"..."Κι έμοιαζαν τόσο χαρούμενοι. Θα στοιχημάτιζα πως ήταν. Θα στοιχημάτιζα πολλά γι αυτούς.Για τον καθένα χωριστά, για όλους μαζί. Θα στοιχημάτιζα ότι θα μπορούσα να κάνω τουλάχιστον έναν τους ευτυχισμένο. Θα στοιχημάτιζα ότι θα μπορούσα να βοηθήσω τις περισσότερες από τις κοπέλες εκείνες, όπως ο καθένας μας νομίζει ότι μπορεί να βοηθήσει εξωτερικά. Μα εγώ δεν τους ζούσα εξωτερικά. Τους ζούσα δίπλα μου, ζούσαν μαζί μου, συμβιώναμε ρε παιδί μου, πως το λένε. Κάναμε σχέδια μαζί, μιλούσαμε, γελούσαμε και τσακωνόμασταν. Όλα σε υπερβολικό βαθμό μπορώ να πω."
-Τι γράφεις; Συνέχισε σε παρακαλώ τη δουλειά σου κοπέλα μου. Πρέπει να τελειώσεις τα σχέδια για να τα παραδώσεις το μεσημέρι, κι έτσι δεν σε βλέπω να προλαβαίνεις.
Εκείνη δεν απάντησε. Έκανε πως κλείνει τον κειμενογράφο, μα μόλις εκείνος χάθηκε από το οπτικό της πεδίο συνέχισε να γράφει. Δηλαδή ξανάνοιξε τον κειμενογράφο αλλά είχε ήδη χάσει τον ειρμό της. Διέγραψε τις πρόχειρες σκέψεις της και προσπάθησε να συνεχίσει το σχέδιο, όμως το μυαλό της έμοιαζε να έχει κολλήσει, να επαναλαμβάνει τα ίδια μοτίβα εδώ και αρκετό καιρό. Χρειαζόταν κάτι διαφορετικό, χρειαζόταν μια αλλαγή, μια σπίθα για να ξαναζωντανέψει η φλόγα μέσα της. Να δελεαστεί ο εαυτός της από τη φωτιά της, μιας και είχε κρυφτεί κάπου στο βάθος λόγω του κρύου παντού μέσα της. Και γύρω της μη σου πω.
-Καλημέρααα, δε δουλεύουμε τέτοια ώρα; είπε κεφάτα ο υπάλληλος της καφετέρειας.
-Ένα νες σκέτο και γρήγορα.
Ναι, ήταν ψυχρή και εξωτερικά σίγουρα. Λίγα λεπτά μετά περπατούσε προς το μεγάλο πάρκο. Προσπάθησε να βάλει μουσική όμως τα ακουστικά της είχαν χαλάσει-ατυχία της στιγμής. Κοίταζε τη μικρή τεχνητή λίμνη ακουμπισμένη στο κάγκελο κι έπινε τον καφέ της που είχε κρυώσει αισθητά.
"Τι ειρωνία, ακόμα κι ο καφές με μιμείται..." σκέφτηκε. "Αυτός όμως δεν το κάνει συνειδητά, ούτε από άμυνα..Το κάνει γιατί έτσι πρέπει. Γιατί έτσι είναι η φύση. Ίσως όμως έτσι να είναι και η δική μου φύση. Ποιος ξέρει.."
Συνέχισε να περπατάει. Χαμογελούσε με τις ευτυχισμένες οικογένειες που έκαναν πικνίκ στο γκαζόν το μεσημέρι του Σαββάτου, θαύμαζε τα ηλικιωμένα ζευγάρια που περπατούσαν αργά αλλά μαζί, και χαιρόταν που ο έρωτας δε χάνεται τόσο εύκολα από τον κόσμο καθώς παρατηρούσε τα ζευγαρια παντού γύρω της. Προχώρησε κι άλλο. Τώρα έβλεπε άστεγους σε μια απόμερη γωνιά του πάρκου, εκεί που οι περισσότεροι άνθρωποι απέφευγαν να πηγαίνουν. Άστεγους ή πρεζάκια που τάιζαν αδέσποτους σκύλους ή περιστέρια. Ζητιάνους κουρασμένους κι ανθρώπους διαλυμένους. Κι άλλους που κρύβονταν. Ζευγάρια παράνομα ή συνέταιροι με δοσοληψίες παράνομες. Έφυγε τρέχοντας από αυτή την πλευρά του πάρκου. Έφυγε τρέχοντας από το πάρκο, εν τέλει. Δε φοβήθηκε τους ανθρώπους. Φοβόταντο γεγονός ότι οι περισσότεροι είχαν ζωές. Είτε εξαθλιωμένες ζωές τις οποίες είχαν αποδεχτεί κι έτσι δε νοιάζονταν για συνέπειες, είτε ζωές όμορφες και ταχτοποιημένες μα γεμάτες μικρές καθημερινές χαρές.
Πέρασε απέναντι στη διαστάυρωση χωρίς να περιμένει να ανάψει το πράσινο ανθρωπάκι στο φανάρι. Ένα αυτοκίνητο της κόρναρε μανιασμένα κι ένα ποδήλατο φρέναρε απότομα αλλά ευτυχώς την κατάλληλη στιγμή για να μην τη χτυπήσει. "Συγγνώμη" φ'ωναξε εκείνη, χωρίς να το πολυεννοεί. Συνέχισε να τρέχει μέχρι το διαμέρισμά της, μα όταν έφτασε απ'έξω σταμάτησε απότομα. Από τη μια εκεί ήταν το καταφύγιό της, εκεί βρίσκονταν όλα τα αγαπημένα της αντικείμενα. Από την άλλη..από την άλλη εκεί βρισκόταν κι αυτό από το οποίο προσπαθούσε να ξεφύγει, η μοναξιά της.
Κάθισε στο πεζοδρόμιο μπροστά από την πολυκατοικία της κι ακούμπησε δίπλα το από ώρα άδειο φελιζολένιο κουτί του καφέ.Έβαλε το πρόσωπο ανάμεσα στις παλάμες της και προσπάθησε να χαθεί σε μια κενή εικόνα στο μυαλό της. Μια Καινή σελίδα, αυτό χρειαζόταν. Ένα γεγονός. Να ξεκινήσει να γράφει γι αυτό, να ζει γι αυτό, να ξεκινήσει να ξυπνάει. Γύρισε να πιάσει το κουτί του καφέ κι εκείνος ήταν δίπλα της. Πρέπει να ήταν οπτασία όμως, γιατί εκείνος δεν ήταν εδώ, δηλαδή αποκλείεται να ήταν εκείνος."
Κι έτσι αυτή η ιστορία είχε το χαρούμενο τέλος που μακάρι να έχουν οι ζωές μας.
Κι έτσι η κοπέλα είχε ένα λόγο να ξυπνάει το πρωί.
Είχε κάτι να της δίνει έμπνευση.
Εμείς τι έχουμε;
-Κι αν σ'ερωτευτώ δεν ξέρω τι θα γίνει, αλήθεια. Δεν ξέρω τι πιθανότητες θα μου έδινα, ξέρεις, για να συμβεί αυτό. Ίσως όχι πολλές επειδή το περιόρισα αρκετά. Ούτε αν εσύ νιώσεις κάτι για μένα ξέρω τι θα είναι, μα δε νομίζω πως υπάρχουν πιθανότητες για την εκδοχή αυτή. Ξέρω όμως ότι πρέπει να σταματήσουμε να νοιαζόμαστε τόσο πολύ για τις λεπτομέρειες, πρέπει να σταματήσουμε να προσχεδιάζουμε τόσο πολύ τις ζωές μας. Είναι ήδη μπλεγμένες αρκετά, τις αφήνουμε λοιπόν να πάρουν μόνες τους κάποιο δρόμο. Στην πιθανότητα να αλληλοερωτευτούμε δεν ξέρω πόσο θα πόνταρα. Δε μπορώ να ξέρω όμως, νομίζω.
"Η επιχείρηση συνδέεται με το στοιχείο του κινδύνου καθώς κάθε επιχειρούμενος συνδυασμός συντελεστών παραγωγής μπορεί να αποτύχει στο σκοπό του".
Ε αυτή η επιχείρηση δε θα αποτύχει, έχω ξαναπεί ότι θα μπορούσαμε να έχουμε πολύ καλές επαγγελματικές συνεργασίες εμείς.
Και πρόσφατα διάβασα κάπου
"-Σ'αγαπώ
-Σ'αγαπήγαινε!"