"Όταν πιέζεις τον εαυτό σου τα καταφέρνεις. Τότε είναι που τα καταφέρνεις καλύτερα από κάθε φορά". Η φωνή του ηχούσε ακόμα στ'αυτιά της όσο εκείνη περίμενε το ασανσέρ. Δεν ήξερε αν ήθελε να πάει. Η χάλκινη πλάκα στην είσοδο της πολυόροφης πολυκατοικίας, που η ίδια είχε σχεδιάσει, είχε πάνω χαραγμένο το όνομά του. Το ασανσέρ ήταν στο δεύτερ, όμως φαίνεται πως το ξανακάλεσαν γιατί άρχισε να ανεβαίνει και πάλι. Η υπομονή της κόντευε να εξαντληθεί. Η ανασφάλειά της και η αβεβαιότητά της για το αν ήθελε να επισκεφτεί εκείνο το οίκημα, στο οποίο είχε ξαναμπεί πριν λίγα χρόνια -όσο αυτό ακόμα χτιζόταν- της προκαλούσαν νεύρα. Ωστόσο ήξερε ότι δεν ήταν αυτή η πραγματική αιτία που την ωθούσε να κουμπώνει και να ξεκουμπώνει βιαστικά τα κουμπιά του μοντγκόμερύ της. Το συγκεκριμένο γραφείο ήταν. Που απ'έξω θα είχε μια χάλκινη πλάκα πανομοιότυπη μ'εκείνη της εισόδου. "Μηχανολόγος Μηχανικός" , έτσι έγραφε κάτω από το όνομά του. Αλλά δε θα μπορούσε να ξέρει. Μέχρι πριν φτάσει στην είσοδο δεν ήξερε ποιος ήταν ο μηχανολόγος στον οποίο την έστειλαν από την κατασκευαστική εταιρία που δούλευε.
Η ψηλή ξανθιά γραμματέας της είπε να περιμένει. Αρχικά δεν αναγνώρισαν η μια την άλλη. Έπειτα η κοπέλα πρόσεξε το όνομα της υπαλλήλου μπροστά στο γραφείο της. "Ζένια;" τη φώναξε ξαφνιασμένη. "Βιολέττα;" της απάντησε το ίδιο ξαφνιασμένη και η γραμματέας. Μια κοφτή και βαθιά φωνή διέκοψε την ανάλαφρη συζήτησή τους. "Ζένια πες στον αντιπρόσωπο της κατασκευαστικής να περάσει". Η Βιολέττα κοκάλωσε. Μόνο τα πόδια της κινούνταν, μα προς τη λάθος κατεύθυνση. Έπρεπε να φύγει, να τρέξει προς τις σκάλες, να αναπνεύσει. Άκουσε τη Ζένια να τη ρωτάει αν είναι καλά και κατάλαβε ότι είχε αφαιρεθεί. Μπήκε βιαστικά στο γραφείο του και έκλεισε την πόρτα. Εκείνος ήταν σκυμένος πάνω από μία τεράστια στοίβα χαρτιών. "Κάθισε. Σε λίγα λεπτά τα χαρτιά θα έχουν τυπωθεί και θα τα υπογράψω" είπε, χωρίς να την κοιτάξει καν. Εκείνη δεν απάντησε, το βλέμμα της είχε καρφωθεί στις φωτογραφίες πάνω στο γραφείο του. Ο ίδιος, και δύο άντρες που γνώριζε πολύ καλά, ο γιατρός και ο δικηγόρος της συγκεκριμένα. Και οι τρεις πολύ κομψά ντυμένοι και χαμογελαστοί. Δεύτερη φωτογραφία. Οι ίδιοι τρεις άντρες ανάμεσα σ'άλλους πολλούς, μα αυτοί ξεχώριζαν, στέκονταν δίπλα δίπλα και χαμογελούσαν σε μια φωτογραφία γεμάτη σοβαρούς, μουντούς, κουστουμαρισμένους τύπους. Εκείνος ήταν άκομα πάνω από τα χαρτιά του. Κάθε λίγο γύριζε να κοιτάξει την οθόνη του υπολογιστή. Γύρισε ξαφνικά να πιάσει τα ζεστά αντίτυπα που έβγαιναν από