Πρέπει λέει να πίνω ζεστά για το λαιμό μου.
Ξέρεις, έχει πρηστεί η μία αμυγδαλή.
Είναι σαν να έχει φυτρώσει ένα αμύγδαλο.
Ή και δύο.
Στη μια αμυγδαλή.
Όμορφο δεν ακούγεται;
Οπότε μπήκα στη μπανιέρα κι άφησα το νερό να κάψει.
Μετά μπήκα κάτω από τη βρύση κι άρχισα να πίνω καυτό νερό.
Έκαψα τελείως το λαιμό μου τώρα.
Εξάλλου τα αμύγδαλα ψημένα είναι πιο νόστιμα.
Τώρα έχω και δικαιολογία για τις στιγμές που δε μιλάω και δε γελάω.
Θα με ρωτάς τι σκέφτομαι .
Και δε θα χρειάζεται να σου απαντάω καν.
Αφού πια δε μπορείς να διαβάσεις τη σκέψη μου.
Μα κι όταν μπορούσες ανάγνωση έκανες.
Έβλεπες τα αμύγδαλα σαν εικόνα, τα θαύμαζες και τα έτρωγες.
Αμάσητα.
Γι αυτό πάντα τελειώνεις το φαγητό σου πριν από μένα.
Κι εγώ μένω μόνη μου στο τραπέζι.
Μαζεύεις όλα τα πιάτα εκτός από το δικό μου.
Και μετά φεύγεις.
Εγώ μένω.
Συνεχίζω να μασάω αργά το φαγητό μου, μέχρι την τελευταία μπουκιά.
Μα αυτές τις μέρες ξέρεις τι κάνω;
Αφήνω την τελευταία μπουκιά στο πιάτο.
Δεν θέλω να ξέρω τη γεύση της.
Δε θέλω να ξέρω τη γεύση της τελευταίας σκέψης σου.
Περιμένω να μου την πεις εσύ, όχι να τη μαντέψω.
Μα εσύ έχεις από ώρα φύγει.
Κι εγώ περιμένω.
Να έρθει η άνοιξη μάλλον.
Για να ανθίσουν οι αμυγδαλιές και να βγάζω λουλούδια από το στόμα μου.
Στατιστικά, εάν το δεις οι μέρες που ξεκινούν υπερβολικά ευχάριστα καταλήγουν υπερβολικά δυσάρεστα.