Κοίταζα απ'το παράθυρο, όπως κάνω κάθε φορά που βαριέμαι διαβάζω. Ξαφνικά τράβηξε την προσοχή μου ένας άντρας στην απέναντι βιτρίνα. Κοίταζε φαινομενικά προσηλωμένος, πιο προσηλωμένος απ'όσο οποιονδήποτε άλλον, ειδικά αν σκεφτείς ότι η βιτρίνα απέναντι ανήκε σ'ένα κενό εγκαταλελειμένο κτίριο. Ύστερα έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί από το μεγάλο ταξιδιωτικό σάκο του, έγραψε κάτι, και το κόλλησε στη βιτρίνα. Μου είχε κινήσει τόσο πολύ την περιέργεια που παρά το κρύο βγήκα έξω με τις πιτζάμες και το φλυτζάνι καφέ στο χέρι κι έτρεξα να διαβάσω το σημείωμα. Όταν έφτασα μπροστά στη βιτρίνα ο άντρας ήταν άφαντος-όπως περίμενα. "Ονομάζομαι Ντέιβιντ Ένστελ και τα ελληνικά μου δεν είναι τόσο καλά. Είμαι ζωγράφος. Ψάχνω ένα μέρος, παλιό κατά προτίμηση,, που δε χρησιμοποιείται για να το κάνω στούντιο. Αντί ενοικίου προσφέρω πίνακες ζωγραφικής" Από κάτω υπήρχε το τηλέφωνό του. Πήρα το χαρτάκι κι έτρεξα πίσω στο σπίτι. Δεν είχα καμιά λύση στο πρόβλημά του. Ήμουν ανήλικη έτσι κι αλλιώς. Απλά κάτι σ'αυτόν τον άντρα, κάτι στην έκφραση, στην κορμοστασιά, στις κινήσεις του. Φαινόταν τόσο γνώριμο. Μετά από λίγα τουυυυτ της γραμμής ακούστηκε μια βαθιά, μπάσσα φωνή, με ξενόφερτη προφορά.
-Παρακαλώ;
-Βρήκα ένα σημείωμά σας. Τι ζωγραφίζετε;
-Τα πάντα. Πιο πολύ τοπία ή χώρους. Αλλά κι οτιδήποτε άλλο. Έχετε χώρο σαν αυτό που ψάχνω;
-Θα ήθελα να δω πρώτα έργα σας.
Του είπα να περάσει από το σπίτι σε ένα δύωρο. Θα είχε γυρίσει και η Στέλλα (η μάνα μου) και δε θα ήμουν μόνη εδώ. Δεν ξέρω τι έψαχνα από αυτόν τον άντρα. Έμοιαζε πολύ μεγαλύτερος. Ήταν. Η ώρα περνούσε, όμως εκείνος ήταν άφαντος. Δεν του είχα πει οτιδήποτε για την ηλικία μου ή για το ότι δεν διέθετα καν αυτό που ζητούσε. Απλά ίσως βρήκε αυτό που να έψαχνε. Ίσως, ίσως. Δε θα μάθαινα ποτέ γιατί ένιωθα ότι συνδεόμουν τόσο με αυτόν τον άνθρωπο.
Μετά από δύο μήνες πίσω στην Ελλάδα νομίζω ότι το βρήκα, αυτό που έψαχνα. Γύριζα κάθε μέρα την πόλη, με διαφορετική ταυτότητα κάθε λίγο. Προσποιούμενος ότι έψαχνα για κάτι διαφορετικό κάθε φορά. Όμως στην πραγματικότητα ένα πράγμα έψαχνα, εκείνη. Έπαιρνα όποια ιδιότητα μου τη θύμιζε, ζωγράφος, φωτογράφος, πλανόδιος μουσικός, άλλαζα τις δουλειές σε κτίρια και συνοικίες σαν τα πουκάμισα ψάχνοντας για εκείνη. Κι ενώ περνούσα το κατώφλι της πολυκατοικίας που με είχαν προσκαλέσει για την τωρινή αναζήτησή μου-έχοντας ήδη καθυστερήσει αρκετά-, κάποιος μου κράτησε την πόρτα του ασανσέρ ανοιχτή για να περάσω. Μέχρι που γύρισε και με κοίταξε.