τον εκτυπωτή. "Δεν έχεις καμιά φωτογραφία μαζί της;" τον ρώτησε εκείνη. Τα αντίτυπα σκόρπισαν στο πάτωμα ενώ εκείνος γύρισε να την κοιτάξει. Είχε ξεχάσει τις λεπτομέρειες του προσώπου της, είχε ξεχάσει το βλέμμα της, σχεδόν τελείως. "Με τη Ζένια εννοώ, που είναι έξω ως γραμματέας σου" συμπλήρωσε εκείνη. "Είναι παντρεμένη κι έχει παιδιά. Όχι μαζί μου. Είδες όμως, τα κατάφερα τελικά. Την αγόρασα. Τώρα εξαρτάται σε τεράστιο βαθμό από μένα" της απάντησε. "Ναι το βλέπω. Όλα τα αγόρασες, και το γραφείο, και τη γυναίκα,και το σπίτι και το αυτοκίνητο. Όσο για τις κοιωνικές επαφές ας μη θίξουμε το θέμα καλύτερα. Αποτελείς πια ένα από τα πιο δημοφιλή κοσμικά πρόσωπα της πόλης. Οπότε τα κατάφερες" και με μια μικρή παύση, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία της συμπλήρωσε "κατάφερες να αγοράσεις την ευτυχία. Πώς σου φαίνεται λοιπόν;". Εκείνος την κοίταξε απευθείας στα μάτια "Ξέρεις πολύ καλά πως είναι η κατάσταση που αγόρασα. Κι εγώ ήξερα απ'την αρχή ότι έτσι θα είναι η ευτυχία".
"Κι εξακολουθείς,λοιπόν, να πιστεύεις ότι αυτή είναι η πραγματική ευτυχία; Αυτή είναι η ευτυχία που αξίζεις; Ή έχεις βολευτεί απλά σε αυτή; Δε θέλω να πιστέψω ότι είσαι τόσο αφελής για να πιστέψεις ότι αυτό είναι το καλύτερο που μπορείς να έχεις, τα χρήματα. Δε θέλω να πιστέψω ότι είσαι επιφανειακός, ότι νοιάζεσαι μόνο για την εικόνα σου." δήλωσε εκείνη πεισματικά, ενώ σημάδια έξαψης εμφανίστηκαν στο πρόσωπό της.
"Με ήξερες καλύτερα από τον καθένα, και ξέρεις ότι έτσι είμαι."
"Το θέμα δεν είναι αυτό. Είναι το αν είσαι ικανοποιημένος από τη ζωή σου ή αν προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι είσαι ικανοποιημένος." απάντησε εκείνη. "Οπότε απάντησέ μου σε παρακαλώ. Ελικρινά. Αν είσαι χαρούμενος με την πορεία σου, με τη ζωή σου, με όλα,...κι ύστερα μπορείς να μου δώσεις τα χαρτιά και να κάνουμε σαν αυτή η συζήτηση να μη συνέβη ποτέ."
"Αλλιώς;" ρώτησε εκείνος, ψάχνοντας κάτι στα συρτάρια του μεγάλου ξύλινου γραφείου του.
"Αλλιώς...αλλιώς ότι θέλεις. Τι θέλεις;"
Εκείνος επιτέλους βρήκε ό,τι έψαχνε στο συρτάρι. Άνοιξε ένα λευκό φάκελο κι έβγαλε από μέσα τέσσερις εικόνες. Η Βιολέττα γνώριζε τόσο καλά εκείνες τις εικόνες. Σε όσες δεν ήταν μέσα κατείχε το ρόλο του φωτογράφου.Αναγνώρισε και το γραφικό της χαρακτήρα στο εξώφυλλο του φακέλου, ακόμα. "Αυτό θέλω. Μπορείς να μου το δώσεις;"
Εκείνη δίστασε. "Στέφανε, αυτό...αυτό...ήταν δεκαπέντε χρόνια πριν. Όλοι έχουμε αλλάξει από τότε. Όσοι ήταν να κρατήσουμε επαφή κρατήσαμε και αυτό το ξέρεις πολύ καλά."
"Όπως ξέρω πολύ καλά κι ότι οι μόνοι που δεν κράτησαν επαφή από εκείνη την παρέα ήμασταν εμείς...Γιατί Βιολέττα;"
"Επειδή πονάει. Πονάει να ξέρω ότι αποδέχεσαι μια ευτυχία που είναι κατώτερή σου. Πονάει να ψάχνεις στα λάθος μέρη και πονάει να βλέπω τις ανασφάλειές σου να πολλαπλασιάζονται. Για μένα πονούσε δυο φορές πιο πολύ. Μια επειδή πονούσες εσύ...ΕΣΥ. Και μια γιατί είχα αποτύχει, είχαμε αποτύχει, το ανθρώπινο είδος είχε αποτύχει. Και γιατί δεν ξέραμε τι θέλαμε.Θα σε ξαναρωτήσω μια και τελευταία φορά. Και μετά θα κάνω ότι μου πεις. Είτε θα φύγω, είτε θα μείνω-
"Για πόσο θα μείνεις;" την έκοψε εκείνος.
"Για όσο χρειαστεί. Η ερώτησή μου είναι η προηγούμενη. Δε θέλω να ξέρω αν είσαι ικανοποιημένος. Θέλω να ξέρω αν είσαι ευτυχισμένος", είπε εκείνη. Προχώρησε προς το μεγάλο παράθυρο του τέταρτου΄. Κοίταζε κάτω. Ήξερε ότι κι εκείνος κάθε μέρα κοίταζε κάτω. Το ένιωθε. Ένιωθε ότι κάθε μέρα που εκείνος κοιτούσε το γκρίζο -γκρίζος ο δρόμος κάτω,γκρίζα και τα κτίρια γύρω γύρω,γκρίζος κι ο ουρανός πάνω..- σκεφτόταν το τέλος. Το τέλος της ζωής του. Σκεφτόταν ότι δεν ήθελε να είναι γκρίζο, ότι δεν ήθελε να είναι όπως τώρα. Δεν είχε όμως τη δύναμη να προσπαθήσει, δεν ήταν σίγουρος. Ποτέ δεν ήταν σίγουρος για τίποτα. Αυτή η ανασφάλεια κατέκλυζε κάθε μόριο του χαρακτήρα του και τον εμπόδιζε να ανακαλύψει πόσο όμορφο άτομο ήταν. Έψαχνε στην τσάντα τα τσιγάρα της, ήθελε να τα πετάξει μέσα στο γκρίζο. Ήθελε να εξαλείψει κάθε ίχνος γκρίζου από τη ζωή της, από τη ζωή του, από τις ζωές τους, από τη ζωή τους.
"Να μείνεις θέλω. Για όσο χρειαστεί", είπε εκείνος και στα μάτια του φαινόταν ότι το εννοούσε.
Η ψηλή ξανθιά γραμματέας της είπε να περιμένει. Αρχικά δεν αναγνώρισαν η μια την άλλη. Έπειτα η κοπέλα πρόσεξε το όνομα της υπαλλήλου μπροστά στο γραφείο της. "Ζένια;" τη φώναξε ξαφνιασμένη. "Βιολέττα;" της απάντησε το ίδιο ξαφνιασμένη και η γραμματέας. Μια κοφτή και βαθιά φωνή διέκοψε την ανάλαφρη συζήτησή τους. "Ζένια πες στον αντιπρόσωπο της κατασκευαστικής να περάσει". Η Βιολέττα κοκάλωσε. Μόνο τα πόδια της κινούνταν, μα προς τη λάθος κατεύθυνση. Έπρεπε να φύγει, να τρέξει προς τις σκάλες, να αναπνεύσει. Άκουσε τη Ζένια να τη ρωτάει αν είναι καλά και κατάλαβε ότι είχε αφαιρεθεί. Μπήκε βιαστικά στο γραφείο του και έκλεισε την πόρτα. Εκείνος ήταν σκυμένος πάνω από μία τεράστια στοίβα χαρτιών. "Κάθισε. Σε λίγα λεπτά τα χαρτιά θα έχουν τυπωθεί και θα τα υπογράψω" είπε, χωρίς να την κοιτάξει καν. Εκείνη δεν απάντησε, το βλέμμα της είχε καρφωθεί στις φωτογραφίες πάνω στο γραφείο του. Ο ίδιος, και δύο άντρες που γνώριζε πολύ καλά, ο γιατρός και ο δικηγόρος της συγκεκριμένα. Και οι τρεις πολύ κομψά ντυμένοι και χαμογελαστοί. Δεύτερη φωτογραφία. Οι ίδιοι τρεις άντρες ανάμεσα σ'άλλους πολλούς, μα αυτοί ξεχώριζαν, στέκονταν δίπλα δίπλα και χαμογελούσαν σε μια φωτογραφία γεμάτη σοβαρούς, μουντούς, κουστουμαρισμένους τύπους. Εκείνος ήταν άκομα πάνω από τα χαρτιά του. Κάθε λίγο γύριζε να κοιτάξει την οθόνη του υπολογιστή. Γύρισε ξαφνικά να πιάσει τα ζεστά αντίτυπα που έβγαιναν από τον εκτυπωτή. "Δεν έχεις καμιά φωτογραφία μαζί της;" τον ρώτησε εκείνη. Τα αντίτυπα σκόρπισαν στο πάτωμα ενώ εκείνος γύρισε να την κοιτάξει. Είχε ξεχάσει τις λεπτομέρειες του προσώπου της, είχε ξεχάσει το βλέμμα της, σχεδόν τελείως. "Με τη Ζένια εννοώ, που είναι έξω ως γραμματέας σου" συμπλήρωσε εκείνη. "Είναι παντρεμένη κι έχει παιδιά. Όχι μαζί μου. Είδες όμως, τα κατάφερα τελικά. Την αγόρασα. Τώρα εξαρτάται σε τεράστιο βαθμό από μένα" της απάντησε. "Ναι το βλέπω. Όλα τα αγόρασες, και το γραφείο, και τη γυναίκα,και το σπίτι και το αυτοκίνητο. Όσο για τις κοιωνικές επαφές ας μη θίξουμε το θέμα καλύτερα. Αποτελείς πια ένα από τα πιο δημοφιλή κοσμικά πρόσωπα της πόλης. Οπότε τα κατάφερες" και με μια μικρή παύση, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία της συμπλήρωσε "κατάφερες να αγοράσεις την ευτυχία. Πώς σου φαίνεται λοιπόν;". Εκείνος την κοίταξε απευθείας στα μάτια "Ξέρεις πολύ καλά πως είναι η κατάσταση που αγόρασα. Κι εγώ ήξερα απ'την αρχή ότι έτσι θα είναι η ευτυχία".
"Κι εξακολουθείς,λοιπόν, να πιστεύεις ότι αυτή είναι η πραγματική ευτυχία; Αυτή είναι η ευτυχία που αξίζεις; Ή έχεις βολευτεί απλά σε αυτή; Δε θέλω να πιστέψω ότι είσαι τόσο αφελής για να πιστέψεις ότι αυτό είναι το καλύτερο που μπορείς να έχεις, τα χρήματα. Δε θέλω να πιστέψω ότι είσαι επιφανειακός, ότι νοιάζεσαι μόνο για την εικόνα σου." δήλωσε εκείνη πεισματικά, ενώ σημάδια έξαψης εμφανίστηκαν στο πρόσωπό της.
"Με ήξερες καλύτερα από τον καθένα, και ξέρεις ότι έτσι είμαι."
"Το θέμα δεν είναι αυτό. Είναι το αν είσαι ικανοποιημένος από τη ζωή σου ή αν προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι είσαι ικανοποιημένος." απάντησε εκείνη. "Οπότε απάντησέ μου σε παρακαλώ. Ελικρινά. Αν είσαι χαρούμενος με την πορεία σου, με τη ζωή σου, με όλα,...κι ύστερα μπορείς να μου δώσεις τα χαρτιά και να κάνουμε σαν αυτή η συζήτηση να μη συνέβη ποτέ."
