Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Σιωπή.

Σήκωσε το τηλέφωνο βαριεστημένα όμως η φωνή στην άλλη άκρη του ακουστικού ακουγόταν νευρική, βιαστική κι έμοιαζε να πνίγεται σε κάθε συλλαβή. 
"Τι συμβαίνει;" ρώτησε η κοπέλα.
"Η γιαγιά..δε θα ξαναέρθει στο σπίτι. Ούτε θα ξαναφορέσει εκείνη την πράσινη ρόμπα, ούτε θα μας ξαναπεί ιστορίες..." είπε η φωνή κι ύστερα αναλύθηκε σ'ένα λυγμό βαθύ. 
"Εννοείς ότι έφυγε;
"Ναι. Για πολύ μακριά. Για τ'άστρο εκείνο το μεγάλο που βρίσκεται δίπλα σ'ένα άλλο μικρούλι. Θυμάσαι που μας έλεγε πως μια μέρα θα ζήσει μόνιμα εκεί;" 
Πάτησε απότομα το κόκκινο κουμπί της συσκευής κλείνοντας το τηλέφωνο. Δεν ήθελε να μιλήσει σε κανένα, δε μπορούσε να αφήσει κανένα να της θυμήσει τις στιγμές που ήξερε πως δε θα ξεχνούσε ποτέ. Το σπίτι της γιαγιάς της δεν απείχε πολύ απ'το δικό της. Όμως δεν άντεχε να πάει, δεν άντεχε να αντικρίσει τις μάσκες θλίψης όλων αυτών που αγαπούσε, και πάνω από όλα δεν ήθελε κανένας να δει τη δική της μάσκα. Έτσι πήρε μαζί της ένα κενό τετράδιο, με σελίδες χωρίς γραμμές, ένα μολύβι και τα ακουστικά της. Δεν πήρε γόμα μαζί της. Δε θα επέτρεπε στον εαυτό της κανένα λάθος. Κλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματος και κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες.
Σε λιγότερο από δέκα λεπτά βρισκόταν στο σταθμό του κτελ με τα ακουστικά στα αυτιά της. Ήταν φθινόπωρο κι υπήρχαν παντού κόκκινα ξερά φύλλα. Το γκαζόν χρειαζόταν κούρεμα. Τουρίστες ακόμα πηγαινοέρχονταν στις κοντινές παραλίες του νησιού. Δεν της έμενε παρά να διαλέξει προορισμό. Ήταν πολύ πιο απλό βέβαια να μπει σε ένα τυχαίο λεωφορείο και να εξαφανιστεί μόνο για όσο χρειαζόταν. Και ξαφνικά ήξερε. "Ένα εισητήριο για Γούβες" είπε κοφτά και πλήρωσε απευθείας με ψιλά, 2.80, πριν καν ο ταμίας της πει το ποσό. Κάθισε στη θέση δίπλα στο παράθυρο και ξεκίνησε να σκιτσάρει. Σε λίγο η ζωγραφιά της είχε πάρει μορφή. Μια κοπέλα να κάθεται μπροστά σ'ένα μεγάλο παράθυρο έχοντας δίπλα της μια συσκευή τηλεφώνου από τις παλιές με το γρανάζι που γυρνάει, που δεν έχουν κουμπιά. Το ύφος της κοπέλας ήταν τρομοκρατημένο, μα και γαλήνιο. Ήταν κοπέλα κι ηλικιωμένη μαζί, ήταν νεκρή και ζωντανή μαζί. Δεν ήξερε τι ήταν, μόνο περίμενε. Ένα τηλέφωνο να χτυπήσει, ένα παράθυρο να κλείσει, μια ζωή να σβήσει. Περίμενε.
Σε μισή ώρα κατέβαινε απ'το λεωφορείο νιώθοντας τα πόδια της μουδιασμένα. Η στάση με την ξύλινη σκεπούλα. Με το που πάτησε το πόδι της εκεί οι αναμνήσεις την κύκλωσαν. Δεν ήξερε αν έπρεπε να μετανιώσει για την επιλογή της. Άφησε το σκίτσο της στο πεζούλι της στάσης και ξεκίνησε να περπατάει προς την παραλία. 


Εκείνος ένιωθε κουρασμένος. Απ'τη ζωή του, απ'τη δουλειά του -όσο κι αν του άρεσε- απ'τις σχέσεις του. Ένιωθε ότι δεν του αρκούσαν. Μετά από χρόνια που κυνηγούσε το ωραίο ήξερε ότι δεν του έφτανε μόνο αυτό πια. Χρειαζόταν το ουσιαστικό. Μα δεν ήταν διατεθειμένος να το διακινδυνεύσει. Δεν ήθελε να πληγωθεί, να απογοητευτεί. Είχε βολευτεί στη ζωή του όπως βολευόταν κάθε πρωί στη δερμάτινη πολυθρόνα στο γραφείο εκείνο απ'όπου έλεγχε τα οικονομικά της μεγάλης εταιρίας. Επικεφαλής του τμήματος πια. Μόλις στα τριάντα του. 

Το χτύπημα στην πόρτα διέκοψε τις σκέψεις του. Δε σκεφτόταν συχνά κάτι άλλο εκτός τη δουλειά ή τις επαγγελματικές σχέσεις του γενικά. 
"Το ραντεβού που είχατε σήμερα το απόγευμα μετακινήθηκε αύριο την ίδια ώρα, οπότε μπορείτε να φύγετε και να ξεκουραστείτε γιατί αύριο μας περιμένει πολύ δουλειά" είπε η κομψή γραμματέας χαμογελώντας. Εκείνος όμως δεν ήθελε να φύγει. Η ζωή του ήταν το γραφείο του. Ξαφνικά χτύπησε το κινητό του. Αλλά όχι με το γνωστό ουδέτερο ήχο κλήσης που χρησιμοποιούσε για όλους τους πελάτες ή τους γνωστούς του. Χτύπησε με εκείνο τον ήχο. Αρχικά τα έχασε. Είχε να ακούσει εκείνο τον ήχο πάνω από χρόνο. Ίσως πάνω από τρία χρόνια. Άλλαζε συχνά συσκευές. Αλλά σε όλες φρόντιζε να έχει τον ίδιο αυτό ήχο για τη συγκεκριμένη επαφή. Στη συνέχεια τα έχασε ακόμα περισσότερο. Η φωνή της έτρεμε. Η φωνή εκείνης δεν έπρεπε να τρέμει. Εκείνη ήταν δυνατή. Δεν έπρεπε να φοβάται ποτέ. "Τι συνέβη;" τη ρώτησε νιώθοντας μια τάση να λιποθυμίσει. "Έλα. Σε παρακαλώ. Στην παραλία", απάντησε εκείνη κι ύστερα έκλεισε το τηλέφωνο. Εκείνος έμεινε ασάλευτος μόνο για τρία δευτερόλεπτα. Έπειτα, μέσα σε ελάχιστα λεπτά είχε βρεθεί στο πάρκινγκ της εταιρίας με το κλειδί στη μίζα του ακριβού αυτοκινήτου του. Λίγα ακόμα λεπτά μετά έτρεχε ιλιγγιωδώς στην εθνική οδό. Πάτησε το πλήκτρο για να ξεκινήσει η μουσική απ'το σιντί. Είχε πάνω από χρόνο, ίσως πάνω από τρία χρόνια να ακούσει σιντί. Ήξερε όμως ποιο σιντί ήταν μέσα. Εκείνο που περιείχε τον ήχο κλήσης που προξένησε όλη αυτή την ξαφνική αναταραχή στη γνώριμη ρουτίνα του. Ένα τέταρτο αργότερα σταμάτησε μπροστά στη στάση για να βρει αυτό που περίμενε. Ένα σκίτσο, δικό της. Ένα υπέροχο σκίτσο, δικό της. Πάρκαρε πολύ πρόχειρα και ξεκίνησε να τρέχει προς την παραλία Είχε καιρό να τρέξει, αλλά δεν άντεχε να κάνει τη διαδρομή με το αυτοκίνητο. Πάντα την έκαναν με τα πόδια. Αυτός, εκείνη, κι εκείνοι.

Τη βρήκε καθισμένη στην ακροθαλασσιά. Έβγαλε τα παπούτσια του για να περπατήσει στην άμμο και μόλις έφτασε κοντά της τη σκέπασε με το σακάκι του. Εκείνη ήταν δακρυσμένη, κι έτρεμε από το κρύο. Αλλά δεν την ένοιαζε. Το βλέμμα της ήταν γεμάτο σκιές. Την αγκάλιασε κι έμειναν έτσι για λίγη ώρα.
"Η γιαγιά μου πέθανε" είπε η κοπέλα. 

"Εμένα πάλι έχει πεθάνει η ζωή μου εδώ και καιρό"
"Ξέρεις πολύ καλά ότι εσύ επέλεξες να ζήσεις έτσι. Και να μην αφήσεις και κανένα να είναι δίπλα σου. Με απομάκρυνες και κάθε φορά που προσπαθώ να σε πλησιάσω πια υψώνεις καινούρια τείχη. Γιατί;" τον ρώτησε.
"Επειδή δεν αξίζει." απάντησε εκείνος.
"Πρέπει να δώσεις αξία σε μια αρχική κατάσταση για να βρεις μια τελική που θα είναι πολύτιμη όσο τίποτα άλλο. Έτσι είναι η ζωή.", είπε ενώ σφιγγόταν πάνω του.



 
Το έχουν αυτό οι άνθρωποι. Μοιάζουν πάντα πιο όμορφοι, την ώρα που φεύγουν.” 

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Γατάκια.

-Τι;
-Τίποτα...
(Σιωπή)
-Τι έχεις;
-Δεν έχω κάτι! Εσύ τι έχεις;
-Τίποτα.
(Σιωπή)
-Λέγε.
-...
-Είπα λέγε.
-Ε, να μωρέ, δεν είναι τίποτα το σπουδαίο. Πες μου εσύ πρώτα τα νέα σου και θα σου πω μετά.
-Εγώ τίποτα, τα ίδια όπως τα ξέρεις. Τώρα λέγε τι έχεις.
-Μα γιατί να πρέπει να έχω κάτι;
-Έχω μάθει αρκετά καλά τη φωνή σου για να καταλαβαίνω πότε δεν είσαι καλά.

Κοίτα, δεν είναι ότι οι φιλίες που έχω με άλλα άτομα δεν είναι ουσιαστικές ή δε με ικανοποιούν. Ίσα ίσα, είναι ότι μπορώ και θέλω να προσφέρω σ'εκείνους, ίσως παραπάνω από αυτά που μπορώ-κι εκείνοι το ίδιο πιστεύω. Απλά να μωρέ. Είναι αλλιώς να έχεις ένα άτομο που υπερλατρεύεις και ίσως για αυτό το δέρνεις, γρατζουνάς, προσποιείσαι ότι μισείς. Επειδή φοβάσαι. Και φοβάσαι γιατί ξέρεις την επιρροή που σου ασκεί κι ασκείς σ'αυτό το άτομο, δε θέλεις να το δείχνεις και φοβάσαι να το παραδεχτείς. Ή κάτι τέτοιο. Ή τουλάχιστον έτσι το βλέπω εγώ. Εσύ θα πεις ότι λέω βλακείς ή δε θα πεις τίποτα ή θα πεις " Α διάβασα το άρθρο" κι εγώ θα ρωτήσω σε ποιο μπλογκ από τα δυο, κάνοντας ότι δεν κατάλαβα, κι εσύ θα απαντήσεις "στο επίσημο". Και θα σου πω "και;" κι εσύ θα πεις "καλό ήταν" κι αυτό. Και τότε θα αμφιταλαντεύομαι για το αν έπιασες το νόημα ή όχι, μα ξέρω ότι δε μπορεί, σίγουρα καταλαβαίνεις. Ε και ντάξει όπως και να το κάνουμε ρε φίΛε όλοι θα'θελαν ένα γαμάτο κολλητό στη Θεσσαλονίκη. Που κάποια στιγμή θα τους φιλοξενήσει στη Θεσσαλονίκη. Κι εδώ θα έλεγα "και που κάποια στιγμή θα σταματήσει να τους σπάει τα νεύρα" αλλά αν δε μου έσπαγες τα νεύρα δε θα ήσουν εσύ. Κι εγώ εμπιστεύομαι και χρειάζομαι εσένα. Οπότε καλά θα κάνεις να πιστέψεις και λίγο στον εαυτό σου.
Συμβουλή: Λέγε ό,τι νιώθεις κι ό,τι θέλεις. Δεν είναι πάντα εύκολο για τον άλλο να μαντέψει.

Υ.Γ. Όσο γι αυτό που σου είχα πει μια μέρα βγαίνοντας απ'το msn ισχύει. Ίσως να ήταν λίγο wrong place-wrong time φράση αλλά ίσως και να μην έχεις καταλάβει το νόημά της στο έπακρο. Καλά ίσως πάλι να μην το έχεις καταλάβει και καθόλου. Αλλά νομίζω ξέρεις τη σχέση μου με τέτοιου είδους φράσεις.
Υ.Γ.2. Ε και ντάξει υποθέτω ότι μετά από τόσες πολύωρες τηλεφωνικές συζητήσεις δε θα με χάλαγε και μια από κοντά. Αλλά πάλι θα μου πεις " Τι θέλεις να συζητήσουμε/ Τι θέλεις να μου πεις; " Και πάλι δε θα λέμε τίποτα, γιατί δε γίνονται έτσι οι συζητήσεις. Αλλά δεν κάνω σαν ψυχωτική γκόμενα έχω υπομονή. Τα χριστούγεννα λογικά, που θα ξανάρθεις:)





Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Θα'χει βροχή αστεριών την Κυριακή

When your day is long and the night
νιώθεις ότι οι μέρες δεν περνούν, ανυπομονείς να βρεθείς μακριά από όλους, να κλειστείς στον εαυτό σου
The night is yours alone
κι όταν επιτέλους το πετύχεις είσαι πιο δυστυχισμένος από ποτέ.
When you're sure you've had enough of this life, well hang on
Γιατί η ζωή ποτέ δεν ικανοποιείται όσο κι αν σε βασανίσει, όσα διλήμματα κι αν σου δώσει
Don't let yourself go
Εσύ όμως δεν πρέπει να μείνεις στάσιμος ή να απελπιστείς τόσο ώστε να τα παρατήσεις
Everybody cries and everybody hurts sometimes

Sometimes everything is wrong
Και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να αλλάξεις την κατάσταση όσο και να το θέλεις
Now it's time to sing along
πρέπει να μάθεις να ζεις με τα νέα δεδομένα, αλλά
When your day is night alone (hold on, hold on)
αλλά έχεις εκείνο το περίεργο συναίσθημα, θέλεις να είσαι μόνος και να έχεις κάποιον δίπλα σου την ίδια στιγμή
If you feel like letting go (hold on)
Χωρίς ίσως να λέτε τίποτα, ίσα να νιώσεις πιο ασφαλής
When you think you've had too much of this life, well hang on




Έχει βροχή αστεριών την Κυριακή, βγες στο μπαλκόνι.
Ακόμα κι αν τα φώτα είναι υπερβολικά κι ενοχλητικά,
ακόμα κι αν δε δεις κανένα πραγματικό αστέρι εκεί
θα είναι εξαιτίας του πέπλου αυτού της πόλης.
Τ'αστέρια όμως θα'ναι εκεί,
θα'ναι οι άνθρωποι που χάσαμε χωρίς να αποχαιρετήσουμε,
εκείνοι που αποχαιρετήσαμε κι ίσως να μην ξαναδούμε ποτέ,
όλες οι αντιθέσεις της ζωής μας μαζεμένες,
όλα αυτά που μας λείπουν, -κι εκείνοι που μας λείπουν-
οι στιγμές που ξέρουμε ότι θα ξαναζούμε μόνο στο μυαλό μας,
οι φωνές που θέλουμε να κρατήσουμε στη μνήμη μας,
τα προβλήματά μας που φαντάζουν μικροσκοπικά μπροστά σ'εκείνα άλλων,
κάποιες μελωδίες που κατακτούν το μυαλό μας,
πράγματα που πάντα θέλαμε να κάνουμε
κι όμως συνεχίζουμε να αναβάλουμε
μέχρι που θα καταλάβουμε ότι δεν τα θελήσαμε ποτέ αρκετά.
Θα'χει βροχή αστεριών, μου είπες.
Μα εγώ δε θα βγω στο μπαλκόνι ακόμα κι αν είμαι σίγουρη ότι τ'αστέρια φαίνονται απ'τη δική μου μεριά της πόλης, απ'τη δική μου σκοτεινή γειτονιά.
Δε θα βγω στο μπαλκόνι γιατί δε θα έχω χρόνο.
Βγες και για μένα και για όλους αυτούς που ήταν υπερβολικά επαναπαυμένοι στη ρουτίνα τους, υπερβολικά βολεμένοι στα "δεν έχω χρόνο", "δε μπορώ".
Και προσπάθησε να μη γίνεις ποτέ σαν κι αυτούς,
ευχήσου και γι αυτούς όταν θα βλέπεις πεφταστέρια
 When you think you've had too much of this life, well hang on
Everybody hurts
Take comfort in your friends.

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Heart shaped box

Κοίταζε πίσω του κάθε λίγα δευτερόλεπτα καθώς προχωρούσε. Είχε στ'αυτιά του και πάλι τα ακουστικά, με την ένταση δυναμωμένη στο τέρμα. Μετά από ένα τέταρτο περίπου σταμάτησε μπροστά στην είσοδο του παλαιοπωλείου και μπήκε μέσα χωρίς δισταγμό. Σταμάτησε μπροστά στον πάγκο του παλαιοπώλη αποφασιστικά κι έβγαλε τρία χαρτονομίσματα των πενήντα από την τσέπη του τζιν του κοιτάζοντας τον καταστηματάρχη έντονα στα μάτια. "Αυτά για το κουτί" είπε με τη βραχνή μπάσσα φωνή του. "Μα η δημοπρασία είναι αύριο! " απάντησε έκπληκτος ο ηλικιωμένος άντρας. "Αν νομίζεις ότι η υπομονή μου είναι απεριόριστη κάνεις λάθος. Όπως επίσης  κάνεις λάθος αν νομίζεις ότι οποιοσδήποτε θα έδινε περισσότερα γι ένα σάπιο κομμάτι ξύλο." Ο άντρας πήγε να ξαναπάρει τα χρήματα όμως ο παλαιοπώλης τον σταμάτησε ακουμπώντας βιαστικά ένα σκαλιστό ξύλινο κουτί από ξύλο κερασιάς πάνω στο γραφείο. "Όλο δικό σου, αν και το υπερεκτιμάς όπως κι εσύ ο ίδιος είπες".
Λίγα λεπτά αργότερα βρισκόταν στο ημιυπόγειο διαμέρισμά του έχοντας το κουτί στα χέρια του. Όπως το περίμενε το κλειδί που του έδωσε ο παλαιοπώλης δεν ταίριαζε με την κλειδαριά. Έβγαλε ένα μεγάλο σκουριασμένο κλειδί από ένα συρτάρι κι άνοιξε αμέσως το μπαουλάκι.  Χαμογέλασε νιώθοντας σίγουρος για τον εαυτό του. "Μετά από τόσα ψάξιμο, επιτέλους θα ανήκει σε εμένα. Επιτέλους θα αποκτήσω αυτό που τόσο καιρό θα έπρεπε να έχω.. Δικαιωματικά" . 
Όμως προς μεγάλη έκπληξή του το κουτί ήταν άδειο...Ήταν τελείως απροετοίμαστος γι αυτό το ενδεχόμενο, είχε ακολουθήσει σωστά όλα της τα βήματα, είχε ρωτήσει τους κατάλληλους ανθρώπους, είχε αποκτήσει όλες τις πληροφορίες από κοινούς γνωστούς τους από την ημέρα που εκείνη έφυγε και μετά. Είχε καταφέρει μετά από χρόνια να εντοπίσει εκείνο το κουτί και τώρα ήταν άδειο. Ξήλωσε προσεκτικά τα ξύλινα τοιχώματα, και πάλι τίποτα. "Εδώ μέσα υπάρχει όλη η αγάπη μου για σένα, να την προσέχεις και να τη φροντίζεις γιατί τώρα πια δε μπορώ να παράξω άλλη" της είχε πει πριν πολλά χρόνια. Όμως έκανε λάθος και πάλι, η αγάπη του δε βρισκόταν εκεί, την είχε χάσει για πάντα. Κι όμως της είχε πει να την προσέχει, της είχε πει να τη φυλάξει...
Δε στεναχωρήθηκε, νευρίασε. Πέταξε με δύναμη τα απομεινάρια του ξύλινου κουτιού στον τοίχο με αποτέλεσμα να σπάσει σε κομμάτια ακόμα μικρότερα κι ένας λευκός φάκελος να πέσει στο πάτωμα. " Ίσως να'ναι εδώ η αγάπη μου όλη" σκέφτηκε κι έτρεξε στο φάκελο με μάτια που έλαμπαν. "Δε μπορείς να φυλακίσεις την αγάπη σε κουτιά. Κράτα εσύ τη φυλακή γιατί αυτή σου άρεσε πάντα. Όμως η φυλακή είναι μόνο το περιτύλιγμα, η επιφάνεια. Εγώ θα κρατήσω όλη την αγάπη του κουτιού για τον εαυτό μου, θα την πάρω μαζί μου, κι όταν θα φύγω δε θα μπορέσεις να με ξαναβρείς. Αν όμως καταφέρεις να βρεις το κουτί αυτό σημαίνει πως επιτέλους κατάλαβες το λάθος της στάσης σου τόσα χρόνια. Αν καταφέρεις να ξεφύγεις από το κουτί σου, τη φυλακή σου, αυτή που έφτιαξες μόνος σου κι εγκλωβίστηκες ηθελημένα, ίσως τότε να σου επιστρέψω την πολύτιμη αγάπη σου, εκείνω που φυλώ πια μέσα μου και προσέχω σαν τίποτα άλλο, όπως εσύ ο ίδιος μου είχες κάποτε ζητήσει. Όμως θα πρέπει να έχεις προσπαθήσει πραγματικά." Έσκισε το σημείωμα βιαστικά και πέταξε τα κομμάτια του στο τζάκι.
"Και για ένα τόσο δα κομματάκι χαρτί εγώ κατέστρεψα το όμορφο κουτί μου",
είπε μαζεύοντας νευρικά τα απομεινάρια του ξύλου σαν να'ταν θησαυροί...


Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Φωτοσκιάσεις.

Άνοιξε τα μάτια της απότομα νομίζοντας ότι είχε παρακοιμηθεί. Κι όμως, το ρολόι έδειχνε ακόμη τέσσερις.. Θα αργούσε ακόμα να ξημερώσει κι ήξερε ότι δεν πρόκειται να ξανακοιμόταν. Σηκώθηκε προσεχτικά, προσπαθώντας να μην κάνει φασαρία για να μην ξυπνήσει το Χρήστο δίπλα της. Εκείνος κοιμόταν βαθιά, παίρνοντας ρυθμικές ανάσες. Η Μαριάννα κατέβηκε την ξύλινη σκάλα και βγήκε στη μεγάλη βεράντα. Ο ουρανός ήταν κατασκότεινος, μόνο εκεί πάνω από το λόφο απέναντί της έμοιαζε να μωβίζει λίγο. Ήθελε τόσο πολύ να καθίσει κάτω, στο γρασίδι του κήπου, λίγα μέτρα πιο πέρα... Όμως όχι, δεν έπρεπε να πατάει το γρασίδι. Μετά θα έμπαινε στο σπίτι που ήταν τόσο καθαρό και θα το γέμιζε λάσπες. Δεν έπρεπε... Χρόνια τώρα καταπίεζε οποιαδήποτε επιθυμία της δεν ήταν μέσα στα όρια... Οποιαδήποτε επιθυμία της θα την έβγαζε σε συμπεριφορές απρεπείς... Αυθόρμητες δηλαδή. Κοίταζε τις φωτεινές κουκίδες στον ουρανό κι αντιστεκόταν στον πειρασμό να τις μετρήσει. Βγάζουμε ελιές , λέει, όταν μετράμε τ'αστέρια. Θυμήθηκε τη μοναδική στιγμή στη ζωή της που είχε μετρήσει αστέρια. Ζούσε ακόμη στην όμορφη αυτή παραλιακή πόλη κι είχε βγει με μια παρέα φίλων ένα συνηθισμένο καλοκαιρινό Σάββατο βράδυ. Περπατούσαν στο λιμενοβραχίονα και ξαφνικά παρατήρησαν την αυγουστιάτικη πανσέληνο, τη στιγμή που ανέτειλε, στρογγυλή κι ασπροκίτρινη, μα φωτεινή όσο τίποτα. Εκείνο το βράδυ γυρνώντας σπίτι της έμεινε στο μπαλκόνι μέχρι αργά μετρώντας τ'αστέρια. Παρομοίαζε κάθε αστέρι με κάποιο άτομο της ζωής της. Κάποια απ'τα αστέρια αυτά ήταν μεγάλα, φωτεινά, ζεστά, άλλα τρεμόπαιζαν, νόμιζε πως από λεπτό σε λεπτό θα έπεφταν. Ξαφνικά κατάλαβε πως είχε δακρύσει. Από όταν έφυγε από την πόλη της για σπουδές δεν ξαναπάτησε ποτέ. Δεν ξαναμέτρησε αστέρια, δεν ξανααναρωτήθηκε σχετικά με τα άτομα που βρίσκονταν δίπλα της. Και τώρα κατάλαβε ότι αυτά που πριν πέρασε για αστέρια ήταν μοναχά βεγγαλικά! Τα οποία έσκασαν σε εκατομμύρια κομματάκια, μικρές φλογίτσες που αιωρήθηκαν για λίγο  στον ουρανό της κι ύστερα χάθηκαν. Τώρα ο ουρανός της ήταν άδειος, επειδή εκείνη δεν ήθελε να τον γεμίσει...Γιατί τα αστέρια τα πραγματικά ήταν αυθόρμητα, δεν τα ένοιαζε να γεμίσουν με λάσπες το σπίτι μιας κι όλα μαζί μετά θα το καθάριζαν.Οι άνθρωποι οι πραγματικοί δε θα κρύβονταν πίσω από κοινωνικές επιταγές, δε θα υπάκουγαν συνεχώς στους κανονισμούς. Η ζωή εξάλλου ένα παιχνίδι είναι, αν δε χάσεις δε θα μάθεις. Κι αν δεν ξεφύγεις και λίγο απ'τους κανονισμούς, απ'τα πρέπει, δε θα κερδίσεις, ή τουλάχιστον θα κερδίσεις έχοντας καταφέρει μια νίκη που κανένας δε θα θυμάται, ούτε καν εσύ ο ίδιος. Αστραπιαία πέρασε μια άλλη σκηνή απ'το μυαλό της, τα ίδια παιδιά κάμποσα καλοκαίρια πριν να παίζουν χαρτιά..Δε θυμόταν νικητές ή χαμένους, θυμόταν μόνο εκείνες τις μικρές στιγμές παρατυπίας, που έβγαιναν απ'τους κανονισμούς προσπαθούσαν να συνεννοηθούν ανά δύο ή ανά τρεις ή να δει ο ένας τα φύλα του άλλου. Ξαφνικά έτρεξε μέσα στο σπίτι, έβαλε μουσική, δυνάμωσε το στερεοφωνικό στο τέρμα και βγήκε έξω. Ξεκίνησε να χορεύει μόνη της κάτω από ένα κατασκότεινο ουρανό ελπίζοντας να εμφανιστεί κάποιο αστέρι. Ήλπιζε. Περίμενε από τους άλλους. Δεν πέρασε ούτε μια στιγμή απ'το μυαλό της ότι έπρεπε η ίδια να ψάξει τα αστέρια, να τα ανακαλύψει από την αρχή ένα ένα, μόνη της. Άκουσε τα βαριά βήματα του Χρήστου κι ύστερα τη φωνή του. Λίγο μετά είδε το έντρομο βλέμμα του.. "Μαριάννα μου τι κάνεις μόνη σου έξω τέσσερις η ώρα; Έλα μέσα πριν σε δει κανένας γείτονας και σε περάσει για καμιά τρελή μάγισσα που χορεύει μές στα σκοτάδια!" Άρα κι ο δικός του ουρανός ήταν σκοτεινός...Ίσως το δικό του σκοτάδι τη ρούφηξε μέσα του...Ίσως οι επιλογές της να έφταιγαν απ'την αρχή. Και τότε αποφάσισε να αλλάξει την πορεία της ιστορίας, κάνοντας μια νέα επιλογή. Δεν πήρε τίποτα μαζί της, απλά άνοιξε την πόρτα κι έφυγε, όπως έφυγε κι ο Χρήστος προς τα πάνω με σκοπό να ξανακοιμηθεί, να ξαναξυπνήσει, να ξαναπάει στη δουλειά του, να επαναλάβει την ίδια βαρετή ρουτίνα του(ς).


Δώδεκα ώρες μετά βρισκόταν εκεί. Χαμογελούσε καθώς ανέπνεε διαφορετικό αέρα και μόνο. Κι ήταν σαν ν'άκουγε από παντού εκείνη τη μελωδία καθώς σιγοτραγουδούσε συνεχώς τα λόγια. Περπατούσε και χαμογελούσε. Οι άνθρωποι θα την περνούσαν σίγουρα για τρελή, μα εκείνη ήξερε πως ήταν ήδη ευτυχισμένη. Και με λίγη προσπάθεια θα ξαναγέμιζε τον ουρανό της αστέρια, θα ξαναγέμιζε την αγκαλιά της ανθρώπους και τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς της τώρα πια θα ζωγράφιζε και θα φωτογράφιζε την πόλη εκείνη που τη μπέρδευε, μα τη λάτρευε όσο τίποτα άλλο. 

Καληνύχτα!





Υ.Γ. μιας και το κείμενο γράφτηκε βιαστικά, οι φωτογραφίες δεν είναι δικές μου, βρέθηκαν στο tumblr.
Υ.Γ.2 "μην πεις τίποτα, μ'αρέσει ο τρόπος που επικοινωνούμε μέσα από τα κείμενα"    :)

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Εκκρεμ(ότητ)ες

Κοιτούσε το ξύλινο εκκρεμές στο σαλόνι. Ήταν φτιαγμένο από ξύλο κερασιάς κι ο ήχος του -κάθε που πήγαινε ακριβώς- διαπερνούσε τα τύμπανα των αυτιών της..Καθαρός, μεταλλικός και βαθύς. Το εκκρεμές έμενε σιωπηλό για πενηνταεννέα ολόκληρα λεπτά για να έχει δικαίωμα στο ένα -κι αυτό ποτέ ολόκληρο- , για να έχει δικαίωμα να χτυπήσει, να εκφραστεί, να δείξει την ύπαρξή του, έχοντας όμως περιορισμένο αριθμό χτύπων. Κι οι κάτοικοι εκείνου του σπιτιού το είχαν τόσο πολύ συνηθίσει που ούτε που παρατηρούσαν όταν χτυπούσε...Το κοίταζαν μόνο, κοίταζαν την ένδειξη στην όμορφη επιφάνειά του, μα τώρα πια το είχαν βαρεθεί, δεν έβρισκαν χρόνο να ασχοληθούν με τη φωνή του όσο εκείνο πάλευε απεγνωσμένα να τους τραβήξει την προσοχή.
Και τότε συνειδητοποίησε ότι κι η ίδια λειτουργούσε ως εκκρεμές...Περίμενε υπομονετικά να περάσουν μέρες ή βδομάδες, μέχρι να έχει την ευκαιρία να εκφραστεί, να αξιοποιήσει επιτέλους το χρόνο της όπως πραγματικά θέλει, να έχει χώρο να αναπνεύσει..Κάποιες φορές δε φτάνει μόνο ο χρόνος, πρέπει να υπάρχουν κι οι συνθήκες, τα πρόσωπα. Κι όμως μόνο ένα από τα πρόσωπα αυτά ίσως αρκεί για να κόψει το σκοινάκι εκείνο κι οι ταλαντώσεις να σταματήσουν. Εκείνη θα πέσει, κι εκείνος είτε θα την πιάσει, είτε θα την αφήσει να σηκωθεί και να επιβιώσει μόνη της. Δε θα σκοτωθεί όμως, τόσο καιρό μάζευε κουράγιο εκτελώντας την ίδια κίνηση ξανά και ξανά..Αυτή η εσωτερική δύναμη θα τη βοηθήσει να υπερνικήσει όλες τις άλλες και να σταθεί και πάλι στα πόδια της...
Κι εκείνες τις φορές που κανείς δε φαίνεται να σε προσέχει, να σε καταλαβαίνει, να ακούει τους λίγους χτύπους σου ; Εκείνες που κανένας δεν βρίσκεται εκεί για να κόψει το νήμα -πόσο μάλλον να σε πιάσει ; ...

