Σήκωσε το τηλέφωνο βαριεστημένα όμως η φωνή στην άλλη άκρη του ακουστικού ακουγόταν νευρική, βιαστική κι έμοιαζε να πνίγεται σε κάθε συλλαβή.
"Τι συμβαίνει;" ρώτησε η κοπέλα.
"Η γιαγιά..δε θα ξαναέρθει στο σπίτι. Ούτε θα ξαναφορέσει εκείνη την πράσινη ρόμπα, ούτε θα μας ξαναπεί ιστορίες..." είπε η φωνή κι ύστερα αναλύθηκε σ'ένα λυγμό βαθύ.
"Εννοείς ότι έφυγε;"
"Ναι. Για πολύ μακριά. Για τ'άστρο εκείνο το μεγάλο που βρίσκεται δίπλα σ'ένα άλλο μικρούλι. Θυμάσαι που μας έλεγε πως μια μέρα θα ζήσει μόνιμα εκεί;"
Πάτησε απότομα το κόκκινο κουμπί της συσκευής κλείνοντας το τηλέφωνο. Δεν ήθελε να μιλήσει σε κανένα, δε μπορούσε να αφήσει κανένα να της θυμήσει τις στιγμές που ήξερε πως δε θα ξεχνούσε ποτέ. Το σπίτι της γιαγιάς της δεν απείχε πολύ απ'το δικό της. Όμως δεν άντεχε να πάει, δεν άντεχε να αντικρίσει τις μάσκες θλίψης όλων αυτών που αγαπούσε, και πάνω από όλα δεν ήθελε κανένας να δει τη δική της μάσκα. Έτσι πήρε μαζί της ένα κενό τετράδιο, με σελίδες χωρίς γραμμές, ένα μολύβι και τα ακουστικά της. Δεν πήρε γόμα μαζί της. Δε θα επέτρεπε στον εαυτό της κανένα λάθος. Κλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματος και κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες.
Σε λιγότερο από δέκα λεπτά βρισκόταν στο σταθμό του κτελ με τα ακουστικά στα αυτιά της. Ήταν φθινόπωρο κι υπήρχαν παντού κόκκινα ξερά φύλλα. Το γκαζόν χρειαζόταν κούρεμα. Τουρίστες ακόμα πηγαινοέρχονταν στις κοντινές παραλίες του νησιού. Δεν της έμενε παρά να διαλέξει προορισμό. Ήταν πολύ πιο απλό βέβαια να μπει σε ένα τυχαίο λεωφορείο και να εξαφανιστεί μόνο για όσο χρειαζόταν. Και ξαφνικά ήξερε. "Ένα εισητήριο για Γούβες" είπε κοφτά και πλήρωσε απευθείας με ψιλά, 2.80, πριν καν ο ταμίας της πει το ποσό. Κάθισε στη θέση δίπλα στο παράθυρο και ξεκίνησε να σκιτσάρει. Σε λίγο η ζωγραφιά της είχε πάρει μορφή. Μια κοπέλα να κάθεται μπροστά σ'ένα μεγάλο παράθυρο έχοντας δίπλα της μια συσκευή τηλεφώνου από τις παλιές με το γρανάζι που γυρνάει, που δεν έχουν κουμπιά. Το ύφος της κοπέλας ήταν τρομοκρατημένο, μα και γαλήνιο. Ήταν κοπέλα κι ηλικιωμένη μαζί, ήταν νεκρή και ζωντανή μαζί. Δεν ήξερε τι ήταν, μόνο περίμενε. Ένα τηλέφωνο να χτυπήσει, ένα παράθυρο να κλείσει, μια ζωή να σβήσει. Περίμενε.
Σε μισή ώρα κατέβαινε απ'το λεωφορείο νιώθοντας τα πόδια της μουδιασμένα. Η στάση με την ξύλινη σκεπούλα. Με το που πάτησε το πόδι της εκεί οι αναμνήσεις την κύκλωσαν. Δεν ήξερε αν έπρεπε να μετανιώσει για την επιλογή της. Άφησε το σκίτσο της στο πεζούλι της στάσης και ξεκίνησε να περπατάει προς την παραλία.
Εκείνος ένιωθε κουρασμένος. Απ'τη ζωή του, απ'τη δουλειά του -όσο κι αν του άρεσε- απ'τις σχέσεις του. Ένιωθε ότι δεν του αρκούσαν. Μετά από χρόνια που κυνηγούσε το ωραίο ήξερε ότι δεν του έφτανε μόνο αυτό πια. Χρειαζόταν το ουσιαστικό. Μα δεν ήταν διατεθειμένος να το διακινδυνεύσει. Δεν ήθελε να πληγωθεί, να απογοητευτεί. Είχε βολευτεί στη ζωή του όπως βολευόταν κάθε πρωί στη δερμάτινη πολυθρόνα στο γραφείο εκείνο απ'όπου έλεγχε τα οικονομικά της μεγάλης εταιρίας. Επικεφαλής του τμήματος πια. Μόλις στα τριάντα του.
