Ονειρευόμουν, ονειρευόμουν ότι με κρατούσες, τα χέρια σου τυλίγονταν γύρω από τη μέση μου, κι εγώ ανατρίχιαζα. Ύστερα φιλούσες τη βάση του λαιμού μου και έφευγες. Με βήματα πιο απαλά απ'τον άνεμο. Δεν σ'άκουγα, μα ήξερα πως είχες φύγει. Σε ένιωθα, συνδεομασταν εγκεφαλικά ξέρεις. Μετά ξύπνησα. Ήταν από εκείνα τα όνειρα που δε θέλεις να τελειώσουν, από τα όνειρα που μόλις τελειώσουν ξανακλείνεις τα μάτια σου μήπως και συνεχιστούν. Κι όταν διαπιστώσεις ότι δεν πρόκειται ποτέ πια να συνεχιστούν, πλάθεις τη συνέχεια στο κέφαλι σου, μα ξέρεις ότι δε θα ήταν έτσι η συνέχεια, κι έτσι βαριέσαι, πετάς τις κουβέρτες και σηκώνεσαι να φτιάξεις καφέ. Από τα όνειρα που σου προκαλούν μια επιθυμία να καπνίσεις ένα από εκείνα τα τσιγάρα της σκέψης, από εκείνα τα τσιγάρα που ενώ ρουφάς αναρωτιέσαι και ενώ φυσάς τον καπνό απελπίζεσαι.Μετά σβήνεις ξαφνικά κι αποφασιστικά το τσιγάρο στο σταχτοδοχείο, παίρνεις το παλτό σου και φεύγεις, ξεχνώντας την καφετιέρα στην πρίζα. Ξεκινάς να τρέχεις, φτάνεις στη μεγάλη κατηφόρα, τώρα κόβεις γιατί γλιστράει-έβρεχε πριν. Συνεχίζεις με γρήγορο περπάτημα μέχρι την ανηφόρα, και σε ένα δεκάλεπτο έχεις φτάσει στο πάρκο. Δε διστάζεις να περάσεις μέσα από αυτό, παρόλο που είναι πρωί κι οι άστεγοι ή τα πρεζάκια που διανυκτερεύουν εκεί ίσως να μην έχουν ξυπνήσει ακόμα. Σταματάς βιαστικά σε μια καφετέρια και παίρνεις ένα γαλλικό σκέτο στο χέρι, καθώς θυμάσαι ότι ξέχασες την καφετιέρα στην πρίζα. Βρίζεις χαμηλόφωνα καθώς καίγεσαι με τον καυτό καφέ. Κατεβαίνεις το μεγάλο δρόμο με τα πολλά καταστήματα που ακόμη δεν έχουν ανοίξει όμως κάποιες πωλήτριες αλλάζουν διακόσμηση στις βιτρίνες ενώ δυσανασχετούν μιας κι απεχθάνονται τη δουλεία δουλειά τους. Στρίζεις δεξιά και βλέπεις το μεγάλο συντριβάνι, προχωράς ευθεία γα λίγη ώρα. Δεξιά σου μια εκκλησία και λίγο πιο κάτω φαίνεται η θάλασσα. Νευριάζεις κι άλλο με τον εαυτό σου που ξέχασες να πάρεις μαζί σου τα ακουστικά σου αφού ανακαλύψεις ότι δε βρίσκονται στην τσέπη του παλτού σου. Μα και να τα είχες πάρει δεν έχεις μαζί σου το κινητό σου, θυμάσαι, καθώς περπατάς στο λιμενοβραχίονα, πάλι, προσπαθώντας να αδειάσεις το μυαλό σου από σκέψεις και να βυθιστείς μόνο στην ηρεμία που προσφέρει το θέαμα της θάλασσας νωρίς το πρωί, μια απαίσια, μουντή, συννεφιασμένη μέρα. Νωρίς το πρωί.