Βιάζομαι πολύ. Τα καταστήματα δε θα είναι ανοιχτά για πολλή ώρα ακόμα και εγώ πρέπει να προλάβω τα τελευταία Χριστουγεννιάτικα ψώνια. Επιταχύνω το βήμα μου και τη στιγμή που ελπίζω να μην ξεκινήσει να βρέχει νιώθω την πρώτη ψιχάλα στα φρεσκολουσμένα μαλλιά μου. Νευριάζω με τον καιρό, με την έλλειψη ελεύθερου χρόνου μου, με τους περαστικούς που χαμογελούν, καθώς κάνουν την βόλτα τους και κρατούν μαλλί της γριάς ή ψητά κάστανα. Νευριάζω με τα παιδάκια που μπαίνουν στο δρόμο μου και εισβάλλουν με τις φωνές τους στη μουσική από τα ακουστικά μου.
Και ξαφνικά παγώνω. Όλα τα νεύρα μου για οτιδήποτε με περιτριγυρίζει έχουν αντικατασταθεί από έκπληξή. Βρίσκεσαι μπροστά μου. Μια λίγο διαφορετική έκδοση του "εσύ" από αυτή που θυμόμουν. Με πλησιάζεις και με χαιρετάς χαμογελώντας με ένα χαμόγελο που όμως δε φτάνει μέχρι τα μάτια σου, ούτε είναι ικανό να ζεστάνει τη φωνή σου. Τα γαλάζια μάτια σου με κοιτούν παγωμένα ενώ με ρωτάς πώς περνάω.
-Εντάξει, όλα φυσιολογικά. Βιώνω τη ρουτίνα μου στο μέγιστο βαθμό. Εσύ;
-Κι εγώ, τίποτα ιδιαίτερο.
Σε χαιρετάω και συνεχίζω το δρόμο μου μέχρι να χαθώ από το οπτικό σου πεδίο. Κάθομαι στο πρώτο βρεγμένο παγκάκι που βλέπω μπροστά μου και σταματάω τη μουσική στα ακουστικά μου. Πλέον βιώνω στο μέγιστο τη φασαρία από τους περαστικούς, τις φωνές και τα γέλια τους, τις κόρνες των αυτοκινήτων και τα γαβγίσματα των σκυλιών που περιφέρονται στους κρύους δρόμους. Χάνομαι στους ήχους και τις μυρωδιές και επιτρέπω στον εαυτό μου να γυρίσει μερικά Χριστούγεννα πίσω. Επιτρέπω στον εαυτό μου να χαθεί για λίγο στην εποχή που κι εγώ χανόμουν στην αγκαλιά σου τέτοιες μέρες και μαζί χανόμασταν μέσα σε αυτό το πλήθος των ανθρώπων.
Είναι λες και σε νιώθω ακόμα και τώρα να με αγκαλιάζεις, να μου τραγουδάς και να γελάω, να ετοιμαζόμαστε μαζί για να συναντηθούμε με όλα εκείνα τα άτομα που θα πρέπει μόνη μου να συναντήσω σε μερικές ώρες σε κάποια ταβέρνα. Τότε επιστρέφαμε στην πόλη μας μόνο για αυτές τις γιορτινές μέρες και περνούσαμε κάθε βράδυ όλοι μαζί. Τώρα σχεδόν όλοι μένουμε μόνιμα εδώ όμως συνεχίζουμε να είμαστε πολύ κοντά μεταξύ μας.
Ξαφνικά μου λείπεις. Μου λείπουν τα χείλη σου στο λαιμό μου και τα χέρια μου στο πρόσωπό σου. Περπατάω. Τα καταστήματα έχουν κλείσει πια. Πρέπει να ψάξω κάποιο πρωί για τα δώρα που ήθελα. Περπατάω πιο γρήγορα. Πρέπει να ετοιμαστώ. Μου λείπεις. Πρέπει να πάρω τηλέφωνο την Καλλιόπη να δω αν μπορεί να μου δανείσει εκείνο το ωραίο μαύρο φόρεμα για απόψε. Ξέρω ότι σου αρέσουν τα μαύρα φορέματα, αν και δε θα είσαι εκεί απόψε για να με δεις να το φοράω, να περάσεις το χέρι σου γύρω από τη μέση μου, εκεί όπου το μαύρο φόρεμα εφαρμόζει τέλεια.
Το χέρι μου βρίσκει αντανακλαστικά το κινητό μου στην τσέπη του παλτού μου. Προφανώς κι έχω ακόμα τον αριθμό σου. Όμως εγώ είχα προσπαθήσει τα πάντα, είχα θυσιάσει μέχρι και την τελευταία στάλα εγωισμού μου, σου είχα εξηγήσει ακριβώς πόσο σε ήθελα και πόσο πίστευα ότι μπορούσα να σε κάνω ευτυχισμένο. Οπότε πρέπει να είμαι καλά με τον εαυτό μου ξέροντας ότι έχω προσπαθήσει τα πάντα. Ξέροντας ότι ήταν αποκλειστικά δική σου η επιλογή που μας οδήγησε στην ανύπαρκτη σχέση που έχουμε τώρα. Το κινητό μου ξαφνικά δονείται πάνω στο χέρι μου. Το απαντάω απευθείας χωρίς να κοιτάξω ποιος με καλεί.
-Έλα..μίλησα με το Γιάννη πριν λίγο και τον ρώτησα γι απόψε...Και μου είπε αν θελω να έρθω μαζί σας. Η αλήθεια είναι ότι μου έχετε λείψει..Όλοι. Έχεις πρόβλημα αν έρθω;
-Εμμ όχι βέβαια..Τα λέμε το βράδυ.
Του κλείνω το τηλέφωνο χωρίς να μπορώ να πιστέψω αυτό που μόλις συνέβη. Έχω άλλη μια ευκαιρία. Και αυτή τη φορά δεν πρέπει να κάνω καμία λάθος κίνηση.
Υ.Γ. Υπάρχουν χρυσόψαρα εδώ; απάντησε μου... Ή παραμένει πάντα μαύρος ο βυθός;..
Και ξαφνικά παγώνω. Όλα τα νεύρα μου για οτιδήποτε με περιτριγυρίζει έχουν αντικατασταθεί από έκπληξή. Βρίσκεσαι μπροστά μου. Μια λίγο διαφορετική έκδοση του "εσύ" από αυτή που θυμόμουν. Με πλησιάζεις και με χαιρετάς χαμογελώντας με ένα χαμόγελο που όμως δε φτάνει μέχρι τα μάτια σου, ούτε είναι ικανό να ζεστάνει τη φωνή σου. Τα γαλάζια μάτια σου με κοιτούν παγωμένα ενώ με ρωτάς πώς περνάω.
-Εντάξει, όλα φυσιολογικά. Βιώνω τη ρουτίνα μου στο μέγιστο βαθμό. Εσύ;
-Κι εγώ, τίποτα ιδιαίτερο.
Σε χαιρετάω και συνεχίζω το δρόμο μου μέχρι να χαθώ από το οπτικό σου πεδίο. Κάθομαι στο πρώτο βρεγμένο παγκάκι που βλέπω μπροστά μου και σταματάω τη μουσική στα ακουστικά μου. Πλέον βιώνω στο μέγιστο τη φασαρία από τους περαστικούς, τις φωνές και τα γέλια τους, τις κόρνες των αυτοκινήτων και τα γαβγίσματα των σκυλιών που περιφέρονται στους κρύους δρόμους. Χάνομαι στους ήχους και τις μυρωδιές και επιτρέπω στον εαυτό μου να γυρίσει μερικά Χριστούγεννα πίσω. Επιτρέπω στον εαυτό μου να χαθεί για λίγο στην εποχή που κι εγώ χανόμουν στην αγκαλιά σου τέτοιες μέρες και μαζί χανόμασταν μέσα σε αυτό το πλήθος των ανθρώπων.
Είναι λες και σε νιώθω ακόμα και τώρα να με αγκαλιάζεις, να μου τραγουδάς και να γελάω, να ετοιμαζόμαστε μαζί για να συναντηθούμε με όλα εκείνα τα άτομα που θα πρέπει μόνη μου να συναντήσω σε μερικές ώρες σε κάποια ταβέρνα. Τότε επιστρέφαμε στην πόλη μας μόνο για αυτές τις γιορτινές μέρες και περνούσαμε κάθε βράδυ όλοι μαζί. Τώρα σχεδόν όλοι μένουμε μόνιμα εδώ όμως συνεχίζουμε να είμαστε πολύ κοντά μεταξύ μας.
Ξαφνικά μου λείπεις. Μου λείπουν τα χείλη σου στο λαιμό μου και τα χέρια μου στο πρόσωπό σου. Περπατάω. Τα καταστήματα έχουν κλείσει πια. Πρέπει να ψάξω κάποιο πρωί για τα δώρα που ήθελα. Περπατάω πιο γρήγορα. Πρέπει να ετοιμαστώ. Μου λείπεις. Πρέπει να πάρω τηλέφωνο την Καλλιόπη να δω αν μπορεί να μου δανείσει εκείνο το ωραίο μαύρο φόρεμα για απόψε. Ξέρω ότι σου αρέσουν τα μαύρα φορέματα, αν και δε θα είσαι εκεί απόψε για να με δεις να το φοράω, να περάσεις το χέρι σου γύρω από τη μέση μου, εκεί όπου το μαύρο φόρεμα εφαρμόζει τέλεια.
Το χέρι μου βρίσκει αντανακλαστικά το κινητό μου στην τσέπη του παλτού μου. Προφανώς κι έχω ακόμα τον αριθμό σου. Όμως εγώ είχα προσπαθήσει τα πάντα, είχα θυσιάσει μέχρι και την τελευταία στάλα εγωισμού μου, σου είχα εξηγήσει ακριβώς πόσο σε ήθελα και πόσο πίστευα ότι μπορούσα να σε κάνω ευτυχισμένο. Οπότε πρέπει να είμαι καλά με τον εαυτό μου ξέροντας ότι έχω προσπαθήσει τα πάντα. Ξέροντας ότι ήταν αποκλειστικά δική σου η επιλογή που μας οδήγησε στην ανύπαρκτη σχέση που έχουμε τώρα. Το κινητό μου ξαφνικά δονείται πάνω στο χέρι μου. Το απαντάω απευθείας χωρίς να κοιτάξω ποιος με καλεί.
-Έλα..μίλησα με το Γιάννη πριν λίγο και τον ρώτησα γι απόψε...Και μου είπε αν θελω να έρθω μαζί σας. Η αλήθεια είναι ότι μου έχετε λείψει..Όλοι. Έχεις πρόβλημα αν έρθω;
-Εμμ όχι βέβαια..Τα λέμε το βράδυ.
Του κλείνω το τηλέφωνο χωρίς να μπορώ να πιστέψω αυτό που μόλις συνέβη. Έχω άλλη μια ευκαιρία. Και αυτή τη φορά δεν πρέπει να κάνω καμία λάθος κίνηση.
Υ.Γ. Υπάρχουν χρυσόψαρα εδώ; απάντησε μου... Ή παραμένει πάντα μαύρος ο βυθός;..