Ο Γιώργος ξεμπλέκει τα δίχτυα του καθισμένος χάμω, στο πάτωμα του καϊκιού.
Εσύ ξεμπλέκεις σαν ταινία το μυαλό σου καθισμένος στο πάτωμα.
Ο Γιώργος μειδιά. Βγάζει μια πεταλίδα και την πετά στο σωρό από όστρακα.
Εσύ τεντώνεσαι νωχελικά, φτάνεις με το αριστερό σου χέρι τον καφέ σου και νιώθεις το πικρό υγρό να κατεβαίνει στο λαρύγγι σου.
Ο Γιώργος σφυρίζει ένα δικό του αόριστο σκοπό. Έπειτα ο σκοπός γίνεται συγκεκριμένος γεμίζει το σαλόνι σου και δε σ'αρέσει, προτιμούσες το Γιώργο σιωπηλό. Έτσι, απλώνεις το δεξί σου χέρι και πιάνεις το τηλεκοντρόλ. Πατάς το μεγάλο κόκκινο κουμπί και η οθόνη σβήνει. Ο Γιώργος εξαφανίζεται. Εκείνη τη στιγμή συμβαίνουν πολλές παράλληλες δράσεις. Από τον πέμπτο αρχίζει να ακούγεται στο τέρμα σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα βάλε στα ρούχα σου φωτιά. Ακόμη, γίνεται διακοπή ρεύματος αλλά η μουσική εξακολουθεί να ακούγεται. Παράλληλα, κάποιος χτυπάει τη δρύινη πόρτα με τους δύο ταμπλάδες ακριβώς στη μεσαία τραβέρσα. Καταριέσαι τη διακοπή κι εύχεσαι να μην ξεβιδωθεί η τραβέρσα από την πόρτα, την είχες βιδώσει μόλις χτες. Η γυναίκα απ'έξω παρατηρεί το ξύλο που μόλις χτύπησε. Μυρίζει θάλασσα ενώ η Μπέλλου ακόμα τραγουδά. Εσύ ίσα που προλαβαίνεις να μαζέψεις το μυαλό σου από το πάτωμα και να το κρύψεις στη ντουλάπα πριν ανοίξεις την πόρτα.
Πατάω pause και σηκώνομαι βιαστικά να προλάβω το κινητό που φορτίζει παραδίπλα. Δεν προλαβαίνω να μαζέψω τις σκέψεις μου από το δωμάτιο."Ναι ρε συ τώρα θα ετοιμαστώ,...ε ντάξει καλά, δεν υπάρχει κάτι νεότερο...ναι, έντεκα λιοντάρια, θα πάρω εγώ σοφία κι εύη, πάρε ειρήνη και ηλέκτρα". Έτσι, βγαίνω έξω χωρίς σκέψεις, χωρίς έγνοιες -νομίζω-. Στο δρόμο συναντάω τον Γιώργο. Είναι γυμνός και τυλιγμένος με ένα δίχτυ, δεν νομίζω ότι νιώθει πολύ όμορφα έτσι. Τον αγνοώ. Έπειτα, συναντάω μια κοπέλα με ένα ξύλο στο χέρι, μοιάζει με τραβέρσα πόρτας ή με πανωκάσι. Εκείνη δε με βλέπει. Εγώ συνεχίζω να προχωρώ αλλά δε σε βρίσκω. Αναρωτιέμαι τι πάει λάθος. Ψάχνω στην τσέπη μου τον αναπτήρα και αρχίζω να καίω τα ρούχα μου. Ακόμη δε σε βλέπω. Τι λείπει για να σε δω;