Κι αν έχεις αδειάσει και καταπίνεις χρώματα
να θυμάσαι.
υπάρχει ένας μηχανισμός περίπου στο λαιμό σου
που ξεβάφει τα χρώματα και τα κάνει όλα γκρι
Και τα χρωματιστά νερά τα βγάζεις
από τα μάτια κι είναι λυτρωτικά αλμυρά
κι από τη μύτη, είναι πυκνός λευκός καπνός
κι από το στόμα, κι είναι ένα φτύσιμο στην κοινωνία που μισείς.
Γιατί κι αυτό μηχανισμός είναι.
Συμβαίνει ασυναίσθητα, όπως όλα.
Τίποτα δεν ελέγχεις πια σχεδόν~
Ελέγχεις τη βαρετή μικροαστική ζωή σου,
τη ρουτινούλα σου.
Πήγα σινεμά μόνη μου σε κάποιο όνειρο.
Έκανα κούνια στα οκτώ μου πάνω σε μια πάπια που δεν υπάρχει πια, τετραγωνίστηκε, κανονικίστηκε.
Μετά, πήγα σε πολλά σχολεία, με πολλά άλλα ρομποτάκια, που όμως το καθένα είχε ένα χρώμα κι όλοι μαζί παίζαμε τη γκουέρνικα, που όμως είναι ασπρόμαυρη και παιδική καθόλου.
Άλλοτε διέσχιζα την Πατησίων με κόκκινο και μετά η μαμά μου είπε να σταματήσω να το κάνω για να μην πεθάνω, ε και σταμάτησα για να μην πεθάνει η μαμά μου.
Μετά το μπλε σου ξεθώριασε αγάπη μου γαλάζια γιατί μας χώρισαν οι ρουτινούλες.
Μετά ξεθώριασε και το κόκκινο, μωρό μου. γιατί η κοινωνία αυτή είναι ταξική κι εσύ δεν ξέρεις άλλο τίποτα πέρα από ιδεολογίες-μα δε θέλεις και να μάθεις.
Μετά ξεθώριασε και μια άλλη γιατί νόμιζα ότι με ήξερε, μα καθόλου δε με ήξερε (x+άπειρο;)
Μετά ξεθώριασε και το γκρι μου, κάπου, σε κάποια αρχιτεκτονική εργασία του φώτοσοπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου