Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Χάλασαν τα ακουστικά μου σήμερα, και τώρα η φωνή σου θα κάνει παράσιτα.

Ψάχνεις αφηρημένα στην τσέπη του παλτού σου μα τα τσιγάρα σου δεν είναι από καιρό εκεί.
Ξεκλειδώνεις βιαστικά την πόρτα του διαμερίσματος, μα δεν έχεις αυταπάτες, μόνο η μοναξιά σου σε περιμένει.
Ανοίγεις τα μάτια σου απότομα, όμως το τελευταίο κλάσμα του δευτερολέπτου πριν τα ανοίξεις είσαι σίγουρος πως είσαι ακόμα μόνος σου.
Σταματάς να πατάς τα πλήκτρα, μένεις ακίνητος, κι όμως ξέρεις ότι ο ήχος του κουδουνιού έρχεται από το απέναντι διαμέρισμα.
Αφήνεις άπλυτα πιάτα στο νεροχύτη αλλά ξέρεις ότι το μεσημέρι που θα γυρίσεις θα είναι ακόμα εκεί. Και το κρεβάτι σου θα είναι ακόμα ξεστρωμένο, και η μπαλκονόπορτα ακόμα κλειστή. Ίσως και το πατζούρι.
Κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη και νιώθεις ότι δεν ανήκεις εκεί, ότι είσαι χαμένος. Βυθίζεσαι μέρα με τη μέρα στον εαυτό σου, ξέρεις κάθε αντίδραση, κάθε σκέψη σου πριν καν προκύψει. Σαν το κενό του περιβάλλοντός σου να έχει κάνει μετάσταση μέσα σου.

Ξαπλώνεις και δεν ξέρεις αν θέλεις να σκεφτείς πριν κοιμηθείς ή αν θέλεις να σε πάρει ο ύπνος κατευθείαν για να μη σκέφτεσαι. Αλλά και τι να σκεφτείς; Τη ρουτίνα σου την έχεις υπεραναλύσει.
Μα αν σ'αφήσει κι η ρουτίνα σου τότε τι θ'απομείνει; Ένας παλιός γνωστός που τώρα πια τον αναγνωρίζεις μόνο αμυδρά.
Κι είναι τα αδιέξοδα στη ζωή που τρώνε τον περισσότερο χρόνο, λέμε. Όταν όμως είσαι σε μια κυκλική πλατεία, όταν βρίσκεσαι σ'ένα μαρμάρινο κόσμο,τόσο ψυχρό που επιδρά καταλυτικά πάνω σου, όταν δε θυμάσαι από που μπήκες σ'αυτη την πλατεία, κι όταν δε βλέπεις δίοδο διαφυγής ή έστω κάποιο τρόπο να κάνεις την κενή αυτή πλατεία κατάλληλη για σένα: Κι όταν δεν ξέρεις αν είναι απλά ένα μεταβατικό στάδιο -ή ακόμα κι αν είναι πόσο περισσότερο θα κρατήσει;-
Συνειδητοποιείς ότι κάποιος σ'έριξε εκεί μ'ένα αλεξίπτωτο. Να πεις ότι ήταν αερόστατο κάπως θα έφευγες. Να πεις ότι ήταν ένα ζευγάρι φτερά, θα ήσουν τρισευτυχισμένος. 'Ομως το γαλάζιο αλεξίπτωτο φτάνει μόνο για να σε σκεπάζει τα βράδια, μόνο για να σε προστατεύσει λίγο από τα φαντάσματα της μαρμάρινης πλατείας. Να τα κρύψει από μπροστά σου. Τότε ίσως και να πίστευες ότι θα εξαφανίζονταν στ'αλήθεια-ίσως όντως και να εξαφανίζονταν.
Σε βλέπω να αγγίζεις το γαλάζιο αλεξίπτωτο. Σε βλέπω. Θέλω να σου πετάξω ένα σκοινί, να σε βοηθήσω να ανέβεις και πάλι πιο πάνω. Σε κάποιο δρόμο, σε διαστάυρωση ή σε αδιέξοδο. Οτιδήποτε από αυτά είναι καλύτερο από το χαντάκι. Στο αδιέξοδο γυρίζεις πίσω, στο σταυροδρόμι επιλέγεις και στο δρόμο προχωράς. Όμως, ή το σκοινί δεν είναι αρκετά μακρύ ή δεν έχω τόση δύναμη για να σε τραβήξω. Συνεχίζω να δίνω όλο και περισσότερο μήκος στο σκοινί μου, όλο και περισσότερη ένταση στη φωνή μου, μα δεν ξέρω αν με ακούω κι εγώ η ίδια. Είναι σαν να αποστασιοποιείσαι όλο και πιο πολύ, όλο και πιο γρήγορα, κι εγώ να θέλω να βάλω τέλος σε όλες αυτές τις εκθετικές συναρτήσεις γύρω μας.



6 σχόλια: