Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Χρυσόψαρα

Σεπτέμβρης του '11
"Γεια είμαι μεθυσμένη" είπε η κοπέλα καθώς πλησίζε τον νεαρό. Τον αγκάλιασε υπό τον γνώριμο ήχο από ανόητες αγάπες κι ύστερα τον φίλησε. "Δεν ξέρω αν είσαι εσύ αλλά δεν έχασα κάτι. Εξάλλου φιλάς ωραία" του είπε ενώ γελούσε. "Πέρνα του χρόνου τέτοια μέρα κι ώρα από τη Λότζια, αν το θυμηθώ θα περάσω κι εγώ να σου πω συγγνώμη." Εκείνη έφυγε την ώρα που τα πλοία σκόνταυταν στο φάρο. Εκείνος έμεινε εκεί. Ασάλευτος. Έκπληκτος.

Σεπτέμβρης του '12.

Είχε κουραστεί από το περπάτημα -τρέξιμο καλύτερα- πάνω κάτω. Από την ακρόαση τόσων διαφορετικών ιστοριών, από την αναζήτηση τόσων λύσεων σε προβλήματα διαφορετικής φύσεως. Είχε κουραστεί και πονούσε. Κάθισε στο πρώτο παγκάκι που βρήκε λαχανιασμένη. Η σωματική της κούραση μπερδευόταν με αυτή του μυαλού. Όχι πνευματική ακριβώς, την κούραση που νιώθεις μετά από το πολύωρο κι ίσως χωρίς αποτέλεσμα στίψιμο του μυαλού σου. Τα ξύλα στο παγκάκι ήταν σκληρά, τώρα πονούσε περισσότερο. Ένας περαστικός κάθισε δίπλα της. Έμοιαζε να περιμένει για κάποιον/κάτι γιατί κάθε δύο λεπτά κοιτούσε ανυπόμονα την ώρα από την οθόνη του κινητού του. "Έχεις κανένα ντεπόν μήπως;" τον ρώτησε εκείνη με προσμονή, ή ίσως απλά ήθελε να του πιάσει τη συζήτηση για να ξεχαστεί. Έπρεπε να μαζέψει δυνάμεις για να φτάσει σπίτι. Ίσως να μην ήθελε να φτάσει σπίτι και να ξανακλειστεί στο μοναχικό κελί της."Εεε όχι. Ίσως να έχει στο περίπτερο απέναντι" της απάντησε εκείνος κοφτά και αδιάφορα. Εκείνη έκανε πως δεν τον είχε ακούσει. Τρεις ματιές στην οθόνη του κινητού του για να σιγουρευτεί ότι πράγματι η ένδειξη που έβλεπε ήταν η σωστή. Σηκώθηκε βιαστικά και ένα λεπτό μετά στεκόταν μπροστά της με ένα μπουκάλι νερό. "Τα περίπτερα δεν είναι φαρμακεία, συγγνώμη ήμουν αφηρημένος. Ίσως αυτό σας βοηθήσει" της είπε με φιλικότερο τόνο από πριν. Ξανακάθισε στο παγκάκι, πιο κοντά της τώρα. Εκείνη μπορούσε να μυρίσει καθαρά το αλκοόλ γύρω του. "Ίσως τελικά τζάμπα προσπάθησες να χαλαρώσεις με το κρασί. Από ότι φαίνεται δε θα έρθει" του είπε απότομα παίρνοντας από το χέρι του το μπουκάλι με το νερό. Δεν ήθελε να είναι άλλο καλή, δεν ήθελε να ψάξει άλλες λύσεις για τα προβλήματα του κόσμου, δεν ήθελε να ζει άλλο μέσα από τις περιπετειώδεις ζωές των γύρω τις, και να προσπαθεί να τις βελτιώσει. Ξεσπούσε σ'έναν άγνωστο, εκείνος δεν την ήξερε. Θα την έκρινε, μα δε θα ξαναβρίσκονταν. Θα την έβριζε, μα σε δυο βδομάδες δε θα μπορούσε καν να θυμηθεί τη στιγμή εκείνη. "Ίσως και να έχεις δίκιο." της απάντησε εκείνος καθώς φορούσε τα ακουστικά του, δηλώνοντας πως επιθυμούσε η συζήτηση να λάβει τέλος. Της άρεσε που δε διαφώνησε μαζί της, που δε σηκώθηκε να φύγει και που δεν την έβρισε -τουλάχιστον όχι δυνατά. Δεν πονούσε όσο στην αρχή, είχε χαλαρώσει και ξεκουραστεί λίγο με το νερό. Έβαλε το ένα ακουστικό του στο αυτί της και ένα ρίγος τη διαπέρασε. Την ίδια στιγμή χτύπησε το κινητό της με ήχο ίδιο με αυτόν που ερχόταν από τα ακουστικά. Κοιτάχτηκαν πριν εκείνη προλάβει να απορρίψει την εισερχόμενη κλήση. "Είσαι το παιδί από τη συναυλία, έτσι; Γι αυτό δεν έφυγες όταν έγινα αγενής ως απάντηση στη δική μου αγένεια!" Είπε εκείνη ενώ κοκκίνιζε. Τώρα είχε τύψεις. Εκείνος χαμογέλασε αφήνοντας να φανούν τα ίσια λευκά δόντια του. Είχε γοητευτικό χαμόγελο. "Ίσως τελικά να μην πήγε τόσο τζάμπα το κρασί" απάντησε εκείνος κλείνοντάς της το μάτι. Σηκώθηκαν και περπάτησαν μέχρι τη θάλασσα. Μίλησαν για ώρες, ύστερα εκείνη τον φίλησε."Κανονικά εδώ πρέπει να σου πω συγγνώμη" του είπε κοιτάζοντας κάτω. Ύστερα ανέβασε το βλέμμα της στα γαλάζια του μάτια. "Όμως δε θα το κάνω. Δε μετανιώνω για μια από τις καλύτερες αυθόρμητες κινήσεις που έκανα σε μια από τις χειρότερες για μένα ώρες." του είπε. Εκείνος την αγκάλιασε και ξεκίνησαν να ανηφορίζουν. " Αν και από ότι βλέπω ξεκουράστηκες και περπατάς άνετα...Επειδή είμαι με το αυτοκίνητο..Μήπως θέλεις να σε πετάξω μέχρι το σπίτι σου; " Τη ρώτησε δισταχτικά, κι ύστερα πέταξε ένα από εκείνα τα υπέροχα χαμόγελά του.



*Τα χρυσόψαρα μου θυμίζουν το τέλος του καλοκαιριού, και τη μέρα που είχαμε πάει θάλασσα τελευταία φορά -μέσα Σεπτέμβρη κάπου...-

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

Απλά,

Κι αν μπορούσαμε να σκεφτούμε πέρα από τη λογική, τους κανόνες και τα άγχη μας; Αν προσπαθούσαμε να ξεφύγουμε από την καθημερινότητα που μας στοιχειώνει; Τότε απλά θ' απελπιζόμασταν με την ομορφιά που κρύβει ο κόσμος, θα προσπαθούσαμε να τη ζήσουμε μα δε θα τα καταφέρναμε, πολύ απλά επειδή θα μας ήταν αδύνατο να συνειδητοποιήσουμε ότι πράγματι μπορούμε να τα καταφέρουμε και χωρίς όρια. Έτσι θα βάζαμε εμείς όρια στους εαυτούς μας, θα επιστρέφαμε στις ζωούλες μας και στις υπεκφυγές μας. Θα ζούσαμε με δικαιολογίες του τύπου "η ευτυχία βρίσκεται σε μικρά καθημερινά πράγματα" και απλά θα συμβιβαζόμαστε. Ίσως όμως να μη μπορούμε να τα καταφέρουμε μόνοι μας, ίσως πράγματι να χρειαζόμαστε κάποιον να βάζει όρια σε εμάς, είτε άλλους είτε τον ίδιο μας τον εαυτό ... Οι κανόνες από τους άλλους -οι υποσχέσεις κι οι απαιτήσεις- τόσο εύκολα σπάνε όμως..Ενώ εκείνοι που βάζουμε εμείς στους εαυτούς μας -οι ελπίδες, τα πρέπει και τα δεν πρέπει- μπορούν να είναι ακατανίκητα, μιας και τότε δυσκολευόμαστε να αφήσουμε τον εγωισμό μας να πληγωθεί. Και τελικά, είμαστε όλοι εγωιστές είτε φανεροί, είτε κρυφοί...Ίσως και κρυφοί και από εμάς τους ίδιους μέχρι να έρθει η μέρα να το ανακαλύψουμε.



Θ'ακολουθήσει κάποια στιγμή κείμενο-απολογισμός μιας χρονιάς, σαν όλες τις άλλες και τόσο διαφορετικής από αυτές συνάμα.

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Είσαι εδώ μα απέχεις

Scenario 1.
Η κοπέλα φορούσε χρωματιστά ρούχα, είχε μαλλιά ελεύθερα, σγουρά, κι έτρεχε στο λιμενοβραχίονα. Ήταν καλοκαίρι κι είχε ήλιο. Το αγόρι της κρατούσε το χέρι. Ανέβηκαν πάνω στο μικρό τειχάκι που έκρυβε τη θάλασσα. Η κοπέλα ένιωθε το ερασιτεχνικό εκείνο φιλί και δε σκεφτόταν τίποτα άλλο. Ήταν χαρούμενη. Πριν βραδυάσει αποχαιρετάει το αγόρι και περπατάει προς την πλατεία. Τα πόδια της είναι λες και φορούν φτερά. Το χρωματιστό φαρδύ παντελόνι της παρασύρεται από τον ανάλαφρο καλοκαιρινό αέρα. Τα κουδουνάκια στα χέρια της ηχούν ευχάριστα καθώς εκείνη πετάει.

Scenario 2.
Η κοπέλα ήταν ντυμένη στα μαύρα κι είχε μαλλιά ίσια, επιμελημένα.Η παραμικρή λεπτομέρεια πάνω της ήταν φροντισμένη. Ήταν απόκριες κι εκείνη είχε επιλέξει να ντυθεί η σκιά του εαυτού της, ή ο εαυτός της ο ίδιος, ποιος ξέρει; Κατηφόριζε το δρόμο κρατώντας προσεκτικά την ομπρέλλα της. Είχε καταφέρει να αποφύγει κάθε επίθεση με αφρούς και χρωματιστές σερπαντίνες μέχρι που έφτασε στη μέρση περίπου της Χάνδακος. Έστριψε αριστερά και χώθηκε σε μια καφετέρεια με πολλές χάρλευ απ'έξω. Είδα ένα αγόρι να τη φιλάει, ουδέτερα λίγο, μα με πάθος. Λίγο μετά η κοπέλα ανέβαινε τον ίδιο δρόμο πίσω, προσπαθούσε ακόμα να προστατευτεί από τα χαρούμενα παιδιά που έτρεχαν γύρω της ντυμένα με φανταχτερές στολές.


Scenario 3.
Η κοπέλα ήταν απλή, φυσική. Περαστική από το κέντρο, δε σκόπευε να μείνει πολύ, βρισκόταν μεταξύ μαθημάτων. Μπήκε αποφασιστικά στην καφετέρεια με τα τζάμια και τον ξύλινο τοίχο και ζήτησε ένα νες σκέτο. Κάθε φορά έπινε τον καφέ της αλλιώς, ήθελε η ζωή της να έχει ποικιλία. Λίγο μετά είδα έκπληκτη κάποιον να κάθεται απέναντί της. Μίλησαν αρκετή ώρα, εκείνος έμοιαζε στοργικός. Τη φίλησε, στοργικά, και με πάθος ταυτόχρονα. Η κοπέλα έμοιαζε να ανταποκρίνεται. Ύστερα έφυγε, είχε να προλάβει το μάθημα.

Την παρακολουθώ απ'όταν γεννήθηκε, την ξέρω καλύτερα από τον καθένα μα με ξαφνιάζει τόσο συχνά που με κάνει να πιστεύω ότι δεν την έχω ξαναδεί ποτέ. Ξέρω πράγματα γι αυτήν που δεν τα ξέρει κανείς, προσπαθώ να την ελέγξω, να την περιορίσω, μ'ανακαλύπτω ότι δεν μπορώ. Ξέρω ότι κάνει συλλογή από φουλάρια, ότι πίνει διαφορετικά τον καφέ της κάθε φορά, ότι της αρέσει να κοιτάζει τη βροχή από το τζάμι, να φοράει μάλλινα και να σχεδιάζει. Ξέρω ότι της αρέσει να διαβάζει και να τραγουδάει, να μιλάει και να γράφει, να επικοινωνεί και να βοηθάει, να χαμογελάει και να φωτογραφίζει με τη μνήμη της. Είναι από τα άτομα με την πιο καταπληκτική μνήμη που έχω συναντήσει ποτέ. Όμως χτες δέχτηκα μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις.

Scenario 4. 
Η κοπέλα είχε δακρύσει και σκεφτόταν. Τα μάτια της ήταν λες κι είχαν μείνει κενά, μα κόκκινα και κενά. Η κοπέλα ήταν παθητικός δέκτης των καταστάσεων, δεν την είχα ξαναδεί έτσι. Η κοπέλα συλλογιζόταν ένα άλλο φιλί. Η κοπέλα ένιωθε χαμένη, μπερδεμένη, αποπροσανατολισμένη. Μα το φιλί που συλλογιζόταν ούτε είχε υπάρξει ούτε και θα υπήρχε ποτέ. Πώς άλλωστε θα μπορούσε να συνυπάρξει έστω και για μόνο στιγμή ο ένας της εαυτός με τον άλλο; Πώς θα μπορούσε να συμφιλιωθεί με τις διαφορετικές εικόνες και τους διαφορετικούς εαυτούς της; 

Εγώ όμως ήξερα. Οι άνθρωποι που τα καταφέρνουν, που βρίσκουν τους εαυτούς τους, τους πραγματικούς, και τους διαχωρίζουν από τις χίλιες δυο πλαστές παροδικές εικόνες, είναι αυτοί που τα καταφέρνουν. Αυτοί που δέχονται τελικά αυτό το φιλί, το φιλί που τους βαφτίζει ολοκληρωμένους, που τους λυτρώνει.


Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Εκεί στο πουθενά

Ένα λάθος δικό της σηματοδότησε την αρχή του τέλους του. Εκείνη έφταιγε, εκείνη κι ο εγωισμός της. Δε μπορούσε να δεχτεί ότι ήταν απλά αδιάφορη σε κάποιους ανθρώπους. Προτιμούσε να τη μισούν, να τη ζηλεύουν...επειδή τότε ασχολούνταν πραγματικά μαζί της.Οδηγούσε και σκεφτόταν. Ένα λάθος δικό της, η ματαιοδοξία, ο εγωισμός της. Δε μπορούσε να δεχτεί ότι ίσως εκείνος κάποια μέρα δεν την ήθελε πια, ότι ίσως εκείνος την παρατούσε. Κι έτσι έφυγε εκείνη, σηματοδοτώντας το δικό του τέλος, γιατί απλά τα πράγματα δεν ήταν έτσι όπως φαίνονταν. "Στις σχέσεις πρέπει οι δύο να είναι ίσοι. Έλα όμως που ποτέ δεν είναι. Πρέπει να είναι και αλληλοσυμπληρωματικοί. Αυτό ίσως να είναι..Γιατί συχνά αναρωτιόμαστε αν τελικά αν μας τραβάει το όμοιο ή το διαφορετικό, αλλά αυτό που μας τραβάει, αυτό που μας κάνει να το θέλουμε όσο τίποτα είναι εκείνο που δε μπορούμε να έχουμε. Είναι ο δικός μας τελειοποιημένος εαυτός ή αυτοί που θα θέλαμε να είμαστε. Είναι ένα "όμοιο" με εμάς, μα τόσο διαφορετικό. Όμως συνήθως εμείς βλέπουμε μόνο μια από τις δυο πλευρές..ή το όμοιο ή το διαφορετικό. Κι έτσι οι σχέσεις τελειώνουν γιατί όταν βλέπουμε το όμοιο λείπει το διαφορετικό κι αντίστροφα..." Σκεφτόταν ενώ οδηγούσε. Κι εκείνη νόμιζε ότι αυτός ήταν τόσο ίδιος μ'αυτήν. Νόμιζε ότι δε θα δίσταζε να την εγκαταλείψει, ότι ίσως την πλήγωνε, επειδή εκείνη αυτό συνήθιζε να κάνει. Κι όμως στο τέλος ανακάλυψε ότι εκείνος είχε ότι της έλειπε, ότι εκείνος δεν πρόκειται να την άφηνε πρώτος. Και φοβήθηκε. Φοβήθηκε το άγνωστο, κι ας ήταν αυτό που έψαχνε, το αλληλοσυμπληρωματικό. "Βλακείες" ψιθύρισε σαν απάντηση στις σκέψεις της, προσπαθώντας να διαλύσει τον ειρμό τους. Έψαξε στην τσάντα της για τον αναπτήρα με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κρατούσε το τιμόνι. Ένα δευτερόλεπτο ήταν αρκετό..Ίσως να ήταν και κλάσμα του. Εξάλλου ο δρόμος γλιστρούσε, κι η ομίχλη την είχε σχεδόν καταπιεί. Ίσως και να 'ταν η ομίχλη της καρδιάς της, βέβαια..

Η κοπέλα προχώρησε αργά προς το παράθυρο. Ήταν ειδικά διαμορφωμένο ώστε να ξεκινάει από το πάτωμα για να της επιτρέπει να βλέπει την πόλη να κινείται. Είχε περάσει δύο χρόνια σ'αυτήν την καρέκλα με τις αλουμινένιες ρόδες. Δεν είχε περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να σκεφτεί να ανοίξει το παράθυρο κι απλά να σηκώσει τον εαυτό της. Να προσπαθήσει να κάνει ένα βήμα, ένα βήμα προς την ελευθερία. Όμως δίσταζε. Ήταν ωραία η ζωή, είναι ωραία η ζωή. Κι εκείνη ήλπιζε μετανιώνοντας...Το λάθος .. Εκείνο το λάθος, το μεγαλύτερο της ζωής της. Κι όχι για τη σωματική ακεραιότητά της, αυτό ήταν το λιγότερο...Ήταν λάθος για την ψυχική ακεραιότητά της..Ήταν λάθος να δειλιάσει, να φύγει..."Όταν δοκιμάσεις έστω μια τζούρα από την ευτυχία και τη θυσιάσεις από επιλογή θα είσαι καταραμένος να μετανιώνεις..." ψυθίρισε. 
"Έλλη τι είπες;" ψυθίρισε κάποιος κι εκείνη κατάλαβε ότι το παράθυρο υπήρχε μόνο στη σκέψη της...Κατάλαβε ότι πάλι άνοιγε παράθυρα στις σκέψεις της προσπαθώντας να ξεφύγει...
"Έλλη με ακούς;" Πάλι άκουγε φωνές να έρχονται από εκείνα τα καταραμένα παράθυρα. Με όλη της τη δύναμη τράβηξε τις κουρτίνες...Εξάλλου εκείνος δε θα περνούσε απ'έξω...Εκείνος θα έμπαινε από την πόρτα, είχε κλειδιά..Μόνο εκείνος είχε κλειδιά...Έσφιξε τις γροθιές της τραβώντας τα παράθυρα για να κλείσουν.

"Πηγαίνετε να ξεκουραστείτε...Είστε τόσες ώρες εδώ καθημερινά, δύο χρόνια τώρα. Αν κάποια στιγμή ξυπνήσει θα είστε ο πρώτος που θα ενημερωθείτε."
"Νομίζω ότι με άκουγε πριν..Νομίζω ότι με ένιωθε όταν έσφιγγα τα δάχτυλά της..."
"Βρίσκεται σε κώμα τόσο καιρό...Ξέρετε ότι η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη ωστόσο προσπαθήστε να μην κατασκευάζετε σενάρια εξωπραγματικά.."
Μα εκείνος ήταν τόσο σίγουρος...

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Θα σε πουλήσουν,


Είναι κάποιες φορές που το μόνο που ελπίζεις είναι το εικοσιτετράωρό σου να είχε τριάντα ώρες. Καλά, και εικοσιπέντε θα μου έφταναν πιστεύω.
Και που να δούμε τα χειρότερα σε λίγο καιρό.
Ευτυχώς που υπάρχει κι αυτή η ανυπομονησία που μας γεμίζει ελπίδα κάποιες φορές, κι ευτυχώς που υπάρχει η ελπίδα να μην είναι χαμένες οι ελπίδες μας. Κι ευτυχώς που η ελπίδα είναι στη φύση μας κι έτσι ακόμα και στις χειρότερες καταστάσεις αρκεί να βρεθεί ένα άτομο για να μας δείξει το δρόμο, ένα άτομο να ανάψει στο σκοτάδι το φως ή να διώξει τη χειμωνιάτικη ομίχλη.
Πάντως αυτό που χρειάζομαι εγώ είναι ένα άτομο που θα αυξήσει το εικοσιτετράωρό μου, όπως προανέφερα.

 Εξάλλου, αν γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα. Κι επειδή αν δεν το υπερασπιστείς εσύ ή κάποιος άλλος, το παιδί θα προσπαθήσει και μόνο του.Κι ας ελπίσουμε ότι θα τα καταφέρει!

Καληνύχτα!

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Μιλούσες για το χρώμα της μοναξιάς..

Τα σύννεφα έξω από το παράθυρο μοιάζουν σαν χιονισμένη πλαγιά ή σαν αφρισμένη θάλασσα. Με συμφέρει να σκέφτομαι το δεύτερο, μιας κι η θάλασσα είναι σε κάθε περίπτωση φιλικότερη από το κρύο. Ακόμα κι όταν είναι μανιασμένη, κι όταν σε απειλεί, ή όταν σε καταπίνει -για λίγο ή για πάντα-. Η θάλασσα είναι σαν όλους μας μα και σαν κανένα από μας, είναι σαν άλλο ένα άτομο ανάμεσά μας, μα κατέχει έναν πιο ιδιαίτερο ρόλο. Μπορεί να τη μισείς, μπορεί να τη λατρεύεις, μπορεί να τη σκέφτεσαι και να χαμογελάς, μπορεί να σου φέρνει αναμνήσεις, όμως σε καμία περίπτωση δε θα σου είναι αδιάφορη. Με τους υπόλοιπους ανθρώπους δε συμβαίνει το ίδιο. Οι άνθρωποι φεύγουν κι έρχονται, κι ακόμα κι όταν πιστεύουμε ότι τους έχουμε διώξει μια για πάντα από τη ζωή μας, εκείνοι επιστρέφουν. Και κάποιες φορές μπορούν να κάμψουν τις αντιστάσεις μας πιο εύκολα από όσο θα θέλαμε. Κάποιοι άνθρωποι όμως -είτε τους καταπιεί ή θάλασσα, είτε η χιονισμένη πλαγιά, είτε η άσφαλτος, είτε ο εαυτός τους και οι συνθήκες- δεν ξεχνιούνται, γιατί αγαπήθηκαν. Κι όταν αγαπάς δεν ξεχνάς, γι αυτό και δέχεσαι πίσω όσους νόμιζες πως είχες διαγράψει, γι αυτό οι άνθρωποι ξέρουν τις δυνατότητές τους μαζί σου και αντιλαμβάνονται πως νιώθεις γι αυτούς, ακόμα κι όταν προσπαθείς να το κρύψεις. Ξέρουν αν τους είσαι απαραίτητος, ξέρουν αν τους συμπαθείς ή όχι, και πράττουν ανάλογα. Σήμερα ένας καθηγητής μας είπε ότι ο άνθρωπος είναι σχέσεις. Κι εγώ θα συμφωνήσω. Όλη η αξία μας μπορεί να φανεί σε πολλούς, όμως μόνο όσοι είναι πιο κοντά μας θα την εκτιμήσουν, θα την καταλάβουν. Μόνο οι πιο κοντινοί θα μας επικροτήσουν πραγματικά, θα χαρούν με τη χαρά μας, και θα μας αγκαλιάσουν όταν θα το χρειαζόμαστε. *Η αγάπη, σε κάνει ευάλωτο, ανασφαλή...*. Είναι μνήμες ο άνθρωπος, συμπλήρωσε...Κι όνειρα, συμπληρώνω εγώ. Και γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή αυτό μένει από εμάς, οι σχέσεις -τα όσα νιώσαμε, τα όσα ένιωσαν οι άλλοι για μας, όσοι μας βοήθησαν κι όσοι βοηθήθηκαν κι έμαθαν από εμάς- οι μνήμες -όσα ζήσαμε, όσα καταφέραμε, και το χαμόγελό μας ή τα χαμόγελα που εμείς προκαλέσαμε- και τα όνειρα - όσα καταφέραμε, όσο θελήσαμε, όσα υλοποιήσαμε κι όσα δεν προλάβαμε-.

Όσο κι αν απ'το ένα παράθυρο βλέπω τη λευκή καταχνιά, τα σύννεφα.., από το άλλο βλέπω ένα μέρος της πόλης που ποτέ δεν παύει να ζει, ποτέ δεν κοιμάται, ποτέ δε σβήνει. Σαν τη ζωή. Μπορεί να σβήσει, να χαθεί στην καταχνιά, όμως αυτό δε σημαίνει ότι θα σταματήσει να υπάρχει ο κόσμος. Δυστυχώς ή ευτυχώς;


Νομίζω ότι πρέπει να σταματήσω τις παρομοιώσεις. Και πρέπει να σταματήσω να αναμασάω τα ίδια. Όμως τι να κάνουμε, όλα μέσα στη ζωή είναι, ειρωνία...

Καλό μεσημέρι:)

Υ.Γ. Να μη μιλάς γι αυτά που ούτε στο τόσο δεν αγγίζεις,διάβασα κάπου.

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

Ζωές σε φακέλους.

"....Εξάλλου τα πάντα τελειώνουν, λες. Κι εγώ διαφωνώ, η ύλη δεν τελειώνει, ούτε κι ενέργεια. Και το ηλεκτρικό φορτίο διατηρείται κι οι αριθμοί φτάνουν στο άπειρο, που είναι όμως όριο νοητό. Κι εσύ συμπληρώνεις ότι δε μιλάς για ύλη, δε μιλάς για έννοιες αόριστες, περαστικές. Μιλάς για κάτι ανθρώπινο, μα ο άνθρωπος τελειώνει και τότε μόνο παίρνει καθετί μαζί του...ή και τίποτα. Τελειώνει κι αφήνει πίσω του την ύλη, κι ότι αγαπούσε ή ότι αγαπούσαν οι άλλοι σ'αυτόν. Στη ζωή όλοι σκεφτόμαστε και κρίνουμε με τα μάτια, στο θάνατο όμως με την καρδιά. Ποτέ δε λες "τι κρίμα που πέθανε μια τόσο όμορφη κοπέλα" και να εννοείς ωραία. Θα στεναχωρηθείς, θα νιώσεις τον πόνο μόνο όταν φύγει ένα όμορφο άτομo, ένα άτομο μοναδικό για σένα. Θα λυπηθείς γιατί αγάπησες την προσωπικότητα, τις κινήσεις, τις λέξεις του, θα σου λείψει η παρέα του κι όχι τα πράσινα μάτια του επειδή ήταν πράσινα. Θα σου λείψουν γιατί τα κοίταζες και έσταζαν αγάπη." Ήταν σ'ένα λευκό φάκελο που βρήκα σ'ένα παγκάκι, κάτω προς το λιμάνι. Κατά καιρούς μαζεύω τέτοια γράμματα, απ'αυτά που γράφουν οι άνθρωποι κι αφήνουν σε μέρη με συναισθηματική αξία. Έτσι ξεσπούν. Τα γράμματα αυτά συχνά δεν τα βρίσκει κανείς και καταλήγουν στους υπονόμους, στους κάδους ή -τα πιο τυχερά- στη θάλασσα. Ένα άλλο όμορφο γράμμα που είχα βρει ήταν και πάλι σ'ένα παγκάκι, αυτή τη φορά έξω από την "Όαση", δίπλα στο κηποθέατρο.Τα γράμματα ήταν προσεγμένα, καλλιγραφικά σχεδόν, αν και λίγο βιαστικά, σαν να'σουν νευρικός κι ανήσυχος όσο έγραφες, μα ήθελες να το κρύψεις..."Ένα Σάββατο,πάνω από ένα μήνα πριν, βρέθηκα εδώ κοντά, λίγο πιο πάνω, λίγο πιο κάτω. Ξεκίνησα από αλλού και κατέληξα εδώ, πάντα καταλήγω σε διαφορετικό σημείο από εκείνο θέλω. Κάτι πάντα στραβώνει στη διαδρομή. Δεν ξέρω τι με έπιασε, νομίζω είχα πιει..Σίγουρα είχα πιει, αρκετά απ'όσο μου είπαν μετά. Ήταν πολλά άτομα, όμως εγώ ένιωθα μόνη, συχνά νιώθω μόνη ανάμεσα σε πολλά άτομα. Σε λίγο καιρό ίσως ξαναβρεθώ στο ίδιο σημείο με τα ίδια άτομα. Δεν είναι ότι δε θέλω. Έχω καιρό να τους δω, μου έχουν λείψει σίγουρα, μου έχει λείψει το γέλιο τους, το γέλιο όλων μας, οι συζητήσεις όλων μας κι οι αγκαλιές τους. Όμως φοβάμαι. Γιατί εκείνο το περασμένο Σάββατο συνέβη κάτι τόσο περίεργο. Κατάλαβα ότι υπάρχουν κι άλλα πράγματα που δεν τελειώνουν, όχι μόνο η ύλη, η ενέργεια, οι αριθμοί και το ηλεκτρικό φορτίο. Για να είμαι ακριβής, "που δεν τελειώνουν εύκολα" μιας και ποτέ δεν υφίσταται πρακτικά, είναι μια εντελώς θεωρητική κι αφελής έννοια. Ούτε η αγάπη φεύγει εύκολα, ούτε η πραγματική φιλία διαλύεται μέσα από βλακείες. Εδώ, λοιπόν, στο παγκάκι αυτό που γράφω τώρα συνέβη αυτό το δυσάρεστο για μένα γεγονός. Όμως συνειδητοποίησα κάποια πράγματα. Η συγχώρεση είναι κάτι όμορφο. Κι ο χειμώνας είναι κάτι όμορφο, αν και τα χέρια μου έχουν ξυλιάσει όσο γράφω...Το πιο σημαντικό απ'όλα όμως είναι ότι δε διαλέγουμε εμείς σε ποιους θα αρέσουμε και σε ποιους όχι, αυτό συμβαίνει από μόνο του. Και κάποιες φορές απλά πρέπει να δεχόμαστε τις καταστάσεις και να προχωράμε. Να μη δείχνουμε ότι πονάμε, κι ίσως καλύτερα να προσπαθούμε να ξεχνάμε. Κι εσύ περαστικέ που θα βρεις το γράμμα μιας άγνωστης που βρήκε την ελπίδα μες στη μοναξιά της φρόντισε να συγχωρείς, γιατί μόνο έτσι γίνεσαι καλύτερο άτομο." . Σκεφτόμουν να γράψω κι εγώ ένα τέτοιο γράμμα, να το αφήσω έξω από μια μεγάλη εκκλησία με ημικυκλικά σκαλιά και να σηκωθώ να φύγω. Μέσα όμως θα έχει μια κενή λευκή κάρτα. Έτσι θα διαλύσω τις ελπίδες κάποιου ανθρώπου και θα τον ωθήσω να γράψει κι εκείνος ένα τέτοιο γράμμα, πραγματικό όμως, να βγάλει από μέσα του ότι τον καίει και να νιώσει καλύτερα. Έτσι θα γίνω κι εγώ καλύτερος άνθρωπος."


Αυτά έλεγε το γράμμα που βρήκα στο παγκάκι της πλατείας, όμως εγώ δεν ξέρω τι να κάνω, ή τι να γράψω..

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

θέλω τη μέρα που θα φύγεις,

Ήταν λες και το πόδι του είχε κολλήσει αποφασιστικά στο γκάζι. Οι πινακίδες διαδέχονταν ακατάπαυστα η μια την άλλη, όμως εκείνος δε σταματούσε, δεν έστριβε. Προχωρούσε ευθεία. Ώρες πίσω του η Λυόν. Μέχρι που έφτασε στο τέλος του εθνικού, έπρεπε να διαλέξει. Δεξιά για Μονπελιέ κι αριστερά για Μασσαλία. Έκλεισε τα μάτια για κλάσματα του δευτερολέπτου. Άφησε τον εαυτό του ελεύθερο. Το τιμόνι έστριψε σχεδόν μόνο του δεξιά. Μονπελιέ. Δεν είχε ξαναπάει εκεί. Είχε δει όμως πολλές φορές αγώνες της ομώνυμης ομάδας στην τηλεόραση. Είχε δει πολλά στην τηλεόραση, κι άλλα τόσα στο δρόμο. Το πόδι του παρέμενε κολλημένο στο γκάζι. Η γύρω περιοχή ήταν απογυμνωμένη από δάση, έτσι ήταν γενικά ο γαλλικός νότος. Νότος. Το μυαλό του έκανε δυο συνειρμούς ταυτόχρονα. Έτσι δαιδαλώδες ήταν πάντα το μυαλό του. Νότος.καλοκαίρι,αναμνήσεις,παρέα,φίλοι,νεότητα,ανεμελιά,συναυλίες,διάβασμα,διακοπές,ταξίδια,γέλια,γέλια πολλά,κρασί και τάβλι και καφές μέτριος...Ήταν λες κι εστίαζε ολοένα και πιο συγκεκριμένα. Νότος. Όπως νόστος. Όχι δεν ήθελε να γυρίσει πίσω, δε μπορούσε να γυρίσει πίσω. Είχει υποσχεθεί στον εαυτό του καινούρια αρχή. Μόνο δυο τρία πράγματα είχε κρατήσει από την παλιά του ζωή, κι αυτά δεν ήταν πράγματα. Ήταν αναμνήσεις απ'αυτές που χαράσσονται βαθιά, επιθυμίες ανικανοποίητες,απωθημένα, και τύψεις. Προς τι οι τύψεις; ρωτούσε ο άλλος του εαυτός...Μα εκείνος απέστρεφε το βλέμμα, δεν είχε όρεξη για εσωτερικούς μονολόγους. Ήταν εξαντλητικοί, κι εκείνος είχε δρόμο πολύ ακόμα μπροστά του. Προς τι οι τύψεις; ρώτησε ξανά ο άλλος του εαυτός. Εκείνος πάτησε το πλήκτρο της αναπαραγωγής στο σιντί. Δεν είχε όρεξη για γαλλική μουσική τώρα. Ήθελε κάτι δικό του...δικό του. Προς τι οι τύψεις; τώρα άκουγε τη φωνή της στο αυτί του, να ψιθυρίζει, με ένα τόνο ειρωνικό,πληγωμένο και γλυκό ταυτόχρονα. Προς τι οι τύψεις αγάπη μου; 
Σταμάτα. Ήθελε να φωνάξει εκείνος. Σταμάτα. Οι τύψεις..οι τύψεις, κοριτσάκι, είναι γιατί δε μπόρεσα να κρατήσω τον εαυτό μου. Γιατί δεν ήθελα να είσαι δική του ή του οποιοδήποτε. Γιατί σε ήθελα για μένα και μόνο. Και τόλμησα, σε διεκδίκησα, σε κατέκτησα, μέχρι που μου παραδόθηκες ολοκληρωτικά. Μέχρι που κατείχα το σώμα, την ψυχή, το πνεύμα και τη σκέψη σου. Μέχρι που κατέκτησα το είναι σου. Αλλά μετά με φόβησε. Με φόβησες. Με φόβησε το να ξέρω ότι θα μπορούσα να σε πληγώσω όποτε ήθελα. Ήξερα ότι κι εσύ το ίδιο θα μπορούσες να κάνεις. Όμως..