Κοίταζε
το μικρό κοριτσάκι στην παραλία που μάζευε βότσαλα. Έδειχνε τόσο
χαρούμενο, κι ας ήταν μόνο του. Φώναζε κάθε φορά που έσκαγε ένα κύμα
στην ακτή, κι έπειτα προσπαθούσε να μαζέψει βρεγμένα βότσαλα πριν έρεθει
το επόμενο κύμα. Τα τοποθετούσε προσεκτικά σε μια πάνινη τσάντα που είχε
μουλιάσει απ'το θαλασσινό νερό, και το χρώμα της είχε ξεβάψει απ'το
αλάτι. Το δικό του κοριτσάκι είχε φύγει, χρόνια τώρα. Αυτό εδώ, το
κορίτσι της παραλίας, θα μεγάλωνε, θα έκανε φιλίες, σχέσεις, θα
σπούδαζε, θα έκανε τα δικά του όνειρα. Το δικό του πάλι πήρε μερικές
ανάσες στο θάλαμο του νοσοκομείου, κι ύστερα έφυγε, πριν προλάβει
ν'αντικρίσει τον κόσμο. Εκείνος θυμόταν τόσο έντονα την εικόνα του
νοσοκομειακού θαλάμου. Νόμιζε ότι οι κραυγές του ίδιου, της Έλλης, όλων,
ηχούσαν ακόμη στ'αυτιά του. Μα πιο πολύ απ'όλα θυμόταν τα μάτια της
κόρης του. Είχαν εκείνο το σκούρο μπλε της ατίθασης, φουρτουνιασμένης
θάλασσας. Απ'τη στιγμή που έχασε τη δική του θάλασσα βρίσκει καταφύγιο
στη μικρή παραλία με τα βότσαλα, μετρώντας τα κύματα και παρακολουθώντας
τις ζωές των άλλων να εκτυλίσσονται γύρω του.
Είκοσι χρόνια αργότερα
Η Ισμήνη είχε πατήσει τα εικοσιπέντε πια. Καθόταν σκεφτική στην ακροθαλασσιά προσπαθώντας ν'ανάψει τσιγάρο. Φυσούσε υπερβολικά πολύ για πρωινό του Σεπτέμβρη. Παράτησε τις άκαρπες προσπάθειές της και πέταξε το άγγιχτο τσιγάρο λίγο πιο πέρα, στα γκρίζα βότσαλα της γνώριμης παραλίας. " Δε γαμιέται" ψυθίρισε και λίγο μετά έβαλε τα κλάματα κρύβοντας το πρόσωπό της στις παλάμες της. Δεν ήθελε να κοιτάει τη θάλασσα γιατί της θύμισε τα γκρίζα μάτια εκείνου, ειδικά αυτό το μουντό πρωί της Πέμπτης. Ήθελε μόνο ν'ακούει το φλοίσβο των κυμάτων που της θύμιζε τόσο την ανάσα του. Τώρα κάθε πρωί ξυπνούσε μόνη σ'ένα δωμάκριο τόσο γεμάτο από τη νεκρική αυτή σιωπή. Εκείνος ήταν τόσο μακριά, κι η απουσία του τόσο έντονη στη ζωή της, αν είχε ακόμα ζωή. Τι ήθελε κι εκείνος ο μεσήλικας, κάθε μέρα τόσα χρόνια τώρα.. Απ'όταν θυμόταν τον εαυτό της να'ρχεται σ'αυτήν την παραλία θυμάται κι εκείνο τον κύριο με τα γένια και τα φθαρμένα τζιν να κάθεται κάθε πρωί στη θάλασσα και να την κοιτάει μ'ένα βλέμμα άδειο,απλανές...
Μα κάποιες φορές η απουσία εκείνων που έζησες μαζί τους είναι το ίδιο ισχυρή με αυτή εκείνων που δεν πρόλαβες καν να γνωρίσεις...
Καλό απόγευμα :)
Είκοσι χρόνια αργότερα
Η Ισμήνη είχε πατήσει τα εικοσιπέντε πια. Καθόταν σκεφτική στην ακροθαλασσιά προσπαθώντας ν'ανάψει τσιγάρο. Φυσούσε υπερβολικά πολύ για πρωινό του Σεπτέμβρη. Παράτησε τις άκαρπες προσπάθειές της και πέταξε το άγγιχτο τσιγάρο λίγο πιο πέρα, στα γκρίζα βότσαλα της γνώριμης παραλίας. " Δε γαμιέται" ψυθίρισε και λίγο μετά έβαλε τα κλάματα κρύβοντας το πρόσωπό της στις παλάμες της. Δεν ήθελε να κοιτάει τη θάλασσα γιατί της θύμισε τα γκρίζα μάτια εκείνου, ειδικά αυτό το μουντό πρωί της Πέμπτης. Ήθελε μόνο ν'ακούει το φλοίσβο των κυμάτων που της θύμιζε τόσο την ανάσα του. Τώρα κάθε πρωί ξυπνούσε μόνη σ'ένα δωμάκριο τόσο γεμάτο από τη νεκρική αυτή σιωπή. Εκείνος ήταν τόσο μακριά, κι η απουσία του τόσο έντονη στη ζωή της, αν είχε ακόμα ζωή. Τι ήθελε κι εκείνος ο μεσήλικας, κάθε μέρα τόσα χρόνια τώρα.. Απ'όταν θυμόταν τον εαυτό της να'ρχεται σ'αυτήν την παραλία θυμάται κι εκείνο τον κύριο με τα γένια και τα φθαρμένα τζιν να κάθεται κάθε πρωί στη θάλασσα και να την κοιτάει μ'ένα βλέμμα άδειο,απλανές...
Μα κάποιες φορές η απουσία εκείνων που έζησες μαζί τους είναι το ίδιο ισχυρή με αυτή εκείνων που δεν πρόλαβες καν να γνωρίσεις...