Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

-Εσύ τι κάνεις όταν πιέζεσαι;

-Εσύ τι κάνεις όταν πιέζεσαι;  τους ρώτησα..Έναν έναν χωριστά, για να μην ξέρουν ο ένας την απάντηση του άλλου.

- Κλείνομαι στον εαυτό μου, απάντησε μια κοπέλα.
-Ξεσπάω στους άλλους, είπε μια άλλη.
-Δεν δίνω σημασία κι έτσι δε φτάνω στο σημείο να πιεστώ.
-Τίποτα είπε με έναν ερωτηματικό τόνο η τέταρτη.
-Κλαίω ή ξεσπάω στον εαυτό μου, είπε η τελευταία κοπέλα.
-Μελαγχολώ, ζητάω διάφορες γνώμες για το τι να κάνω, μου απάντησε το ένα αγόρι.
-Προσπαθώ να βρω μια λύση σε αυτό που με πιέζει, είπε το δεύτερο αγόρι.

Το τρίτο αγόρι δε θα χρειαστεί να το ρωτήσω.
Ξέρω από πριν πως η απάντησή του θα είναι πανομοιότυπη με τη δική μου.
Όπως οτιδήποτε δικό το μοιάζει με κάτι δικό μου, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να είναι και τελείως διαφορετικά. Αλλά αυτό με ελκύει σε αυτόν, η αρμονία μεταξύ μας, που ακόμα κι οι αναταραχές της είναι αρμονικές.


 -Εσύ τι κάνεις όταν πιέζεσαι;
-Φεύγω. Θα λέγαμε εγώ κι εκείνος με μια φωνή και μετά θα γυρίζαμε αλλού τα βλέμματά μας και θα αποχωρούσαμε προς τις αντίθετες κατευθύνσεις.

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Υπομονή στο +∞

Δεν πρόλαβε να φύγει το καλοκαίρι κι εγώ νιώθω λες και μπήκε χειμώνας και μάλιστα πολύ απότομα. Όχι ότι άλλαξε ο καιρός. Ούτε φταίει τόσο το σχολείο που ξανάρχισε, ή τα μαθήματα που θυμίζουν βροχή στο ξέσπασμά της, έτσι απότομα που έρχονται κατά πάνω μου. Φταίει μάλλον η διαφορά ανάμεσα στο "τώρα" και στο "πριν". Στη μελαγχολία που φέρνει το φθινόπωρο με το όνομά του και μόνο. Ενώ το καλοκαίρι -ακόμα κι όταν είναι μελαγχολικό- σε κάνει να χαμογελάς και να νιώθεις πως οποιοδήποτε πρόβλημα είναι προσωρινό, θα περάσει και θα φύγει. Τώρα είναι λες και ανύπαρκτα και υπαρκτά προβλήματα σωριάζονται το ένα πάνω στο άλλο και όλα μαζί πάνω σου. Δεν ξέρεις τι έχεις. Θέλεις να φύγεις. Θέλεις να τελειώσει πριν καν αρχίσει. Να τρέξεις κάπου μακριά. Σε μια παραλία μερικά μόνο χιλιόμετρα μακριά.
Μια παραλία που από άποψη τοπίου δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο. Ούτε έχεις κάποια τόσο διαφορετική ανάμνηση. Όταν τη σκέφτεσαι όμως σου φέρνει στο μυαλό δεκάδες διαφορετικές μικρές στιγμές, που όλες μαζί υφαίνουν ένα παζλ από χαμόγελα. Ένα χρόνο πριν έφυγες για πρώτη φορά και είπαμε πως όταν ξαναγυρίσεις θα ξαναπάμε σ'αυτή την ακτή. Μετά ξαναήρθες, ξαναέφυγες, ξαναήρθες, ξαναέφυγες, ξαναήρθες, ξαναέφυγες, ξαναήρθες...και τώρα ετοιμάζεσαι να φύγεις. Και κάθε φορά που έρχεσαι και φεύγεις εμείς αναναιώνουμε την υπόσχεσή μας, αναβάλουμε την επίσκεψή μας εκεί για την επόμενη φορά που θα έρθεις. Ίσως πράγματι η επόμενη φορά που θα έρθεις να είναι κι αυτή που τελικά θα πραγματοποιήσουμε την εκδρομή αυτή, οι δυο μας. Ίσως όμως και να μην ξαναπάμε ποτέ μαζί. Το σίγουρο είναι πως αυτή η αναβολή είναι λες και σου δίνει μια δύναμη. Κάτι να ελπίζεις. Έστω και τόσο ασήμαντο. Κάτι να περιμένεις... κι ο χρόνος να φεύγει λίγο πιο ευχάριστα.




*Θέλω να με κρατάς για πάντα
Να χάνομαι μες στα δυο σου μάτια*



*είσαι.χαζό.*

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

Σεπτέμβριος -όμως σίγουρα δεν είναι ο φετινός-

Με κοιτάς στα μάτια κι ακόμα και τόσο καιρό μετά νιώθω αυτή την ένταση, αυτή τη φλόγα. Είναι σαν να ξεγυμνώνεις το σώμα και την ψυχή μου με το βλέμμα σου. Ύστερα γυρίζεις το βλέμμα στο βιβλίο σου. Τελευταία διαβάζεις βιβλία. Δεν το συνήθιζες. Φτιάχνω καφέ. Ξεχνιέμαι και βάζω ζάχαρη, πολλή. Προσθέτω και γάλα. Έτσι πίνεις τον καφέ σου, γλυκό με γάλα. Τον αφήνω μπροστά σου στο τραπεζάκι που ακουμπάς το βιβλίο σου. Φτιάχνω ένα δεύτερο καφέ προσπαθώντας να συγκεντρωθώ και να μη βαλω ζάχαρη, εξάλλου πάντα σκέτος είναι ο δικός μου καφές. Τα καταφέρνω. Πατάω το κουμπί του κασετόφωνου κι εσύ γελάς καθώς σκέφτεσαι τη μανία μου με τις κασέτες στην εποχή της ψηφιακής μουσικής, ενώ ο jim morrison υμνεί τους παράξενους ανθρώπους. Μου ζητάς να αλλάξω κασέτα και βάζω Τρύπες. Αυτή τη φορά δε διαμαρτύρεσαι. Παίρνω το βιβλίο σου και το ακουμπάω στο τραπεζάκι δίπλα στο φλιτζάνι με τον νες, ενώ σου σιγοτραγουδάω "ο καφές σου έχει κρυώσει και το ράδιο κλειστό τώρα για μέρες" κι εσύ λες πως κάνω λάθος αφού το ράδιο μόνο κλειστό που δεν είναι στο δικό μας σπίτι. Βγάζεις το πουλόβερ μου και μένω με το φανελάκι. Παραπονιέμαι ότι κρυώνω και με τραβάς μέχρι το κρεβάτι. Πετάς πάνω μου το πάπλωμα, μπαίνεις κάτω από αυτό και με γαργαλάς μέχρι να τσιρίξω τόσο που θα ξυπνήσει όλη η πολυκατοικία. Το δαλματίας σκυλάκι της από κάτω γαβγίζει για συμπαράσταση. Με φιλάς ενώ βγάζω το πουκάμισό σου. Κι έπειτα νιώθω τα πυροτεχνήματα να διέπουν το σώμα μου, όπως στο sims 2. Σκέφτομαι ότι μας έφτιαχνα καφέ για να διαβάσουμε για την εξεταστική κι εσύ θέλεις να με παρασύρεις και να κοιμηθώ. Σε σφίγγω πάνω μου ενώ βάζεις ξυπνητήρι για να προλάβουμε την ανατολή, όπως κάθε ξημέρωμα Κυριακής. Παραπονιέμαι ότι θέλω να αλλάξουμε πλευρές για να μπορώ να σε βλέπω όσο κοιμάσαι και μου λες ότι δεν έχουν νόημα τα λόγια μου αφού θα κοιμηθώ πάλι πρώτη.
-Όταν κοιμάσαι χαμογελάς, κοριτσάκι. λες.
Σε αγγαλιάζω και με τα πολλά δέχεσαι να αλλάξουμε πλευρές. Σε αγκαλιάζω ξανά. Πιο σφιχτά. Παραπονιέσαι και γελάω.
-Το πρωί έχει διάβασμα όμως, εξεταστική δεν έχουμε;
-Το πρωί βλέπουμε, κοριτσάκι. Για τώρα, καληνύχτα!
-Καληνύχτα καρχαριάκι μου. σου λέω, κι εσύ μου δαγκώνεις το μάγουλο δείχνοντας ότι επάξια κέρδισες τον τίτλο σου.

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013



                                                                                                                                                                                                                     Β