Το χτύπημα στην πόρτα διέκοψε τις σκέψεις του. Δε σκεφτόταν συχνά κάτι άλλο εκτός τη δουλειά ή τις επαγγελματικές σχέσεις του γενικά.
"Το ραντεβού που είχατε σήμερα το απόγευμα μετακινήθηκε αύριο την ίδια ώρα, οπότε μπορείτε να φύγετε και να ξεκουραστείτε γιατί αύριο μας περιμένει πολύ δουλειά" είπε η κομψή γραμματέας χαμογελώντας. Εκείνος όμως δεν ήθελε να φύγει. Η ζωή του ήταν το γραφείο του. Ξαφνικά χτύπησε το κινητό του. Αλλά όχι με το γνωστό ουδέτερο ήχο κλήσης που χρησιμοποιούσε για όλους τους πελάτες ή τους γνωστούς του. Χτύπησε με εκείνο τον ήχο. Αρχικά τα έχασε. Είχε να ακούσει εκείνο τον ήχο πάνω από χρόνο. Ίσως πάνω από τρία χρόνια. Άλλαζε συχνά συσκευές. Αλλά σε όλες φρόντιζε να έχει τον ίδιο αυτό ήχο για τη συγκεκριμένη επαφή. Στη συνέχεια τα έχασε ακόμα περισσότερο. Η φωνή της έτρεμε. Η φωνή εκείνης δεν έπρεπε να τρέμει. Εκείνη ήταν δυνατή. Δεν έπρεπε να φοβάται ποτέ. "Τι συνέβη;" τη ρώτησε νιώθοντας μια τάση να λιποθυμίσει. "Έλα. Σε παρακαλώ. Στην παραλία", απάντησε εκείνη κι ύστερα έκλεισε το τηλέφωνο. Εκείνος έμεινε ασάλευτος μόνο για τρία δευτερόλεπτα. Έπειτα, μέσα σε ελάχιστα λεπτά είχε βρεθεί στο πάρκινγκ της εταιρίας με το κλειδί στη μίζα του ακριβού αυτοκινήτου του. Λίγα ακόμα λεπτά μετά έτρεχε ιλιγγιωδώς στην εθνική οδό. Πάτησε το πλήκτρο για να ξεκινήσει η μουσική απ'το σιντί. Είχε πάνω από χρόνο, ίσως πάνω από τρία χρόνια να ακούσει σιντί. Ήξερε όμως ποιο σιντί ήταν μέσα. Εκείνο που περιείχε τον ήχο κλήσης που προξένησε όλη αυτή την ξαφνική αναταραχή στη γνώριμη ρουτίνα του. Ένα τέταρτο αργότερα σταμάτησε μπροστά στη στάση για να βρει αυτό που περίμενε. Ένα σκίτσο, δικό της. Ένα υπέροχο σκίτσο, δικό της. Πάρκαρε πολύ πρόχειρα και ξεκίνησε να τρέχει προς την παραλία Είχε καιρό να τρέξει, αλλά δεν άντεχε να κάνει τη διαδρομή με το αυτοκίνητο. Πάντα την έκαναν με τα πόδια. Αυτός, εκείνη, κι εκείνοι.
Τη βρήκε καθισμένη στην ακροθαλασσιά. Έβγαλε τα παπούτσια του για να περπατήσει στην άμμο και μόλις έφτασε κοντά της τη σκέπασε με το σακάκι του. Εκείνη ήταν δακρυσμένη, κι έτρεμε από το κρύο. Αλλά δεν την ένοιαζε. Το βλέμμα της ήταν γεμάτο σκιές. Την αγκάλιασε κι έμειναν έτσι για λίγη ώρα.
"Η γιαγιά μου πέθανε" είπε η κοπέλα.
"Εμένα πάλι έχει πεθάνει η ζωή μου εδώ και καιρό"
"Ξέρεις πολύ καλά ότι εσύ επέλεξες να ζήσεις έτσι. Και να μην αφήσεις και κανένα να είναι δίπλα σου. Με απομάκρυνες και κάθε φορά που προσπαθώ να σε πλησιάσω πια υψώνεις καινούρια τείχη. Γιατί;" τον ρώτησε.
"Επειδή δεν αξίζει." απάντησε εκείνος.
"Πρέπει να δώσεις αξία σε μια αρχική κατάσταση για να βρεις μια τελική που θα είναι πολύτιμη όσο τίποτα άλλο. Έτσι είναι η ζωή.", είπε ενώ σφιγγόταν πάνω του.
"Τι συμβαίνει;" ρώτησε η κοπέλα.
"Η γιαγιά..δε θα ξαναέρθει στο σπίτι. Ούτε θα ξαναφορέσει εκείνη την πράσινη ρόμπα, ούτε θα μας ξαναπεί ιστορίες..." είπε η φωνή κι ύστερα αναλύθηκε σ'ένα λυγμό βαθύ.
"Εννοείς ότι έφυγε;"
"Ναι. Για πολύ μακριά. Για τ'άστρο εκείνο το μεγάλο που βρίσκεται δίπλα σ'ένα άλλο μικρούλι. Θυμάσαι που μας έλεγε πως μια μέρα θα ζήσει μόνιμα εκεί;"
Πάτησε απότομα το κόκκινο κουμπί της συσκευής κλείνοντας το τηλέφωνο. Δεν ήθελε να μιλήσει σε κανένα, δε μπορούσε να αφήσει κανένα να της θυμήσει τις στιγμές που ήξερε πως δε θα ξεχνούσε ποτέ. Το σπίτι της γιαγιάς της δεν απείχε πολύ απ'το δικό της. Όμως δεν άντεχε να πάει, δεν άντεχε να αντικρίσει τις μάσκες θλίψης όλων αυτών που αγαπούσε, και πάνω από όλα δεν ήθελε κανένας να δει τη δική της μάσκα. Έτσι πήρε μαζί της ένα κενό τετράδιο, με σελίδες χωρίς γραμμές, ένα μολύβι και τα ακουστικά της. Δεν πήρε γόμα μαζί της. Δε θα επέτρεπε στον εαυτό της κανένα λάθος. Κλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματος και κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες.
Σε λιγότερο από δέκα λεπτά βρισκόταν στο σταθμό του κτελ με τα ακουστικά στα αυτιά της. Ήταν φθινόπωρο κι υπήρχαν παντού κόκκινα ξερά φύλλα. Το γκαζόν χρειαζόταν κούρεμα. Τουρίστες ακόμα πηγαινοέρχονταν στις κοντινές παραλίες του νησιού. Δεν της έμενε παρά να διαλέξει προορισμό. Ήταν πολύ πιο απλό βέβαια να μπει σε ένα τυχαίο λεωφορείο και να εξαφανιστεί μόνο για όσο χρειαζόταν. Και ξαφνικά ήξερε. "Ένα εισητήριο για Γούβες" είπε κοφτά και πλήρωσε απευθείας με ψιλά, 2.80, πριν καν ο ταμίας της πει το ποσό. Κάθισε στη θέση δίπλα στο παράθυρο και ξεκίνησε να σκιτσάρει. Σε λίγο η ζωγραφιά της είχε πάρει μορφή. Μια κοπέλα να κάθεται μπροστά σ'ένα μεγάλο παράθυρο έχοντας δίπλα της μια συσκευή τηλεφώνου από τις παλιές με το γρανάζι που γυρνάει, που δεν έχουν κουμπιά. Το ύφος της κοπέλας ήταν τρομοκρατημένο, μα και γαλήνιο. Ήταν κοπέλα κι ηλικιωμένη μαζί, ήταν νεκρή και ζωντανή μαζί. Δεν ήξερε τι ήταν, μόνο περίμενε. Ένα τηλέφωνο να χτυπήσει, ένα παράθυρο να κλείσει, μια ζωή να σβήσει. Περίμενε.
Σε μισή ώρα κατέβαινε απ'το λεωφορείο νιώθοντας τα πόδια της μουδιασμένα. Η στάση με την ξύλινη σκεπούλα. Με το που πάτησε το πόδι της εκεί οι αναμνήσεις την κύκλωσαν. Δεν ήξερε αν έπρεπε να μετανιώσει για την επιλογή της. Άφησε το σκίτσο της στο πεζούλι της στάσης και ξεκίνησε να περπατάει προς την παραλία.
Εκείνος ένιωθε κουρασμένος. Απ'τη ζωή του, απ'τη δουλειά του -όσο κι αν του άρεσε- απ'τις σχέσεις του. Ένιωθε ότι δεν του αρκούσαν. Μετά από χρόνια που κυνηγούσε το ωραίο ήξερε ότι δεν του έφτανε μόνο αυτό πια. Χρειαζόταν το ουσιαστικό. Μα δεν ήταν διατεθειμένος να το διακινδυνεύσει. Δεν ήθελε να πληγωθεί, να απογοητευτεί. Είχε βολευτεί στη ζωή του όπως βολευόταν κάθε πρωί στη δερμάτινη πολυθρόνα στο γραφείο εκείνο απ'όπου έλεγχε τα οικονομικά της μεγάλης εταιρίας. Επικεφαλής του τμήματος πια. Μόλις στα τριάντα του.
