Σεπτέμβρης του '11
"Γεια είμαι μεθυσμένη" είπε η κοπέλα καθώς πλησίζε τον νεαρό. Τον αγκάλιασε υπό τον γνώριμο ήχο από ανόητες αγάπες κι ύστερα τον φίλησε. "Δεν ξέρω αν είσαι εσύ αλλά δεν έχασα κάτι. Εξάλλου φιλάς ωραία" του είπε ενώ γελούσε. "Πέρνα του χρόνου τέτοια μέρα κι ώρα από τη Λότζια, αν το θυμηθώ θα περάσω κι εγώ να σου πω συγγνώμη." Εκείνη έφυγε την ώρα που τα πλοία σκόνταυταν στο φάρο. Εκείνος έμεινε εκεί. Ασάλευτος. Έκπληκτος.
Σεπτέμβρης του '12.
Είχε κουραστεί από το περπάτημα -τρέξιμο καλύτερα- πάνω κάτω. Από την ακρόαση τόσων διαφορετικών ιστοριών, από την αναζήτηση τόσων λύσεων σε προβλήματα διαφορετικής φύσεως. Είχε κουραστεί και πονούσε. Κάθισε στο πρώτο παγκάκι που βρήκε λαχανιασμένη. Η σωματική της κούραση μπερδευόταν με αυτή του μυαλού. Όχι πνευματική ακριβώς, την κούραση που νιώθεις μετά από το πολύωρο κι ίσως χωρίς αποτέλεσμα στίψιμο του μυαλού σου. Τα ξύλα στο παγκάκι ήταν σκληρά, τώρα πονούσε περισσότερο. Ένας περαστικός κάθισε δίπλα της. Έμοιαζε να περιμένει για κάποιον/κάτι γιατί κάθε δύο λεπτά κοιτούσε ανυπόμονα την ώρα από την οθόνη του κινητού του. "Έχεις κανένα ντεπόν μήπως;" τον ρώτησε εκείνη με προσμονή, ή ίσως απλά ήθελε να του πιάσει τη συζήτηση για να ξεχαστεί. Έπρεπε να μαζέψει δυνάμεις για να φτάσει σπίτι. Ίσως να μην ήθελε να φτάσει σπίτι και να ξανακλειστεί στο μοναχικό κελί της."Εεε όχι. Ίσως να έχει στο περίπτερο απέναντι" της απάντησε εκείνος κοφτά και αδιάφορα. Εκείνη έκανε πως δεν τον είχε ακούσει. Τρεις ματιές στην οθόνη του κινητού του για να σιγουρευτεί ότι πράγματι η ένδειξη που έβλεπε ήταν η σωστή. Σηκώθηκε βιαστικά και ένα λεπτό μετά στεκόταν μπροστά της με ένα μπουκάλι νερό. "Τα περίπτερα δεν είναι φαρμακεία, συγγνώμη ήμουν αφηρημένος. Ίσως αυτό σας βοηθήσει" της είπε με φιλικότερο τόνο από πριν. Ξανακάθισε στο παγκάκι, πιο κοντά της τώρα. Εκείνη μπορούσε να μυρίσει καθαρά το αλκοόλ γύρω του. "Ίσως τελικά τζάμπα προσπάθησες να χαλαρώσεις με το κρασί. Από ότι φαίνεται δε θα έρθει" του είπε απότομα παίρνοντας από το χέρι του το μπουκάλι με το νερό. Δεν ήθελε να είναι άλλο καλή, δεν ήθελε να ψάξει άλλες λύσεις για τα προβλήματα του κόσμου, δεν ήθελε να ζει άλλο μέσα από τις περιπετειώδεις ζωές των γύρω τις, και να προσπαθεί να τις βελτιώσει. Ξεσπούσε σ'έναν άγνωστο, εκείνος δεν την ήξερε. Θα την έκρινε, μα δε θα ξαναβρίσκονταν. Θα την έβριζε, μα σε δυο βδομάδες δε θα μπορούσε καν να θυμηθεί τη στιγμή εκείνη. "Ίσως και να έχεις δίκιο." της απάντησε εκείνος καθώς φορούσε τα ακουστικά του, δηλώνοντας πως επιθυμούσε η συζήτηση να λάβει τέλος. Της άρεσε που δε διαφώνησε μαζί της, που δε σηκώθηκε να φύγει και που δεν την έβρισε -τουλάχιστον όχι δυνατά. Δεν πονούσε όσο στην αρχή, είχε χαλαρώσει και ξεκουραστεί λίγο με το νερό. Έβαλε το ένα ακουστικό του στο αυτί της και ένα ρίγος τη διαπέρασε. Την ίδια στιγμή χτύπησε το κινητό της με ήχο ίδιο με αυτόν που ερχόταν από τα ακουστικά. Κοιτάχτηκαν πριν εκείνη προλάβει να απορρίψει την εισερχόμενη κλήση. "Είσαι το παιδί από τη συναυλία, έτσι; Γι αυτό δεν έφυγες όταν έγινα αγενής ως απάντηση στη δική μου αγένεια!" Είπε εκείνη ενώ κοκκίνιζε. Τώρα είχε τύψεις. Εκείνος χαμογέλασε αφήνοντας να φανούν τα ίσια λευκά δόντια του. Είχε γοητευτικό χαμόγελο. "Ίσως τελικά να μην πήγε τόσο τζάμπα το κρασί" απάντησε εκείνος κλείνοντάς της το μάτι. Σηκώθηκαν και περπάτησαν μέχρι τη θάλασσα. Μίλησαν για ώρες, ύστερα εκείνη τον φίλησε."Κανονικά εδώ πρέπει να σου πω συγγνώμη" του είπε κοιτάζοντας κάτω. Ύστερα ανέβασε το βλέμμα της στα γαλάζια του μάτια. "Όμως δε θα το κάνω. Δε μετανιώνω για μια από τις καλύτερες αυθόρμητες κινήσεις που έκανα σε μια από τις χειρότερες για μένα ώρες." του είπε. Εκείνος την αγκάλιασε και ξεκίνησαν να ανηφορίζουν. " Αν και από ότι βλέπω ξεκουράστηκες και περπατάς άνετα...Επειδή είμαι με το αυτοκίνητο..Μήπως θέλεις να σε πετάξω μέχρι το σπίτι σου; " Τη ρώτησε δισταχτικά, κι ύστερα πέταξε ένα από εκείνα τα υπέροχα χαμόγελά του.
*Τα χρυσόψαρα μου θυμίζουν το τέλος του καλοκαιριού, και τη μέρα που είχαμε πάει θάλασσα τελευταία φορά -μέσα Σεπτέμβρη κάπου...-
"Γεια είμαι μεθυσμένη" είπε η κοπέλα καθώς πλησίζε τον νεαρό. Τον αγκάλιασε υπό τον γνώριμο ήχο από ανόητες αγάπες κι ύστερα τον φίλησε. "Δεν ξέρω αν είσαι εσύ αλλά δεν έχασα κάτι. Εξάλλου φιλάς ωραία" του είπε ενώ γελούσε. "Πέρνα του χρόνου τέτοια μέρα κι ώρα από τη Λότζια, αν το θυμηθώ θα περάσω κι εγώ να σου πω συγγνώμη." Εκείνη έφυγε την ώρα που τα πλοία σκόνταυταν στο φάρο. Εκείνος έμεινε εκεί. Ασάλευτος. Έκπληκτος.
Σεπτέμβρης του '12.
Είχε κουραστεί από το περπάτημα -τρέξιμο καλύτερα- πάνω κάτω. Από την ακρόαση τόσων διαφορετικών ιστοριών, από την αναζήτηση τόσων λύσεων σε προβλήματα διαφορετικής φύσεως. Είχε κουραστεί και πονούσε. Κάθισε στο πρώτο παγκάκι που βρήκε λαχανιασμένη. Η σωματική της κούραση μπερδευόταν με αυτή του μυαλού. Όχι πνευματική ακριβώς, την κούραση που νιώθεις μετά από το πολύωρο κι ίσως χωρίς αποτέλεσμα στίψιμο του μυαλού σου. Τα ξύλα στο παγκάκι ήταν σκληρά, τώρα πονούσε περισσότερο. Ένας περαστικός κάθισε δίπλα της. Έμοιαζε να περιμένει για κάποιον/κάτι γιατί κάθε δύο λεπτά κοιτούσε ανυπόμονα την ώρα από την οθόνη του κινητού του. "Έχεις κανένα ντεπόν μήπως;" τον ρώτησε εκείνη με προσμονή, ή ίσως απλά ήθελε να του πιάσει τη συζήτηση για να ξεχαστεί. Έπρεπε να μαζέψει δυνάμεις για να φτάσει σπίτι. Ίσως να μην ήθελε να φτάσει σπίτι και να ξανακλειστεί στο μοναχικό κελί της."