-Στέλλα; Η φωνή μου ήταν αβέβαιη. Δεν ήξερα αν με είχε αναγνωρίσει, αν ήταν πράγματι αυτή ή αν την έβλεπα επειδή ήθελα να τη δω. Η έκπληξή της ήταν ολοφάνερη, αλλά αντέδρασε με τρόπο που με ξάφνιασε. Η πόρτα του ασανσέρ έκλεισε απότομα μπροστά στα μάτια μου. Κι εγώ μετά από δύο κλάσματα του δευτερολέπτου ξεκίνησα να ανεβαίνω τρέχοντας τις σκάλες προσπαθώντας να προλάβω το ασανσέρ την ώρα που θα σταματούσε. Έφτανα στον τρίτο όταν άκουσα την πόρτα να ανοίγει.
-Στέλλα περίμενε. Σε έψαξα, σε έψαχνα, μήνες, χρόνια τώρα. Κοίτα με, μίλα μου.
Η γυναίκα προχωρούσε ακάθεκτη, μέχρι που τον ένιωσε να τη γραπώνει.
Όχι, δεν έπρεπε να τον κοιτάξει, δεν έπρεπε να του μιλήσει.Είχε να τον δει δεκαέξι χρόνια αλλά το ήξερε ότι θα έλιωνε ξανά, θα κατρακυλούσε, θα έτρεχε στην αγκαλιά του όπως κάθε φορά. Και πάλι θα τον ξανάχανε όταν εκείνος θα βαριόταν, όταν η ανήσυχη φύση του θα έψαχνε και πάλι κάτι καινούριο -είτε ταξίδι, είτε ασχολία, είτε μανία-, για να ξαναγυρίσει πάλι σ'εκείνη λίγο καιρό μετά. Στα λίγα δευτερόλεπτα που δίστασε, στα λίγα δευτερόλεπτα που σταμάτησε για να σκεφτεί, να αναλογιστεί τα περασμένα, εκείνος την έσφιξε στα χέρια του, τον ένιωσε πάλι κοντά της, ένιωσε πάλι την καρδιά της να ξυπνά.
Ακούγονταν φωνές απ'έξω, κάποιος φώναζε τη μητέρα μου. Η φωνή ακουγόταν γνώριμη αλλά δε μπορούσα να σκεφτώ ακριβώς. Άνοιξα την πόρτα τρομοκρατημένη και δυο μάτια καταγάλανα, ίδια με τα δικά μου, με κοιτούσαν απωθητικά, σαν να παραβίαζα την πιο κρυφή στιγμή τους. Ήξερα καλά αυτό το βλέμμα, το έβλεπα τόσο συχνά στον καθρέφτη. Μα και τώρα έτσι ήταν, σαν να κοίταζα πάλι στον καθρέφτη.
Συνέχισα να διαβάζω. Είχα δυσκολία να συγκντρωθώ. Έπλαθα συνέχεια ιστορίες. Κοίταξα κλεφτά απ'το παράθυρο. Η απέναντι βιτρίνα ήταν άδεια. Ο δρόμος ήταν άδειος. Δε θα γνώριζα ποτέ τον πατέρα μου.
Δύο δευτερόλεπτα μετά χτύπησε το κουδούνι.
Έτρεξα να ανοίξω και κόντεψα να λιποθυμίσω. "Ονομάζομαι Ντέιβιντ Ένστελ" ξεκίνησε να λέει ο κουστουμαρισμένος άντρας στην εξώπορτα, μα κοκάλωσε κοιτάζοντας τα μάτια μου, και μ'έσφιξε στην αγκαλιά του.
-Παρακαλώ;
-Βρήκα ένα σημείωμά σας. Τι ζωγραφίζετε;
-Τα πάντα. Πιο πολύ τοπία ή χώρους. Αλλά κι οτιδήποτε άλλο. Έχετε χώρο σαν αυτό που ψάχνω;
-Θα ήθελα να δω πρώτα έργα σας.
Του είπα να περάσει από το σπίτι σε ένα δύωρο. Θα είχε γυρίσει και η Στέλλα (η μάνα μου) και δε θα ήμουν μόνη εδώ. Δεν ξέρω τι έψαχνα από αυτόν τον άντρα. Έμοιαζε πολύ μεγαλύτερος. Ήταν. Η ώρα περνούσε, όμως εκείνος ήταν άφαντος. Δεν του είχα πει οτιδήποτε για την ηλικία μου ή για το ότι δεν διέθετα καν αυτό που ζητούσε. Απλά ίσως βρήκε αυτό που να έψαχνε. Ίσως, ίσως. Δε θα μάθαινα ποτέ γιατί ένιωθα ότι συνδεόμουν τόσο με αυτόν τον άνθρωπο.
Μετά από δύο μήνες πίσω στην Ελλάδα νομίζω ότι το βρήκα, αυτό που έψαχνα. Γύριζα κάθε μέρα την πόλη, με διαφορετική ταυτότητα κάθε λίγο. Προσποιούμενος ότι έψαχνα για κάτι διαφορετικό κάθε φορά. Όμως στην πραγματικότητα ένα πράγμα έψαχνα, εκείνη. Έπαιρνα όποια ιδιότητα μου τη θύμιζε, ζωγράφος, φωτογράφος, πλανόδιος μουσικός, άλλαζα τις δουλειές σε κτίρια και συνοικίες σαν τα πουκάμισα ψάχνοντας για εκείνη. Κι ενώ περνούσα το κατώφλι της πολυκατοικίας που με είχαν προσκαλέσει για την τωρινή αναζήτησή μου-έχοντας ήδη καθυστερήσει αρκετά-, κάποιος μου κράτησε την πόρτα του ασανσέρ ανοιχτή για να περάσω. Μέχρι που γύρισε και με κοίταξε.
-Στέλλα; Η φωνή μου ήταν αβέβαιη. Δεν ήξερα αν με είχε αναγνωρίσει, αν ήταν πράγματι αυτή ή αν την έβλεπα επειδή ήθελα να τη δω. Η έκπληξή της ήταν ολοφάνερη, αλλά αντέδρασε με τρόπο που με ξάφνιασε. Η πόρτα του ασανσέρ έκλεισε απότομα μπροστά στα μάτια μου. Κι εγώ μετά από δύο κλάσματα του δευτερολέπτου ξεκίνησα να ανεβαίνω τρέχοντας τις σκάλες προσπαθώντας να προλάβω το ασανσέρ την ώρα που θα σταματούσε. Έφτανα στον τρίτο όταν άκουσα την πόρτα να ανοίγει.
-Στέλλα περίμενε. Σε έψαξα, σε έψαχνα, μήνες, χρόνια τώρα. Κοίτα με, μίλα μου.
Η γυναίκα προχωρούσε ακάθεκτη, μέχρι που τον ένιωσε να τη γραπώνει.
Όχι, δεν έπρεπε να τον κοιτάξει, δεν έπρεπε να του μιλήσει.Είχε να τον δει δεκαέξι χρόνια αλλά το ήξερε ότι θα έλιωνε ξανά, θα κατρακυλούσε, θα έτρεχε στην αγκαλιά του όπως κάθε φορά. Και πάλι θα τον ξανάχανε όταν εκείνος θα βαριόταν, όταν η ανήσυχη φύση του θα έψαχνε και πάλι κάτι καινούριο -είτε ταξίδι, είτε ασχολία, είτε μανία-, για να ξαναγυρίσει πάλι σ'εκείνη λίγο καιρό μετά. Στα λίγα δευτερόλεπτα που δίστασε, στα λίγα δευτερόλεπτα που σταμάτησε για να σκεφτεί, να αναλογιστεί τα περασμένα, εκείνος την έσφιξε στα χέρια του, τον ένιωσε πάλι κοντά της, ένιωσε πάλι την καρδιά της να ξυπνά.
Ακούγονταν φωνές απ'έξω, κάποιος φώναζε τη μητέρα μου. Η φωνή ακουγόταν γνώριμη αλλά δε μπορούσα να σκεφτώ ακριβώς. Άνοιξα την πόρτα τρομοκρατημένη και δυο μάτια καταγάλανα, ίδια με τα δικά μου, με κοιτούσαν απωθητικά, σαν να παραβίαζα την πιο κρυφή στιγμή τους. Ήξερα καλά αυτό το βλέμμα, το έβλεπα τόσο συχνά στον καθρέφτη. Μα και τώρα έτσι ήταν, σαν να κοίταζα πάλι στον καθρέφτη.
Συνέχισα να διαβάζω. Είχα δυσκολία να συγκντρωθώ. Έπλαθα συνέχεια ιστορίες. Κοίταξα κλεφτά απ'το παράθυρο. Η απέναντι βιτρίνα ήταν άδεια. Ο δρόμος ήταν άδειος. Δε θα γνώριζα ποτέ τον πατέρα μου.
Δύο δευτερόλεπτα μετά χτύπησε το κουδούνι.
Έτρεξα να ανοίξω και κόντεψα να λιποθυμίσω. "Ονομάζομαι Ντέιβιντ Ένστελ" ξεκίνησε να λέει ο κουστουμαρισμένος άντρας στην εξώπορτα, μα κοκάλωσε κοιτάζοντας τα μάτια μου, και μ'έσφιξε στην αγκαλιά του.
ΑΓΑΠΗΣΑ_
ΑπάντησηΔιαγραφή<3
Διαγραφή<3
ΑπάντησηΔιαγραφή<3
Διαγραφή