"Αλλιώς;" ρώτησε εκείνος, ψάχνοντας κάτι στα συρτάρια του μεγάλου ξύλινου γραφείου του.
"Αλλιώς...αλλιώς ότι θέλεις. Τι θέλεις;"
Εκείνος επιτέλους βρήκε ό,τι έψαχνε στο συρτάρι. Άνοιξε ένα λευκό φάκελο κι έβγαλε από μέσα τέσσερις εικόνες. Η Βιολέττα γνώριζε τόσο καλά εκείνες τις εικόνες. Σε όσες δεν ήταν μέσα κατείχε το ρόλο του φωτογράφου.Αναγνώρισε και το γραφικό της χαρακτήρα στο εξώφυλλο του φακέλου, ακόμα. "Αυτό θέλω. Μπορείς να μου το δώσεις;"
Εκείνη δίστασε. "Στέφανε, αυτό...αυτό...ήταν δεκαπέντε χρόνια πριν. Όλοι έχουμε αλλάξει από τότε. Όσοι ήταν να κρατήσουμε επαφή κρατήσαμε και αυτό το ξέρεις πολύ καλά."
"Όπως ξέρω πολύ καλά κι ότι οι μόνοι που δεν κράτησαν επαφή από εκείνη την παρέα ήμασταν εμείς...Γιατί Βιολέττα;"
"Επειδή πονάει. Πονάει να ξέρω ότι αποδέχεσαι μια ευτυχία που είναι κατώτερή σου. Πονάει να ψάχνεις στα λάθος μέρη και πονάει να βλέπω τις ανασφάλειές σου να πολλαπλασιάζονται. Για μένα πονούσε δυο φορές πιο πολύ. Μια επειδή πονούσες εσύ...ΕΣΥ. Και μια γιατί είχα αποτύχει, είχαμε αποτύχει, το ανθρώπινο είδος είχε αποτύχει. Και γιατί δεν ξέραμε τι θέλαμε.Θα σε ξαναρωτήσω μια και τελευταία φορά. Και μετά θα κάνω ότι μου πεις. Είτε θα φύγω, είτε θα μείνω-
"Για πόσο θα μείνεις;" την έκοψε εκείνος.
"Για όσο χρειαστεί. Η ερώτησή μου είναι η προηγούμενη. Δε θέλω να ξέρω αν είσαι ικανοποιημένος. Θέλω να ξέρω αν είσαι ευτυχισμένος", είπε εκείνη. Προχώρησε προς το μεγάλο παράθυρο του τέταρτου΄. Κοίταζε κάτω. Ήξερε ότι κι εκείνος κάθε μέρα κοίταζε κάτω. Το ένιωθε. Ένιωθε ότι κάθε μέρα που εκείνος κοιτούσε το γκρίζο -γκρίζος ο δρόμος κάτω,γκρίζα και τα κτίρια γύρω γύρω,γκρίζος κι ο ουρανός πάνω..- σκεφτόταν το τέλος. Το τέλος της ζωής του. Σκεφτόταν ότι δεν ήθελε να είναι γκρίζο, ότι δεν ήθελε να είναι όπως τώρα. Δεν είχε όμως τη δύναμη να προσπαθήσει, δεν ήταν σίγουρος. Ποτέ δεν ήταν σίγουρος για τίποτα. Αυτή η ανασφάλεια κατέκλυζε κάθε μόριο του χαρακτήρα του και τον εμπόδιζε να ανακαλύψει πόσο όμορφο άτομο ήταν. Έψαχνε στην τσάντα τα τσιγάρα της, ήθελε να τα πετάξει μέσα στο γκρίζο. Ήθελε να εξαλείψει κάθε ίχνος γκρίζου από τη ζωή της, από τη ζωή του, από τις ζωές τους, από τη ζωή τους.
"Να μείνεις θέλω. Για όσο χρειαστεί", είπε εκείνος και στα μάτια του φαινόταν ότι το εννοούσε.
Καληνύχτα:)