Ο καφές σχεδόν τέλειωσε. Πετάς το άδειο φελιζόλ στον επόμενο κάδο. Θυμάσαι μερικά χρόνια πριν που ζωγραφίζατε πάνω στα άσπρα φελιζόλ από τους καφέδες του κυλικείου του λυκείου και γελούσατε μαζί.Κάνει κρύο και ξεκινάει να ψιχαλίζει. Εσύ σχεδόν τρέχεις προς το φάρο. Στη μέση της διαδρομής, στην κυκλική διαπλάτυνση σταματάς και σκύβεις ακουμπώντας τα γόνατά σου. Έχεις λαχανιάσει. Τώρα οι στάλες της βροχής είναι πιο χοντρές. Δεν υπάρχει υπόστεγο κι εσύ δεν προλαβαίνεις να γυρίσεις πίσω. Δακρύζεις και νιώθεις τα δάκρυα να γίνονται ένα με τη βροχή. Θέλεις να φτάσεις στο τέρμα, στο φάρο, ξέρεις ότι αν μαζέψεις δύναμη να ξεκινήσεις θα έχεις την αντοχή να φτάσεις, μα δε βρίσκεις κάτι να σου δώσει την ώθηση να ξεκινήσεις να τρέχεις. Γυρνάς να κοιτάξεις προς τα πίσω, μακριά. Βλέπεις μια ανθρώπινη φιγούρα να πλησιάζει, να περνάει και να φεύγει.
α) Είναι ο εαυτός σου που συνεχίζει να ακολουθεί τη ρουτίνα του ενώ μένει προσκολλημένος στο παρελθόν του.
β) Η φιγούρα σε πλησιάζει, σου ζητάει τσιγάρο, κι εσύ δίνεις. Περπατάτε σιωπηλά δίπλα δίπλα ενώ βρέχει χωρίς να μιλάτε. Γυρνάτε πάλι στην αρχή της διαδρομής κι ο καθένας τραβάει το δρόμο του. Εσύ του έδωσες τσιγάρο κι εκείνος συντροφιά.
γ) Συνεχίζεις την πορεία σου, μέχρι το τέρμα. Σε πλησιάζει όλο και περισσότερο. Αρχικά φοβάσαι. Έπειτα γυρνάς, τον αντικρίζεις. Σε αγκαλιάζει και σε φιλάει απαλά στη βάση του λαιμού σου. Κλαις, ενώ σφίγγεσαι πάνω του. Συνεχίζετε μαζί μέχρι το φάρο, έπειτα πίσω. Ανάβει τσιγάρο και σου το δίνει. Εσύ το πατάς κάτω, με δύναμη, το σβήνεις, το λιώνεις. Κι ύστερα τον φιλάς.
Διαλέγετε την εκδοχή που σας βολεύει.
α) Είναι ο εαυτός σου που συνεχίζει να ακολουθεί τη ρουτίνα του ενώ μένει προσκολλημένος στο παρελθόν του.
β) Η φιγούρα σε πλησιάζει, σου ζητάει τσιγάρο, κι εσύ δίνεις. Περπατάτε σιωπηλά δίπλα δίπλα ενώ βρέχει χωρίς να μιλάτε. Γυρνάτε πάλι στην αρχή της διαδρομής κι ο καθένας τραβάει το δρόμο του. Εσύ του έδωσες τσιγάρο κι εκείνος συντροφιά.
γ) Συνεχίζεις την πορεία σου, μέχρι το τέρμα. Σε πλησιάζει όλο και περισσότερο. Αρχικά φοβάσαι. Έπειτα γυρνάς, τον αντικρίζεις. Σε αγκαλιάζει και σε φιλάει απαλά στη βάση του λαιμού σου. Κλαις, ενώ σφίγγεσαι πάνω του. Συνεχίζετε μαζί μέχρι το φάρο, έπειτα πίσω. Ανάβει τσιγάρο και σου το δίνει. Εσύ το πατάς κάτω, με δύναμη, το σβήνεις, το λιώνεις. Κι ύστερα τον φιλάς.
Διαλέγετε την εκδοχή που σας βολεύει.
Καληνύχτα.