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

Venceremos

-Πες μου, τι βλέπεις όταν κλείνεις τα μάτια σου;
-Το απόλυτο σκοτάδι, ένα μαύρο κενό.
-Δεν εννοώ κυριολεκτικά, εννοώ τι σκέφτεσαι, τι είναι αυτό που θυμάσαι ή επιθυμείς, ποια εικόνα έχεις στο μυαλό σου;
-Καμία, όταν κλείνω τα μάτια μου βλέπω μια μαύρη μάζα, το σκοτάδι. Αφού είναι κλειστά, τι θες να δω;
-Δε θέλω να δεις, θέλω να φανταστείς....Λοιπόν;
-Λοιπόν, δεν έχω φαντασία. Καθόλου..
-Μα αυτό δε γίνεται. Όλοι έχουν φαντασία, ίσως να μην την εξασκούν ή να μην τη χρησιμοποιούν, αλλά διαθέτουν, γεννιούνται με αυτήν. 
-Ε, εγώ έτυχε να διαφέρω.
-Κι όταν είσαι μόνος σου, όταν δεν έχεις κάτι να κάνεις κάτι που να πρέπει να σκεφτείς, όταν είσαι ελεύθερος... τι κάνεις;
-Γιατί εσύ τι κάνεις τότε; 
-Εγώ σκέφτομαι καταστάσεις, σενάρια, πραγματικά και φανταστικά μαζί. Δεν το κάνω εσκεμμένα, απλά κατακλύζουν το μυαλό μου. Ξέρω όμως ότι όταν θέλω μπορώ να το ελέγξω, να κλειδώσω εκείνη την πόρτα και να πατήσω στην πραγματικότητα και μόνο. 
-Μήπως λειτουργεί εις βάρος σου αυτό;
-Όχι γιατί έχω μάθει να το ελέγχω. Στην αρχή είναι επικίνδυνο...πάντα είναι επικίνδυνος ο ανθρώπινος νους...Παίζει μαζί σου, μέσα απ'τα όνειρα που κατασκευάζει είτε όταν κοιμάσαι είτε όταν είσαι ξύπνιος, μπορεί να σου στείλει εικόνες που αδυνατείς να ερμηνεύσεις, σκέψεις που δεν ξέρεις πραγματικά από που πηγάζουν...Μέχρι κάποια στιγμή να τρελαθείς. Αυτά είναι τα αποτελέσματα της φαντασίας χωρίς μέτρο, είναι σαν ναρκωτικό, από τα πολύ ισχυρά. Φτιάχνεις μια πραγματικότητα δική σου, ζεις εκεί, κι ακόμα κι αν όλοι προσπαθούν να σε βγάλουν απ'αυτή εσύ αδυνατείς να ξυπνήσεις. 

Ανασήκωσε το κεφάλι του από το βιβλίο ξεφυσώντας. Όχι δε γινόταν να συγκεντρωθεί και να διαβάσει σήμερα. Ήταν λες κι άκουγε τη φωνή της συνέχεια, όχι μόνο στο κεφάλι του, μα και στο δρόμο, ακόμαι και μέσα στα ακουστικά του κάποιες φορές. Κι όμως προσπαθούσε να τον προειδοποιήσει, προσπαθούσε να του δείξει ότι δεν έπρεπε να προσκολληθεί σε εκείνη, δεν έπρεπε να χαθεί στις σκέψεις του, χρειαζόταν κάποιον να τον τραβήξει και γρήγορα μάλιστα, πριν η μαύρη εκείνη άβυσσος της φαντασίας του απέβαινε εις βάρος του κι από χάρισμα μετατρεπόταν σε κατάρα... Μα δεν ήταν ήδη κατάρα;

Ξύπνησε απ'τον ήχο του τηλεφώνου...
- Καλημέρα, από το φαρμακείο τηλεφωνώ... Τα φάρμακά σας έχουν φτάσει, όταν μπορέσετε ελάτε να τα παραλάβετε παρακαλώ..Πρέπει να συνεννοηθείτε και με τη γιατρό σας για τη δοσολογία...Χρειάζεται προσοχή με τα αντικαταθλιπτικά γενικά. 
-Ευχαριστώ. Καλημέρα σας...Απάντησε ψυχρά εκείνος καθώς έκλεινε το τηλέφωνο και άλλαζε πλευρό.

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

Τέμνει τους άξονες σε χ που δε θα τα ορίσουμε ποτέ και y που θα τα ψάχνουμε ενώ θα είναι μπροστά μας




Πολύ tumblr  πέφτει αυτές τις μέρες. Και πολύ περπάτημα και πολύ διάβασμα,πολλές σκέψεις από αυτές που σε κυνηγάνε και δε σε αφήνουν σε ησυχία, πολλά μέρη με αναμνήσεις, πολλές παρέες που μου θυμίζουν τη δική μας,πολλές εικόνες που με κάνουν να ανυπομονώ να έρθει ο χειμώνας και οι διακοπές και πολλές άλλες που να μου λένε πώς θα αρχίσει και το κρύο-θα ξαναρθούν οι μέρες που δε θα μπορώ να αποχωριστώ τα σκεπάσματα το πρωί- και πολλή κούραση και πολλή βαρεμάρα σχολείο και πολύς καφές. Αυτός ο υπερθετικός σκοτώνει, απλά δε βρίσκεται κανένα υπουργείο υγείας να μας προειδοποιήσει όταν πράγματι χρειάζεται.


Καλό μήνα -αν και λίγο καθυστερημένα-και να περνάτε όλοι πολύ πολύ καλά.
Αυτό έχει σημασία στη ζωή εξάλλου..
Καληνύχτα!