Εεε όχι. Ίσως να έχει στο περίπτερο απέναντι" της απάντησε εκείνος κοφτά και αδιάφορα. Εκείνη έκανε πως δεν τον είχε ακούσει. Τρεις ματιές στην οθόνη του κινητού του για να σιγουρευτεί ότι πράγματι η ένδειξη που έβλεπε ήταν η σωστή. Σηκώθηκε βιαστικά και ένα λεπτό μετά στεκόταν μπροστά της με ένα μπουκάλι νερό. "Τα περίπτερα δεν είναι φαρμακεία, συγγνώμη ήμουν αφηρημένος. Ίσως αυτό σας βοηθήσει" της είπε με φιλικότερο τόνο από πριν. Ξανακάθισε στο παγκάκι, πιο κοντά της τώρα. Εκείνη μπορούσε να μυρίσει καθαρά το αλκοόλ γύρω του. "Ίσως τελικά τζάμπα προσπάθησες να χαλαρώσεις με το κρασί. Από ότι φαίνεται δε θα έρθει" του είπε απότομα παίρνοντας από το χέρι του το μπουκάλι με το νερό. Δεν ήθελε να είναι άλλο καλή, δεν ήθελε να ψάξει άλλες λύσεις για τα προβλήματα του κόσμου, δεν ήθελε να ζει άλλο μέσα από τις περιπετειώδεις ζωές των γύρω τις, και να προσπαθεί να τις βελτιώσει. Ξεσπούσε σ'έναν άγνωστο, εκείνος δεν την ήξερε. Θα την έκρινε, μα δε θα ξαναβρίσκονταν. Θα την έβριζε, μα σε δυο βδομάδες δε θα μπορούσε καν να θυμηθεί τη στιγμή εκείνη. "Ίσως και να έχεις δίκιο." της απάντησε εκείνος καθώς φορούσε τα ακουστικά του, δηλώνοντας πως επιθυμούσε η συζήτηση να λάβει τέλος. Της άρεσε που δε διαφώνησε μαζί της, που δε σηκώθηκε να φύγει και που δεν την έβρισε -τουλάχιστον όχι δυνατά. Δεν πονούσε όσο στην αρχή, είχε χαλαρώσει και ξεκουραστεί λίγο με το νερό. Έβαλε το ένα ακουστικό του στο αυτί της και ένα ρίγος τη διαπέρασε. Την ίδια στιγμή χτύπησε το κινητό της με ήχο ίδιο με αυτόν που ερχόταν από τα ακουστικά. Κοιτάχτηκαν πριν εκείνη προλάβει να απορρίψει την εισερχόμενη κλήση. "Είσαι το παιδί από τη συναυλία, έτσι; Γι αυτό δεν έφυγες όταν έγινα αγενής ως απάντηση στη δική μου αγένεια!" Είπε εκείνη ενώ κοκκίνιζε. Τώρα είχε τύψεις. Εκείνος χαμογέλασε αφήνοντας να φανούν τα ίσια λευκά δόντια του. Είχε γοητευτικό χαμόγελο. "Ίσως τελικά να μην πήγε τόσο τζάμπα το κρασί" απάντησε εκείνος κλείνοντάς της το μάτι. Σηκώθηκαν και περπάτησαν μέχρι τη θάλασσα. Μίλησαν για ώρες, ύστερα εκείνη τον φίλησε."Κανονικά εδώ πρέπει να σου πω συγγνώμη" του είπε κοιτάζοντας κάτω. Ύστερα ανέβασε το βλέμμα της στα γαλάζια του μάτια. "Όμως δε θα το κάνω. Δε μετανιώνω για μια από τις καλύτερες αυθόρμητες κινήσεις που έκανα σε μια από τις χειρότερες για μένα ώρες." του είπε. Εκείνος την αγκάλιασε και ξεκίνησαν να ανηφορίζουν. " Αν και από ότι βλέπω ξεκουράστηκες και περπατάς άνετα...Επειδή είμαι με το αυτοκίνητο..Μήπως θέλεις να σε πετάξω μέχρι το σπίτι σου; " Τη ρώτησε δισταχτικά, κι ύστερα πέταξε ένα από εκείνα τα υπέροχα χαμόγελά του.
*Τα χρυσόψαρα μου θυμίζουν το τέλος του καλοκαιριού, και τη μέρα που είχαμε πάει θάλασσα τελευταία φορά -μέσα Σεπτέμβρη κάπου...-