Το χτύπημα στην πόρτα διέκοψε τις σκέψεις του. Δε σκεφτόταν συχνά κάτι άλλο εκτός τη δουλειά ή τις επαγγελματικές σχέσεις του γενικά.
"Το ραντεβού που είχατε σήμερα το απόγευμα μετακινήθηκε αύριο την ίδια ώρα, οπότε μπορείτε να φύγετε και να ξεκουραστείτε γιατί αύριο μας περιμένει πολύ δουλειά" είπε η κομψή γραμματέας χαμογελώντας. Εκείνος όμως δεν ήθελε να φύγει. Η ζωή του ήταν το γραφείο του. Ξαφνικά χτύπησε το κινητό του. Αλλά όχι με το γνωστό ουδέτερο ήχο κλήσης που χρησιμοποιούσε για όλους τους πελάτες ή τους γνωστούς του. Χτύπησε με εκείνο τον ήχο. Αρχικά τα έχασε. Είχε να ακούσει εκείνο τον ήχο πάνω από χρόνο. Ίσως πάνω από τρία χρόνια. Άλλαζε συχνά συσκευές. Αλλά σε όλες φρόντιζε να έχει τον ίδιο αυτό ήχο για τη συγκεκριμένη επαφή. Στη συνέχεια τα έχασε ακόμα περισσότερο. Η φωνή της έτρεμε. Η φωνή εκείνης δεν έπρεπε να τρέμει. Εκείνη ήταν δυνατή. Δεν έπρεπε να φοβάται ποτέ. "Τι συνέβη;" τη ρώτησε νιώθοντας μια τάση να λιποθυμίσει. "Έλα. Σε παρακαλώ. Στην παραλία", απάντησε εκείνη κι ύστερα έκλεισε το τηλέφωνο. Εκείνος έμεινε ασάλευτος μόνο για τρία δευτερόλεπτα. Έπειτα, μέσα σε ελάχιστα λεπτά είχε βρεθεί στο πάρκινγκ της εταιρίας με το κλειδί στη μίζα του ακριβού αυτοκινήτου του. Λίγα ακόμα λεπτά μετά έτρεχε ιλιγγιωδώς στην εθνική οδό. Πάτησε το πλήκτρο για να ξεκινήσει η μουσική απ'το σιντί. Είχε πάνω από χρόνο, ίσως πάνω από τρία χρόνια να ακούσει σιντί. Ήξερε όμως ποιο σιντί ήταν μέσα. Εκείνο που περιείχε τον ήχο κλήσης που προξένησε όλη αυτή την ξαφνική αναταραχή στη γνώριμη ρουτίνα του. Ένα τέταρτο αργότερα σταμάτησε μπροστά στη στάση για να βρει αυτό που περίμενε. Ένα σκίτσο, δικό της. Ένα υπέροχο σκίτσο, δικό της. Πάρκαρε πολύ πρόχειρα και ξεκίνησε να τρέχει προς την παραλία Είχε καιρό να τρέξει, αλλά δεν άντεχε να κάνει τη διαδρομή με το αυτοκίνητο. Πάντα την έκαναν με τα πόδια. Αυτός, εκείνη, κι εκείνοι.
Τη βρήκε καθισμένη στην ακροθαλασσιά. Έβγαλε τα παπούτσια του για να περπατήσει στην άμμο και μόλις έφτασε κοντά της τη σκέπασε με το σακάκι του. Εκείνη ήταν δακρυσμένη, κι έτρεμε από το κρύο. Αλλά δεν την ένοιαζε. Το βλέμμα της ήταν γεμάτο σκιές. Την αγκάλιασε κι έμειναν έτσι για λίγη ώρα.
"Η γιαγιά μου πέθανε" είπε η κοπέλα.
"Εμένα πάλι έχει πεθάνει η ζωή μου εδώ και καιρό"
"Ξέρεις πολύ καλά ότι εσύ επέλεξες να ζήσεις έτσι. Και να μην αφήσεις και κανένα να είναι δίπλα σου. Με απομάκρυνες και κάθε φορά που προσπαθώ να σε πλησιάσω πια υψώνεις καινούρια τείχη. Γιατί;" τον ρώτησε.
"Επειδή δεν αξίζει." απάντησε εκείνος.
"Πρέπει να δώσεις αξία σε μια αρχική κατάσταση για να βρεις μια τελική που θα είναι πολύτιμη όσο τίποτα άλλο. Έτσι είναι η ζωή.", είπε ενώ σφιγγόταν πάνω του.
“Το έχουν αυτό οι άνθρωποι. Μοιάζουν πάντα πιο όμορφοι, την ώρα που φεύγουν.”