Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Φωτοσκιάσεις.

Άνοιξε τα μάτια της απότομα νομίζοντας ότι είχε παρακοιμηθεί. Κι όμως, το ρολόι έδειχνε ακόμη τέσσερις.. Θα αργούσε ακόμα να ξημερώσει κι ήξερε ότι δεν πρόκειται να ξανακοιμόταν. Σηκώθηκε προσεχτικά, προσπαθώντας να μην κάνει φασαρία για να μην ξυπνήσει το Χρήστο δίπλα της. Εκείνος κοιμόταν βαθιά, παίρνοντας ρυθμικές ανάσες. Η Μαριάννα κατέβηκε την ξύλινη σκάλα και βγήκε στη μεγάλη βεράντα. Ο ουρανός ήταν κατασκότεινος, μόνο εκεί πάνω από το λόφο απέναντί της έμοιαζε να μωβίζει λίγο. Ήθελε τόσο πολύ να καθίσει κάτω, στο γρασίδι του κήπου, λίγα μέτρα πιο πέρα... Όμως όχι, δεν έπρεπε να πατάει το γρασίδι. Μετά θα έμπαινε στο σπίτι που ήταν τόσο καθαρό και θα το γέμιζε λάσπες. Δεν έπρεπε... Χρόνια τώρα καταπίεζε οποιαδήποτε επιθυμία της δεν ήταν μέσα στα όρια... Οποιαδήποτε επιθυμία της θα την έβγαζε σε συμπεριφορές απρεπείς... Αυθόρμητες δηλαδή. Κοίταζε τις φωτεινές κουκίδες στον ουρανό κι αντιστεκόταν στον πειρασμό να τις μετρήσει. Βγάζουμε ελιές , λέει, όταν μετράμε τ'αστέρια. Θυμήθηκε τη μοναδική στιγμή στη ζωή της που είχε μετρήσει αστέρια. Ζούσε ακόμη στην όμορφη αυτή παραλιακή πόλη κι είχε βγει με μια παρέα φίλων ένα συνηθισμένο καλοκαιρινό Σάββατο βράδυ. Περπατούσαν στο λιμενοβραχίονα και ξαφνικά παρατήρησαν την αυγουστιάτικη πανσέληνο, τη στιγμή που ανέτειλε, στρογγυλή κι ασπροκίτρινη, μα φωτεινή όσο τίποτα. Εκείνο το βράδυ γυρνώντας σπίτι της έμεινε στο μπαλκόνι μέχρι αργά μετρώντας τ'αστέρια. Παρομοίαζε κάθε αστέρι με κάποιο άτομο της ζωής της. Κάποια απ'τα αστέρια αυτά ήταν μεγάλα, φωτεινά, ζεστά, άλλα τρεμόπαιζαν, νόμιζε πως από λεπτό σε λεπτό θα έπεφταν. Ξαφνικά κατάλαβε πως είχε δακρύσει. Από όταν έφυγε από την πόλη της για σπουδές δεν ξαναπάτησε ποτέ. Δεν ξαναμέτρησε αστέρια, δεν ξανααναρωτήθηκε σχετικά με τα άτομα που βρίσκονταν δίπλα της. Και τώρα κατάλαβε ότι αυτά που πριν πέρασε για αστέρια ήταν μοναχά βεγγαλικά! Τα οποία έσκασαν σε εκατομμύρια κομματάκια, μικρές φλογίτσες που αιωρήθηκαν για λίγο  στον ουρανό της κι ύστερα χάθηκαν. Τώρα ο ουρανός της ήταν άδειος, επειδή εκείνη δεν ήθελε να τον γεμίσει...Γιατί τα αστέρια τα πραγματικά ήταν αυθόρμητα, δεν τα ένοιαζε να γεμίσουν με λάσπες το σπίτι μιας κι όλα μαζί μετά θα το καθάριζαν.Οι άνθρωποι οι πραγματικοί δε θα κρύβονταν πίσω από κοινωνικές επιταγές, δε θα υπάκουγαν συνεχώς στους κανονισμούς. Η ζωή εξάλλου ένα παιχνίδι είναι, αν δε χάσεις δε θα μάθεις. Κι αν δεν ξεφύγεις και λίγο απ'τους κανονισμούς, απ'τα πρέπει, δε θα κερδίσεις, ή τουλάχιστον θα κερδίσεις έχοντας καταφέρει μια νίκη που κανένας δε θα θυμάται, ούτε καν εσύ ο ίδιος. Αστραπιαία πέρασε μια άλλη σκηνή απ'το μυαλό της, τα ίδια παιδιά κάμποσα καλοκαίρια πριν να παίζουν χαρτιά..Δε θυμόταν νικητές ή χαμένους, θυμόταν μόνο εκείνες τις μικρές στιγμές παρατυπίας, που έβγαιναν απ'τους κανονισμούς προσπαθούσαν να συνεννοηθούν ανά δύο ή ανά τρεις ή να δει ο ένας τα φύλα του άλλου. Ξαφνικά έτρεξε μέσα στο σπίτι, έβαλε μουσική, δυνάμωσε το στερεοφωνικό στο τέρμα και βγήκε έξω. Ξεκίνησε να χορεύει μόνη της κάτω από ένα κατασκότεινο ουρανό ελπίζοντας να εμφανιστεί κάποιο αστέρι. Ήλπιζε. Περίμενε από τους άλλους. Δεν πέρασε ούτε μια στιγμή απ'το μυαλό της ότι έπρεπε η ίδια να ψάξει τα αστέρια, να τα ανακαλύψει από την αρχή ένα ένα, μόνη της. Άκουσε τα βαριά βήματα του Χρήστου κι ύστερα τη φωνή του. Λίγο μετά είδε το έντρομο βλέμμα του.. "Μαριάννα μου τι κάνεις μόνη σου έξω τέσσερις η ώρα; Έλα μέσα πριν σε δει κανένας γείτονας και σε περάσει για καμιά τρελή μάγισσα που χορεύει μές στα σκοτάδια!" Άρα κι ο δικός του ουρανός ήταν σκοτεινός...Ίσως το δικό του σκοτάδι τη ρούφηξε μέσα του...Ίσως οι επιλογές της να έφταιγαν απ'την αρχή. Και τότε αποφάσισε να αλλάξει την πορεία της ιστορίας, κάνοντας μια νέα επιλογή. Δεν πήρε τίποτα μαζί της, απλά άνοιξε την πόρτα κι έφυγε, όπως έφυγε κι ο Χρήστος προς τα πάνω με σκοπό να ξανακοιμηθεί, να ξαναξυπνήσει, να ξαναπάει στη δουλειά του, να επαναλάβει την ίδια βαρετή ρουτίνα του(ς).


Δώδεκα ώρες μετά βρισκόταν εκεί. Χαμογελούσε καθώς ανέπνεε διαφορετικό αέρα και μόνο. Κι ήταν σαν ν'άκουγε από παντού εκείνη τη μελωδία καθώς σιγοτραγουδούσε συνεχώς τα λόγια. Περπατούσε και χαμογελούσε. Οι άνθρωποι θα την περνούσαν σίγουρα για τρελή, μα εκείνη ήξερε πως ήταν ήδη ευτυχισμένη. Και με λίγη προσπάθεια θα ξαναγέμιζε τον ουρανό της αστέρια, θα ξαναγέμιζε την αγκαλιά της ανθρώπους και τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς της τώρα πια θα ζωγράφιζε και θα φωτογράφιζε την πόλη εκείνη που τη μπέρδευε, μα τη λάτρευε όσο τίποτα άλλο. 

Καληνύχτα!





Υ.Γ. μιας και το κείμενο γράφτηκε βιαστικά, οι φωτογραφίες δεν είναι δικές μου, βρέθηκαν στο tumblr.
Υ.Γ.2 "μην πεις τίποτα, μ'αρέσει ο τρόπος που επικοινωνούμε μέσα από τα κείμενα"    :)

8 σχόλια:

  1. έβρεξε η rainmaker
    σύμπτωση αλλά όταν άρχισε να βρέχει εδώ σκέφτηκα το ηράκλειο και_
    μετά διάβασα αυτό..
    απλά, no words.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μια ψιχάλα την έριξε κι εδώ.
    Ναι, rainmaiker...
    Σε φιλώ:)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. απίστευτη..απίστευτη πραγματικά~

    η βροχή σου έφτασε μέχρι εδώ,
    να ξέρεις =)


    και με γέμισες Ηράκλειο κι απόψε..

    σε φιλώ γλυκά♥

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Έτσι ρε! Ψόφος στους κομφορμισμούς και τις συμβάσεις. Ας χορέψουμε γυμνοί κάτω από τ' άστρα, επιτέλους.

    :D

    ΑπάντησηΔιαγραφή