Όμως εσύ δε θα το έκανες. Γι αυτό ένιωσα ότι δε θα χάσω τίποτα αν δοκίμαζα τη δύναμή μου. Κι έτσι σε πλήγωσα, χειρότερα απ'τον καθένα. Εγώ, πρώτα σε κατάκτησα ολοκληρωτικά, ύστερα σ'αγαπησα πραγματικά και τέλος σε έκαψα, αγάπη μου, η φωτιά της αγάπης σου έκαψε τον κόσμο μου, ολοσχερώς. Γι αυτό έφυγα. Ίσως κι η φυγή μου να ήταν αυτή που σε κατέστρεψε. Δεν ξέρω πότε έριξα το πρώτο σπίρτο. Τώρα φεύγω. Έφυγα. Σ'άφησα. Δε σε δοκιμάζω. Ξέρω ότι οι μεγάλοι έρωτες σαν τον δικό μας δεν είναι για δοκιμές. Είναι για τα άκρα. Κι επειδή έφυγα εσύ θα θυμώσεις, θα ξεσπάσεις, θα κλάψεις και θα το ξεπεράσεις. Εσύ θα αναγεννηθείς απ'τις στάχτες σου κι εγώ θα ξαναφυτέψω την καμμένη πλαγιά μου.
Το αυτοκίνητο κατάπινε τα χιλιόμετρα κι η μουσική κατάπινε το ατοκίνητο, κι ύστερα όλα μαζί κατάπιναν εμένα. Ήμουν στο Μονπελιέ. Δυο ώρες μετά έβγαινα από το δωμάτιο του ξενοδοχείου. Είχα ξεμείνει από καπνό. Κι εσωτερικός μονόλογος χωρίς καπνό δεν υφίσταται. Έπεσα πάνω της στο διάδρομο. Βγήκε από την απέναντι πόρτα. -Ποια είσαι; τη ρώτησα κοκαλωμένος. -Αυτή που δε θα σε αφήσει να τη διαλύσεις. Αυτή που λάτρεψε τη φωτιά αντί να την πολεμήσει..Αυτή που έκανε τη φωτιά ένα με το είναι της, μου απάντησε κι ύστερα έσπρωξε την πόρτα του δωματίου μου. Έκλεισε δυνατά την πόρτα πίσω της καθώς με έριχνε στο κρεβάτι. Έβγαζε τα ρούχα μου κι ήταν σαν να πετούσαν πάνω μου σπίρτα αναμένα κι εγώ να ήμουν αλειμένος με πετρέλαιο. Άναβα, όλο και πιο πολύ. Κι εκείνη χαιρόταν, ήταν λες και τα μάτια της πετούσαν τις φλόγες που με κατέκλυζαν. Ήταν λες και τα χείλη της όταν ακουμπούσαν τα δικά μου μετέδιδαν αέρα καυτό που δε μ'άφηνε ν'αναπνεύσω, έπαιρνε όλο μου το οξυγόνο εκείνη για να συνεχίσει να παράγει τη φωτιά της. Έπειτα ήμουν μέσα της. Μέσα στο σώμα, στο μυαλό, στην ψυχή της ξανά. Κατέκλυζα κάθε μόριό της κι εκείνη κάθε δικό μου, μα εκείνη μ'έκαιγε. Διψάω, ψιθύρισε σιγανά δίπλα στ'αυτί μου, κι ήταν λες και έκαιγα ακόμα περισσότερο εγώ. Μα βέβαια, με τόση φλόγα που τροφοδοτούσε και πετούσε σ'εμένα πώς να μη διψάσει; Έτσι κι εγώ της πρόσφερα το μοναδικό πράγμα που μπορούσα. Αφού την κατέστρεψα, αφού την έκαψα κι εκείνη μπόρεσε κι έσβησε τον εαυτό της, κι ύστερα κατάφερε να κάψει εμένα, έπρεπε να σβήσω και τους δυο μας, έπρεπε. Μπορούσαμε να λυτρωθούμε, το ήξερε, γι αυτό ήρθε, γι αυτό τα κατάφερε. Κι έτσι την ξεδίψασα, έτσι έσβησα όλοι τη φωτιά της, έτσι μας έσβησα και τους δυο κι εκείνη ούρλιαζε καθώς το δικό μου νερό έσβηνε τη φωτιά της. Κι όταν οι θερμοκρασίες μας εξισώθηκαν κι εγώ βγήκα απ'το σώμα της, ήξερα ότι δεν είχα βγει από την ίδια. Ήξερα ότι ήμουν, είμαι και θα είμαι τα πάντα. Όμως τώρα πια πιο πολύ θα είναι εκείνη η φωτιά κι η καταστροφή μου κι εγώ θα είμαι το νερό της. Ίσως και να τα καταφέραμε, πού ξέρεις..Ίσως και να'μαστε κι οι δυο πια ίσοι ... Πάντως συμπληρωμένοι είμαστε σίγουρα.