Η καλύτερη μουσική που άκουσα τελευταία ήταν οι σταγόνες που έφευγαν από την κουρτίνα του ντουζ και χτυπούσαν το καπάκι του μεταλλικού κάδου, γυρνάς το τηλέφωνο του ντουζ σε συγκεκριμένο χρόνο για να μου μιλήσεις με τους ήχους σου, οι ήχοι σου είναι φθινοπωρινοί και μυρίζουν υγρασία, κατοικούν στο όριο γης κι αέρα κι ακούγονται πιο δυνατά όταν αναπνές με το πρόσωπό σου κολλημένο στο αυτί μου. Δεν ξέρω αν ζω πλέον στην πραγματικότητα, δε σε ξέρω, γιατί είσαι μέσα σε όλους όσους αγαπώ. Έχεις κρύψει τον πνεύμονά σου στο κομοδίνο μου, το μηριαίο οστό σου στη βιβλιοθήκη της σοφίας, ένα κομμάτι αστράγαλο στην πόλη την πιο κοντινή ανεβαίνοντας προς θεσσαλονίκη, στην τελευταία άφησες μια ανάσα κάπου στη νέα παραλία, αλλά ολόκληρος δεν είσαι πουθενά, μα δε με πειράζεις και μισός, αρκεί που υπάρχει αγάπη, που ερωτευόμαστε όλοι, που φωνάζουμε και τσακωνόμαστε, που πεθαίνουν μόνιμα, εμείς όχι ακόμα, αλλά πεθαίνουμε σε μικρές στιγμές χαμένοι κάπου στην αθήνα, συζητάμε χωρίς νόημα σε κάποια στάση,
μην πεθάνεις,
σ'αγαπάω
σ'ένα πεζοδρόμιο,
σ'ένα μηχανάκι στο μαγικό νησί,
σ'ένα τραπέζι παρατημένο έξω από ένα μαγαζί που τη μέρα κάνει ωραίο φαγητό,
σε μια είσοδο πολυκατοικίας κάπου στο κέντρο,
σε μια μυστηριακή ρεματιά
ή δίπλα στις ράγες ενός τρένου,
ένα αγόρι μου είπε ότι είναι ωραίο να γνωρίζεις κάποιον σε μια στάση τρόλευ κάπου μεταμεσονύκτια, συμφώνησα μαζί του αν κι ακόμα δεν τον έχω γνωρίσει θεωρώ, μα υπομονή, πόση ακόμα, δεν ξέρω, αλλά δε νιώθω θλίψη, ηρεμία κι ένταση, αντιθέσεις μαζί,
ερωτευόμαστε για να υπάρχουμε,
υπάρχουμε για να ερωτευόμαστε,