έμοιαζε να μωβίζει λίγο. Ήθελε τόσο πολύ να καθίσει κάτω, στο γρασίδι του κήπου, λίγα μέτρα πιο πέρα... Όμως όχι, δεν έπρεπε να πατάει το γρασίδι. Μετά θα έμπαινε στο σπίτι που ήταν τόσο καθαρό και θα το γέμιζε λάσπες. Δεν έπρεπε... Χρόνια τώρα καταπίεζε οποιαδήποτε επιθυμία της δεν ήταν μέσα στα όρια... Οποιαδήποτε επιθυμία της θα την έβγαζε σε συμπεριφορές απρεπείς... Αυθόρμητες δηλαδή. Κοίταζε τις φωτεινές κουκίδες στον ουρανό κι αντιστεκόταν στον πειρασμό να τις μετρήσει. Βγάζουμε ελιές , λέει, όταν μετράμε τ'αστέρια. Θυμήθηκε τη μοναδική στιγμή στη ζωή της που είχε μετρήσει αστέρια. Ζούσε ακόμη στην όμορφη αυτή παραλιακή πόλη κι είχε βγει με μια παρέα φίλων ένα συνηθισμένο καλοκαιρινό Σάββατο βράδυ. Περπατούσαν στο λιμενοβραχίονα και ξαφνικά παρατήρησαν την αυγουστιάτικη πανσέληνο, τη στιγμή που ανέτειλε, στρογγυλή κι ασπροκίτρινη, μα φωτεινή όσο τίποτα. Εκείνο το βράδυ γυρνώντας σπίτι της έμεινε στο μπαλκόνι μέχρι αργά μετρώντας τ'αστέρια. Παρομοίαζε κάθε αστέρι με κάποιο άτομο της ζωής της. Κάποια απ'τα αστέρια αυτά ήταν μεγάλα, φωτεινά, ζεστά, άλλα τρεμόπαιζαν, νόμιζε πως από λεπτό σε λεπτό θα έπεφταν. Ξαφνικά κατάλαβε πως είχε δακρύσει. Από όταν έφυγε από την πόλη της για σπουδές δεν ξαναπάτησε ποτέ. Δεν ξαναμέτρησε αστέρια, δεν ξανααναρωτήθηκε σχετικά με τα άτομα που βρίσκονταν δίπλα της. Και τώρα κατάλαβε ότι αυτά που πριν πέρασε για αστέρια ήταν μοναχά βεγγαλικά! Τα οποία έσκασαν σε εκατομμύρια κομματάκια, μικρές φλογίτσες που αιωρήθηκαν για λίγο  στον ουρανό της κι ύστερα χάθηκαν. Τώρα ο ουρανός της ήταν άδειος, επειδή εκείνη δεν ήθελε να τον γεμίσει...Γιατί τα αστέρια τα πραγματικά ήταν αυθόρμητα, δεν τα ένοιαζε να γεμίσουν με λάσπες το σπίτι μιας κι όλα μαζί μετά θα το καθάριζαν.Οι άνθρωποι οι πραγματικοί δε θα κρύβονταν πίσω από κοινωνικές επιταγές, δε θα υπάκουγαν συνεχώς στους κανονισμούς. Η ζωή εξάλλου ένα παιχνίδι είναι, αν δε χάσεις δε θα μάθεις. Κι αν δεν ξεφύγεις και λίγο απ'τους κανονισμούς, απ'τα πρέπει, δε θα κερδίσεις, ή τουλάχιστον θα κερδίσεις έχοντας καταφέρει μια νίκη που κανένας δε θα θυμάται, ούτε καν εσύ ο ίδιος. Αστραπιαία πέρασε μια άλλη σκηνή απ'το μυαλό της, τα ίδια παιδιά κάμποσα καλοκαίρια πριν να παίζουν χαρτιά..Δε θυμόταν νικητές ή χαμένους, θυμόταν μόνο εκείνες τις μικρές στιγμές παρατυπίας, που έβγαιναν απ'τους κανονισμούς προσπαθούσαν να συνεννοηθούν ανά δύο ή ανά τρεις ή να δει ο ένας τα φύλα του άλλου. Ξαφνικά έτρεξε μέσα στο σπίτι, έβαλε μουσική, δυνάμωσε το στερεοφωνικό στο τέρμα και βγήκε έξω. Ξεκίνησε να χορεύει μόνη της κάτω από ένα κατασκότεινο ουρανό ελπίζοντας να εμφανιστεί κάποιο αστέρι. Ήλπιζε. Περίμενε από τους άλλους. Δεν πέρασε ούτε μια στιγμή απ'το μυαλό της ότι έπρεπε η ίδια να ψάξει τα αστέρια, να τα ανακαλύψει από την αρχή ένα ένα, μόνη της. Άκουσε τα βαριά βήματα του Χρήστου κι ύστερα τη φωνή του. Λίγο μετά είδε το έντρομο βλέμμα του.. "Μαριάννα μου τι κάνεις μόνη σου έξω τέσσερις η ώρα; Έλα μέσα πριν σε δει κανένας γείτονας και σε περάσει για καμιά τρελή μάγισσα που χορεύει μές στα σκοτάδια!" Άρα κι ο δικός του ουρανός ήταν σκοτεινός...Ίσως το δικό του σκοτάδι τη ρούφηξε μέσα του...Ίσως οι επιλογές της να έφταιγαν απ'την αρχή. Και τότε αποφάσισε να αλλάξει την πορεία της ιστορίας, κάνοντας μια νέα επιλογή. Δεν πήρε τίποτα μαζί της, απλά άνοιξε την πόρτα κι έφυγε, όπως έφυγε κι ο Χρήστος προς τα πάνω με σκοπό να ξανακοιμηθεί, να ξαναξυπνήσει, να ξαναπάει στη δουλειά του, να επαναλάβει την ίδια βαρετή ρουτίνα του(ς).


Δώδεκα ώρες μετά βρισκόταν εκεί. Χαμογελούσε καθώς ανέπνεε διαφορετικό αέρα και μόνο. Κι ήταν σαν ν'άκουγε από παντού εκείνη τη μελωδία καθώς σιγοτραγουδούσε συνεχώς τα λόγια. Περπατούσε και χαμογελούσε. Οι άνθρωποι θα την περνούσαν σίγουρα για τρελή, μα εκείνη ήξερε πως ήταν ήδη ευτυχισμένη. Και με λίγη προσπάθεια θα ξαναγέμιζε τον ουρανό της αστέρια, θα ξαναγέμιζε την αγκαλιά της ανθρώπους και τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς της τώρα πια θα ζωγράφιζε και θα φωτογράφιζε την πόλη εκείνη που τη μπέρδευε, μα τη λάτρευε όσο τίποτα άλλο. 

Καληνύχτα!





Υ.Γ. μιας και το κείμενο γράφτηκε βιαστικά, οι φωτογραφίες δεν είναι δικές μου, βρέθηκαν στο tumblr.
Υ.Γ.2 "μην πεις τίποτα, μ'αρέσει ο τρόπος που επικοινωνούμε μέσα από τα κείμενα"    :)